Τετάρτη 29 Μαΐου 2019

Ελευθερία Θάνογλου, "Αναπαράσταση"




Ανοιχτά παράθυρα


ΙΙΙ

Τις μέρες των βροχών
αχινοί τα λόγια μας
ουλές παντού στο πάτωμα
κίτρινα δόντια οι τοίχοι.

Και οι ουρανοί αποστηθίζουν τους ανθρώπους, έλεγες.

Τα παράθυρα άνοιγες
ν’ ανασάνει το σπίτι,
γέμιζε ασφυκτικά με λέξεις
κι αγεφύρωτες ομίχλες.

Από παντού ξεχύνονταν
σαπισμένα πλεούμενα
κι άγρυπνες νύχτες θερισμού.



IV
                                                     «Βάφαμε τη μέρα νύχτα
                                            βρίσκαμε κι άλλους νεκρούς.»

Γαβγίσματα σκύλων αδέσποτων
σκέπαζαν τα ουρλιαχτά απ’ τις λέξεις στα χαρτιά σου.

Οι λέξεις
έβγαιναν απ’ τα χαρτιά
ξεχύνονταν στους δρόμους
γίνονταν γαβγίσματα
γίνονταν αδέσποτα σκυλιά
που ξέφευγαν απ’ τον μπόγια.





Επι(στροφές)


Ι

Συνέχιζες να έρχεσαι
με μια σταυρωμένη αφή
χαρτόπαιζες τα χρόνια μου.
Αδιόρατα ρίγη και αμμόλοφοι ματαιώσεων
κάλυπταν τα πάντα.
Το πρόσωπό μου θαμμένο κόσμημα σε άμμο.

Ξέπλενα το πλακόστρωτο του κόσμου γεννώντας βροχές
άνοιγα το κομπόδεμα των ονείρων
και μοίραζα στους προδομένους.
Άλλαζα θέση στην ακινησία των πραγμάτων
πότιζα τις πικροδάφνες, τη θλίψη μου
αμελώντας να ράψω δυο μάτια
στην πάνινη κούκλα μέσα μου
που ήξερε αυτό που δεν έβλεπε
και φανταζόταν αυτό που δεν υπήρχε.



ΙΙ

Λέξεις για την κηπουρική του έρωτα
έσκαγαν σε κάθε τέλος.
Ο κηπουρός της θάλασσας
τραβούσε στα δίχτυα του επάργυρα μάνταλα
μαζί με σκουριασμένους επισκέπτες.

Μίλα, πες κάτι σου έλεγα
σπάσε αυτό το σάπιο της σιωπής
δεν αντέχω άλλα πηγάδια
αντανακλώμαι σε άπατο βυθό.

Μίλα, πες κάτι
κουράστηκα να μελετώ λόγια πλατύφυλλα
κι ανθρωποφάγες λέξεις

Ο έρωτας και στον γκρεμό ανθίζει.
Μίλα κι ας ανθίσεις αγριόχορτο στο δέρμα μου.




                                                                                           Έλεγες,

                                                       «Οι περισσότεροι από εμάς
                                                             δεν είμαστε τίποτα άλλο
                                                          παρά συνηθισμένα τοπία.
                                                             Μονάχα σαν πεθάνουμε
                                            γινόμαστε αυτό το μακρινό τοπίο
                                      που ο καθένας ονειρεύεται να πάει».

                                                Έπειτα με φωνή ξεθωριασμένη
                                                   έστηνες βωμούς διαβάζοντας.





Προοπτικές


Ι

Κοιτώ τις ξεβαμμένες από ευτυχία γυναίκες
σε στάση νηστείας απ’ τη ζωή.
Σκέφτομαι πως τίποτα
τίποτα
πια δεν περιμένουν.
Ούτε δάση
ούτε θάλασσες
ούτε ουράνιους θόλους
ζωγραφισμένους σε επίγειες σπηλιές.

Το λεωφορείο περιμένουν
να τις πάει στο σπίτι τους.

Τσαλακωμένα λάβαρα τα φουστάνια τους
στις χαρακιές της ζωής.



ΙΙ

Άλλοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά μου.
Παίζω παιχνίδια στο μυαλό μου
μ’ όλα τα σακατεμένα σώματα που συναντώ
σκέφτομαι αν ταιριάζουν με το δικό μου.
Με την πρώτη ευκαιρία ερωτοτροπώ
χάνοντας έννοιες και ορισμούς.
Χάρτινοι οι ορίζοντες γκρεμίζονται
φαίνεται το ψεύτικο από πίσω.

Γίνομαι τότε ξαφνικά το νοτισμένο τζάμι
σε αστικό λεωφορείο
ζητώ εσένα
να χαράξεις ένα σύνθημα επάνω μου
μια λέξη
και μέσα από αυτή
να βλέπω το τοπίο να κινείται.





Από τη συλλογή «Αναπαράσταση», εκδ. Πικραμένος, 2019.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου