Καλώς ήρθες!
Καλώς
ήρθες στην πατρίδα όλων των ανθρώπων.
Είθε
να μην αισθανθείς ποτέ ξένος σ’ αυτήν.
Να
είσαι ελεύθερος σαν τα πουλιά,
που
χαράσσουν κύκλους στους αιθέρες.
Να
χορτάσεις παιχνίδια και γιορτές,
ώστε
να μην προλάβεις να μελαγχολήσεις.
Να
είσαι ένα καράβι σε συνεχή κίνηση,
να
αρμενίζεις σε θάλασσες που θα ορίζεις μόνο εσύ.
Οι
βόλτες σου στη γειτονιά να είναι μικρά ταξίδια.
Όσο
μακριά και αν φτάσεις, το όνειρο της εξερεύνησης να μην σβήσει.
Μόνιμος
τόπος σου να είναι η αγάπη, η μάνα όλων των λουλουδιών.
Μόλις
ξημέρωσε το θαύμα για σένα.
Θαρρώ
πως μίλησα ήδη πολύ.
Ήθελα
μόνο να σου πω:
Καλώς
ήρθες!
Φλάμπουρο
Στάθηκα
όρθιος μέσα στη σφοδρή θύελλα.
Κανένα
μυστικό, καμία εξήγηση για αυτόν τον «θρίαμβο».
Δεν
είμαι περήφανος για τούτο το κατόρθωμα, μόνο που δεν
τάισα το κτήνος.
Συχνά
ο πειρασμός να πέσω είναι πιο ισχυρός και από τον εχθρό,
μα του αντιστέκομαι σθεναρά.
Εκκωφαντικοί
ήχοι τυμπάνων με κρατούν σε εγρήγορση.
Είναι
όμως στιγμές που αναπολώ ένα γιορτινό σκοπό, ένα χορευτικό
παραστράτημα.
Πέρασαν
μήνες ολάκεροι από την στερνή φορά που αντάμωσα τη
μονάκριβη μου ντάμα.
Το
φουστάνι της κατάλευκο σαν χιόνι και το φιλί της είχε γεύση
μελιού και φωτιάς.
Χορεύαμε
σαν να ήταν το ξημέρωμα μια έωλη υπόσχεση.
Με
επισκέπτεται ενίοτε εκείνο το φουστάνι και τότε ορκίζομαι πως
τα βήματα μας θα τα μετρήσουμε ξανά.
Η
εικόνα του ακλόνητος σύντροφος, το πιο λατρευτό φλάμπουρο,
που καλούμαι να υπερασπιστώ.
Θεσσαλονίκη
Πλανεύτρα
μεγαλούπολη γαλαντόμα σε υποσχέσεις και
γκρεμισμένα όνειρα.
Τα
καταδικασμένα σου παιδιά περιπλανούνται γεμάτα πληγές
από
τα θραύσματα των κανόνων,
ενώ
οι φύλακες εθελοτυφλούν τηρώντας τον νόμο της αδιαφορίας.
Μια
όξινη βροχή στοχεύει τα μνημεία και τα αγάλματα,
μα
το ίχνος από το πρώτο βήμα δεν σβήνει ποτέ.
Πώς
να ακρωτηριάσεις ένα ψηφιδωτό αιώνων;
Σε
τούτο το λιμάνι θα καταρρεύσουν,
σαν
πύργοι της άμμου τα τείχη.
Η συμπρωταγωνίστρια
Τα
βραβεία ένα δίκοπο μαχαίρι για εκείνη.
Πότε
τα κοίταζε με περηφάνια για τα επιτεύγματα της
και
πότε σαν ένα διαστρεβλωμένο καθρέφτη,
που
την παράσερνε στην σκέψη πως έφτασε στο τέλος του δρόμου.
Πόσο
την τρόμαζε η ιδέα της ολοκλήρωσης!
Κάθε
βήμα της πάνω στη σκηνή όφειλε να είναι σαν το πρώτο,
παιδί
του ενθουσιασμού και της αγωνίας.
Αποποιούταν
το ρόλο του υποκριτή, ήταν μια μάσκα περιττή.
Αναλάμβανε
με ζήλο να υπερασπιστεί
μια
ξένη αλήθεια σαν να ήταν δική της.
Πώς
να κοίταζε τους θεατές στα μάτια, αν
τα
λόγια της δεν ήταν ανυπόκριτα.
Τα
βραβεία μια οφθαλμαπάτη μεγαλείου.
Στη
σκηνή μια νεαρή κοπέλα τη συνόδευε.
Ήταν
ορατή μόνο σε εκείνη, μια επισκέπτρια από το παρελθόν.
Μια
άσημη σερβιτόρα που υπερόπτες πελάτες αρνούνταν να
κοιτάξουν.
Πώς
να την πρόδιδε, ήταν πάντα παρούσα.
Της
θύμιζε ότι όλοι ήμασταν κάποτε αφανή αστέρια στα μάτια των
αλαζόνων.
Χριστούγεννα 1972
Είπαν
πως κουράστηκε να πολεμά.
Έκαναν
λάθος, κουράστηκε να δολοφονεί.
Είπαν
πως φοβήθηκε το θάνατο.
Ψέματα.
Φοβήθηκε το θάνατο της λογικής.
Ήταν
έτοιμος να αναμετρηθεί με τα αντιαεροπορικά
των
Βιετκόνγκ, όχι όμως με τη θέα της άσκοπης αιματοχυσίας.
Δεν
ήταν τα μάτια του παρθένα στη φρίκη του πολέμου.
Το
τσουβάλι της οργής φούσκωνε λίγο-λίγο.
Τούτες
τις ευλογημένες μέρες στέρεψε από ανοσία όχι από θάρρος.
Ήταν
βέβαιος πώς δεν πρόδιδε καμία από τις δύο μανάδες του.
Το
Β52 είχε μετατραπεί πια σε ένα τέρας που ξέρναγε φλόγες.
Επέλεξε
να γίνει μαχητής της ειρήνης, όχι άγγελος του θανάτου.
Μετάνιωσε
που δεν πολέμησε για το δίκαιο νωρίτερα.
Το
ρολόι της συνείδησης χτύπησε όταν έπρεπε;
Τα
Χριστούγεννα καθυστερούσαν απελπιστικά.
Το
αστέρι της ειρήνης δεν είχε λάμψει ακόμη.
Αλέξανδρος Μαυρογένης
Πρώτη
δημοσίευση
Στην εικόνα: John William Waterhouse, «The Lady of Shalott» (1888).
Πηγή
για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου