Marina
Quis hic locus, quae
regio, quae mundi plaga?
Τι θάλασσες, τι ακτές, τι γκρίζοι βράχοι
και τι νήσοι
Τι
νερό παφλάζοντας την πλώρη
Και
οσμή του πεύκου και η κίχλη απ’ την ομίχλη ψαλμωδώντας
Τι
είδωλα ξαναγυρνούν
Ω
κόρη μου.
Αυτοί που ακόνιζαν το δόντι του σκύλου,
σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί
που αστράπτουν απ’ την δόξα του κεκράχτη, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί
που στέκονται στον σταύλο της αυτάρκειας, σημαίνοντας
Θάνατο
Αυτοί
που υποφέρουν την έκσταση των ζώων, σημαίνοντας
Θάνατο
Έγιναν επουσιώδεις, ανάχθηκαν στον άνεμο,
Ένα
χνώτο πεύκου και η δασολάλητη ομίχλη
Μ’
αυτή την χάρη, διαλύθηκαν κατάλληλα.
Τι πρόσωπο είν’ αυτό, πιο λίγο φωτεινό και
φωτεινότερο
Κι
ο παλμός στο χέρι, πιο λίγο δυνατός και δυνατότερος
Δοσμένο
ή δάνειο; απώτερο από τ’ άστρα κι εγγύτερο απ’ το
μάτι
Ψίθυροι και χαμόγελα μεταξύ φύλλων κι
ανυπόμονων ποδιών
Υπό
τον ύπνο, που όλα τα νερά έκβάλλουν.
Μποπρέσο
σκασμένο από πάγο, σκασμένη από κάψα μπογιά.
Έκανα
τούτο, ξέχασα
Και
θυμούμαι.
Η
αρματωσιά δειλή και σάπιο καραβόπανο
Μεταξύ
ενός Ιουνίου κι ενός άλλου Σεπτεμβρίου.
Έκανα
τούτο, ανήξερα, μισοσυνειδητός, αγνώριστος, δικό μου.
Το
πίσω πέτσωμα διαρρέει, θέλουν στούπωμα οι αρμοί.
Αυτό
το σχήμα, το πρόσωπο, η ζωή
Ζώντας
να ζεις σ’ έναν κόσμο χρόνου πέραν μου· ας
Αποσύρω
την ζωή μου για ζωή, την λαλιά μου για το αλάλητο,
Το
ξυπνημένο, χείλη χωρισμένα, την ελπίδα, τα νέα πλεούμενα.
Τι θάλασσες, τι ακτές, τι γρανιτώδεις
νήσοι προς τα ξύλα μου
Και
η κίχλη απ’ την ομίχλη προσκαλώντας
Κόρη
μου.
Η καλλιέργεια των Χριστουγεννιάτικων
Δέντρων
Για
τα Χριστούγεννα υπάρχουν άφθονες διαθέσεις,
Μερικές
μπορούμε να τις αψηφήσουμε:
Την
μουδιασμένη, την κοινωνική, την ισχυρώς εμπορική,
Την
θορυβώδη (όπου οι ταβέρνες λειτουργούν ως τα μεσάνυχτα)
Την
παιδική − όχι εκείνη του παιδιού
Όταν
είναι άστρο το κερί, κι ο χρυσωμένος άγγελος
Απλώνοντας
πτερά στην κορυφή του δέντρου
Δεν
είναι απλώς διακόσμηση, μα ο άγγελος.
Θαυμάζει
το παιδί το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο:
Αφήστε το να συνεχίζει με πνεύμα θαυμασμού
Την Εορτή σαν γεγονός, όχι δεκτή σαν πρόσχημα·
Αφήστε το να συνεχίζει με πνεύμα θαυμασμού
Την Εορτή σαν γεγονός, όχι δεκτή σαν πρόσχημα·
Ώστε η λάμπουσα έκσταση, η έκπληξη
Από το πρωτοθυμημένο Χριστουγεννιάτικο Δέντρο,
Ώστε οι εκπλήξεις να γοητεύονται με νέες προσκτήσεις
Από το πρωτοθυμημένο Χριστουγεννιάτικο Δέντρο,
Ώστε οι εκπλήξεις να γοητεύονται με νέες προσκτήσεις
(Η
καθεμιά με την δική της ερεθιστική ευωδιά),
Την
προσδοκία της χήνας ή του διάνου
Το
προσδοκούμενο δέος στην εμφάνισή τους,
Ώστε
το σέβας και η χαρά
Να
μην λησμονηθούν στην ύστερη εμπειρία,
Την
γνώση του θανάτου, την συνείδηση της πτώσης,
Ή
την ευλάβεια του προσύλητου
Που
μπορεί να χρωματίζεται από έπαρση
Δυσάρεστη
προς τον Θεό και ασεβή προς τα παιδιά
(Κι
εδώ μ’ ευγνωμοσύνη αναπολώ επίσης
Τα
κάλαντα της Αγίας Λουκίας και το στέμμα της από φωτιά):
Ώστε
πριν από το τέλος, στα ογδοηκοστά Χριστούγεννα
(Δια
«ογδοηκοστού» εννοώντας οποιοδήποτε είναι το τελευταίο)
Οι
αθροισμένες μνήμες μιας συγκίνησης ετήσιας
Ίσως
συγκεντρωθούν σε μια χαρά μεγάλη
Που
θα είν’ επίσης ένας μέγας φόβος, όπως επ’ ευκαιρία
Ο φόβος έρχεται σε καθεμιά ψυχή:
Διότι
η αρχή θα μας θυμίζει το τέλος
Και
η πρώτη παρουσία την δευτέρα παρουσία.
Από
το βιβλίο, «Τ.Σ. Έλιοτ - Άπαντα τα ποιήματα»,
Ελληνική
μεταγλώττιση - εισαγωγή: Αριστοτέλης Νικολαΐδης, εκδ. Κέδρος, 4η
έκδοση, 1992.
Στην εικόνα: Thomas Stearns Eliot by Lady Ottoline Morrell (1934).
Πηγή για την εικόνα: Wikipedia.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου