Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Ορέστης Αλεξάκης, "Ο ληξίαρχος"





                     ΜΑΡΙΑ
Ή ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ


Καθώς
εγώ
τη μυγδαλιά τινάζω

πέφτουν τ’ αμύγδαλα βροχή
κι εσύ
πώς λάμπεις

μα δεν θυμώνεις
μόνο
με κοιτάζεις

και μου χαμογελάς
φεγγοβολώντας

Κι εγώ
τινάζω με
μανία το δέντρο
και θε μου σε
φοβάμαι και
μ’ αρέσεις

κι όλο βυθίζεσαι στο φως
και μέσα
στην εκτυφλωτική σου λάμψη
σβήνεις

Κι εγώ
τινάζω κλαίγοντας
− γελώντας
και κλαίγοντας −
το δέντρο
και

ξυπνώ

και πια
δεν είναι φως
δεν είναι δέντρο

μόνο δωμάτιο γκρίζο
βουρκωμένο
και βρέχει
βρέχει
βρέχει
και δεν είσαι

κανείς δεν είναι πια
και με σκεπάζουν
άγρια θολά νερά

νερά
και χρόνια





                            ~*~

Τόσο γυμνός που ντρέπομαι τη μνήμη

Τόσο τυφλός που βλέπω την αλήθεια

Τόσο πιστός που απόμεινα μονάχος





                    ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ


Πώς βρέθηκα λοιπόν ανεβασμένος
πάνω σε τούτο το
κωδωνοστάσι;
Νύχτα κι αγέρας σκοτεινός φυσάει
κι όπως βαριά στενάζουν οι καμπάνες
με διαπερνά το ρίγος της αβύσσου

Κατρακυλώ στη σιδερένια σκάλα
Κι αν όμως είν’ η θύρα κλειδωμένη;
Κι αν ίσως δεν μπορώ να ξεκλειδώσω;

Νιώθω νερά στα πόδια μου
κοάζουν
τριγύρω μου βατράχια
με φωτίζει
ξάφνου ο θαμπός φανός του νεωκόρου
που σκύβει από ψηλά και μου φωνάζει

Ανέβα πάλι επάνω, χριστιανέ μου
τι θέλεις τέτοιαν ώρα στο πηγάδι
θα σε τραβήξουν κάτω τα τελώνια

Κι απορημένος κάνει το σταυρό του





                      ΚΑΙ ΜΗ ΡΩΤΑΣ
          ΓΙΑΤΙ ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ ΕΙΜΑΙ


Είναι που πίσω απ’ τη σιωπή σου ταξιδεύουν
τα καραβάνια
των λησμονημένων

Είναι που μες στα μάτια σου σαλεύουν
σκιές νεκρών
μορφές αγαπημένων

Είναι που μοιάζεις με ταξίδι στο αχανές
Είναι που δρόμους άλλους φανερώνεις

Είναι που κλείνεις τις
καταπακτές
και στο καινούριο θαύμα ξημερώνεις

Είναι που μες στο φέγγος σου αγρυπνώ
σα να πιστεύω πως
υπάρχω ακόμα

Είναι που σου χρωστώ πολύ ουρανό
Κι εγώ δεν έχω παρά λίγο χώμα





              ΟΣΑ ΔΕ ΜΑΘΑΜΕ ΠΟΤΕ
                       ΓΙΑ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ


Έχουν δική τους μοίρα τα σκυλιά
δικό τους πρόσωπο θεού λατρεύουν
δικό τους αγναντεύουν ουρανό
δίνουν δικό τους ορισμό για τους ανθρώπους
Κρατούν τη μνήμη
του κατακλυσμού
το ρίγος για μιαν άγνωστη πατρίδα
ψάχνουν το δάσος κάτω από την πόλη
θέλουν να ξεψυχήσουν σ’ άλλους τόπους
Κάποτε μες στον ύπνο των σκυλιών
θρηνούν οι λύκοι
σαλεύει ο φόβος τα βαριά κλαδιά του
φίδι σφυρίζει η πείνα την οργή της.
Ακούν στα βάθη την παλιά οιμωγή
της ερημιάς τον προσκλητήριο θρήνο
δαγκώνουν την αόρατη αλυσίδα
κόκκινο φως τα μάτια τους τυφλώνει

Θυμούνται φλόγες και
ξεριζωμό

Ξυπνά το αγρίμι μέσα τους
και κλαίει





     ΕΙΝΑΙ ΜΑΚΡΥΣ Ο ΔΡΟΜΟΣ
              ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΑΥΜΑ


Ατέλειωτος ο δρόμος σου

Μια φωτεινή γραμμή
στο μαύρο φόντο
που τη βαδίζω και
μ’ εξουθενώνει

Σα να ’ναι το σκοινί που ’χεις πετάξει
στο σκοτεινό πηγάδι μου Μητέρα
τυλίγομαι μ’ αυτό
και περιμένω
κάποιος απ’ το βυθό
να με ανασύρει





Από τη συλλογή «Ο ληξίαρχος» (1989).
Πηγή: η συγκεντρωτική έκδοση «Ορέστης Αλεξάκης - Ποίηση (1960 - 2009)», εκδ. Γαβριηλίδης 2011.

Στην εικόνα: Arnold Böcklin, «Moonlit landscape» (1849).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου