Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019

Γιώργος Δελιόπουλος, "Επιβάτης στο ποίημα της ανάγκης"




Γιώργος Δελιόπουλος

ΕΠΙΒΑΤΗΣ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ

Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Γ. Παπαστεργίου, Έλαβον,
εκδ. Σαιξπηρικόν, 2017

(Αναδημοσίευση από το λογοτεχνικό περιοδικό Θευθ, τχ. 8)


Ο Δημήτρης Παπαστεργίου με την ως τώρα παρουσία του στον χώρο της ποίησης έχει αποδείξει ότι αναμετράται συνεχώς με την τέχνη του, επιδεικνύοντας επιμονή, υπομονή και άοκνη εργατικότητα. Αν και η καλαίσθητη συλλογή Έλαβον αποτελεί την τέταρτη ολοκληρωμένη ποιητική του κατάθεση, εντούτοις συνεχίζει να πειραματίζεται –όπως και στις προηγούμενες συλλογές– με την ποιητική του γραφή, επιχειρώντας διάφορους συνδυασμούς στοιχείων της ποιητικής μας παράδοσης, στα πλαίσια όμως μιας διαμορφωμένης και αναγνωρίσιμης ταυτότητας.
Σε ορισμένα ποιήματα της συλλογής, όπως στα ανομοιοκατάληκτα σονέτα του, γίνεται πιο νοσταλγικός, λυρικός και ελεγειακός, θυμίζοντάς μας τα ερωτικά ποιήματα της προηγούμενης συλλογής του, Ο άστεγος της οδού Χαμογέλων (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2015). Ωστόσο, η ποίησή του είναι κατά βάση ρεαλιστική, χωρίς να καλλωπίζει τα κακώς κείμενα ή να κρύβει τις βαθιές πληγές. Αντιθέτως, ανατέμνει πράγματα, ανθρώπους και μνήμες με χειρουργική ακρίβεια, μέσα από μια μετρημένη και εγκεφαλική χρήση της γλώσσας, με το ύφος του άλλοτε (αυτό)σαρκαστικό και άλλοτε καταγγελτικό.

Θα ψηφίσω μικρό κόμμα
Επαναστατικό
Άλλοθι στην αγωνιστική μου ανυπαρξία
Ανασφαλής, ασήμαντος
Μια Κυριακή
Στον ουρανό των ψευδαισθήσεων
Θα τρυπώσω
(«Εκλογών φάσμα», σελ. 50)

Η ποίηση του Παπαστεργίου αξιοποιεί πολλά μοτίβα από την Ιστορία και την αρχαιοελληνική γραμματεία. Στα ιστορικά του ποιήματα, όπως στο ποίημα «Ίασις (Βέροια 51 μ.Χ.)» (σελ. 26), λειτουργεί καβαφικά, δημιουργώντας ένα σκηνικό, όπου δρουν και στοχάζονται οι ήρωές του. Αυτή η δομή θυμίζει τα δώδεκα σύντομα ποιητικά πεζά από τη συλλογή του Furor Scribendi (εκδ. Ars Poetica, 2013). Αντιθέτως, τα αρχαιοελληνικά και μυθολογικά του μοτίβα συναιρούνται με το παρόν σε μια ιδιότυπη συνομιλία. Παράλληλα, ο ποιητικός του στοχασμός μετατοπίζεται μέσω συνειρμών και συμβολισμών από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο και αντίστροφα, επιτρέποντας στον αναγνώστη εύληπτες αναγωγές.

Ζούμε σε μινωικά πιθάρια
όμορφα διακοσμημένα
δε βλέπουμε ουρανό,
ακούμε από πάνω
τους αρχαιολόγους.
Έχουν φτάσει στη βυζαντινή περίοδο.
Θέλουν πολύ ακόμη για μας εδώ κάτω.
Ασφυκτιούμε
τους φωνάζουμε απελπισμένοι
να κάνουν πιο γρήγορα
να μας βγάλουν στο φως
και χτυπάμε τα τοιχώματά μας.
Μια μέρα τα πιθάρια σπάνε
και γεμίζουμε χώματα.

Πεθαίνουμε με τη θλίψη
πως δε γίναμε κάτι
παραπάνω από χωμάτινοι αντίλαλοι.
(«Ανασκαφή», σελ. 32)

Στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής το ποιητικό υποκείμενο έρχεται αντιμέτωπο με την πνιγηρή καθημερινότητα, την πίεση της επιβίωσης, τις ευθύνες, τις ενοχές και τους αναγκαίους συμβιβασμούς. Πρόκειται για την υπαρξιακή του περιπέτεια, καθώς προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην ποιητική του ιδιότητα και τη σκληρή όψη της ζωής. Η ανάγκη της επιβίωσης οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο στην αποξένωσή του από τον κόσμο και τον ίδιο του τον εαυτό.
Ο Κωστής Παλαμάς στο σονέτο του «Αγορά» από την Ασάλευτη Ζωή, γράφει πολύ εύστοχα για την ψυχική εξουθένωση και τη διαρκή ματαίωση που βιώνει ο ποιητής, όταν αναγκάζεται να συμβιβαστεί για βιοποριστικούς λόγους και να εγκαταλείψει την τέχνη του. Σύμφωνα με το παλαμικό σονέτο, στο τέλος ο ποιητής καταλήγει «ξένος και για τους ξένους και για τους δικούς του».
Η αλλοτρίωση, ο θρυμματισμένος εαυτός και τα συνεπακόλουθα αισθήματα πίκρας και μοναξιάς κυριαρχούν σε πολλά ποιήματα του Έλαβον. Σ’ αυτόν τον κόσμο που σιδεροφράζει την ποιητική ψυχή στα στενά όρια ενός υλιστικού πραγματισμού, που καταργεί τον Άνθρωπο ως σκοπούμενο και τον υποβιβάζει σε μέσο πλουτισμού, σ’ αυτόν τον κόσμο ο ποιητής δηλώνει πρόσφυγας και ξένος.

Να πώς περνούν τα χρόνια:
Βαστάζος του ενός
Εμψυχωτής του άλλου
Ενισχυτής κάποιου τρίτου...

Οικοδόμος ξένων μύθων
χωρίς ένσημα και δώρα

Στο τέλος
μόνος
λίγος
ελαφρύς
(«Συνδικαλιστικό», σελ. 35)

Στην αναμέτρηση του ποιητή με την καθημερινότητα το ερειπωμένο παρελθόν και το παλίμψηστο των αναμνήσεων λειτουργούν ως πύλες διαφυγής προς μια χαμένη ουτοπία, όπου το ποιητικό υποκείμενο διατηρούσε ακόμη την ακεραιότητά του χωρίς εκπτώσεις. Πρόκειται για ένα παρελθόν ωραιοποιημένο από τη νοσταλγική πατίνα της μνήμης. Η ανάκλησή του δε αποτελεί σχεδόν αναγκαιότητα και προκαλείται με πολύ απλά ερεθίσματα. Σ’ αυτό το παρελθόν κυρίαρχη και αφετηριακή μορφή είναι η μάνα, σύμβολο της αιώνιας και απαράμιλλης αφοσίωσης, η οποία όμως στοιχειώνει τα όνειρα σαν ανοιχτή πληγή.

Το όνειρο χρησμός βγαλμένος
από της κάθε νύχτας
τα σκοτεινά εντόσθια:
Εγώ ασπρόρουχο στης μάνας μου τα χέρια
μια στον πάτο της χλωρίνης
μια στο τοίχωμα της σκάφης
και μια να τρίβομαι στην ίδια μου τη σάρκα.

Κι έπειτα διάπλατα απλωμένος
μπαλωμένος
στο φως
στα τέσσερα στοιχεία
στα τέσσερα στοιχεία
στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα

ν’ ασπρίζω σαν τα κόκαλα της μάνας μου.
(«Το όνειρο», σελ. 43)

Μολαταύτα, η ποίηση του Παπαστεργίου δεν είναι πλήρως παραδομένη στο αναπόδραστο της μοίρας, παραιτημένη από κάθε ελπίδα ανάτασης. Αν και δεν αισιοδοξεί φωναχτά, σε καμιά περίπτωση δεν αποδέχεται αδιαμαρτύρητα μια τετελεσμένη πορεία. Βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση, ενώ προτείνει την απόδραση από τη μοναξιά μέσω της ποιητικής τέχνης και της διαρκούς έμπνευσης. Η Ποίηση για τον Παπαστεργίου είναι το έσχατο φυλάκιο της ζωής, το αλεξίθραυστο κέλυφος που ξεχνά την ασχήμια του κόσμου, ίσως και το μοναδικό όπλο απέναντι στην ευτέλεια.

Τη μηχανή κοπής ποιημάτων
Στο υπόγειο να την έχετε
Σαν πολύγραφο της Κατοχής

Ανάγκη να μην έχετε
Όταν ο θεός φυσάει
Και ο διάβολος σκορπάει
(«Μηχανή κοπής ποιημάτων», σελ. 22)

Το Έλαβον αποτελεί μια τίμια ποιητική κατάθεση, η οποία δε θρηνολογεί πεισιθάνατα, δεν εξαντλείται σε πομπώδεις διακηρύξεις, δεν κατηγορεί αδιάκριτα, δε μασκαρεύεται τη χαρά. Πρώτα και πάνω απ’ όλα, αναδεικνύει τη χρεία της αισιοδοξίας ως λυτρωτικής του καρυωτακικού πόνου των ανθρώπων και των πραγμάτων. Αυτή η ανάγκη της απόδρασης πραγματώνεται μέσω ενός επίμονου, εσωτερικού αγώνα. Άλλωστε, αυτό είναι η Ποίηση. Γι’ αυτό και στο πρώτο ποίημα της συλλογής ο ποιητής διατρανώνει την ανάγκη:

Πρέπει σκληρά
να εξασκηθώ να ελκύω το Ωραίο.
(«Απόδραση», σελ. 11)

Όμως, στο τελευταίο ποίημα οι παραπάνω στίχοι παραφράζονται, για να δηλώσουν την κοινωνική διάσταση της ποιητικής αποστολής. Ανάμεσα στους πολυποίκιλους ιριδισμούς της ζωής ο ποιητής δεν ιδιοποιείται την κατακτημένη ωραιότητα, αλλά οφείλει να λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής της και να την προσφέρει αφειδώλευτα στους άλλους, με τον ίδιο τρόπο που η ελάχιστη φυσική ομορφιά ενός κυκλάμινου χαρίζεται ως απροϋπόθετο θαύμα. Γι αυτό κι οι παρακάτω στίχοι από το τελευταίο ποίημα της συλλογής:

Πρέπει σκληρά
Να εξασκηθώ να εκλύω το Ωραίο
Κι αυτό είναι ενός κυκλάμινου
Στερνή επιθυμία
(«Τα χρώματα του τέλους», σελ. 53)





Πηγή: Το εξαμηνιαίο περιοδικό λογοτεχνίας και λογοτεχνικής κριτικής «Θευθ - Οι δύο όψεις της γραφής», Τεύχος 8, Δεκέμβριος 2018, εκδ. Ρώμη.




Ο Γιώργος Δελιόπουλος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας. Σπούδασε Αρχαιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και σήμερα ζει μόνιμα με την οικογένεια του στην Κοζάνη, όπου εργάζεται ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση. Παράλληλα, συμμετέχει σε πανεπιστημιακές ανασκαφές ως διδάκτορας Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου.
Το 2009 κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή, ο "Μικρός Οδυσσέας" από τις εκδόσεις Ιωλκός και το 2015 η δεύτερη ποιητική του συλλογή, ο "Επισκέπτης άγγελος" από τις εκδόσεις της Κοβεντάρειου Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης. Ποιήματά του έχουν βραβευθεί σε διάφορους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, ενώ έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Το 2013 ανέβηκε από το Θεατροδρόμιο Κοζάνης το θεατρικό του έργο "Επέστρεφε..." με θέμα την ποίηση του Καβάφη, ενώ το 2015 η θεατρική ομάδα "Οχληροί" Κοζάνης ανέβασαν το θεατρικό του έργο "Τα ίχνη της μνήμης".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου