ΤΟΝ ΤΑΦΟ ΜΟΥ ΤΟΝ ΘΕΛΩ ΣΤΑ ΧΑΥΤΕΙΑ
Αφίσες με τραβούν απ’ το
μανίκι,
Αθήνα μου γεμάτη
καλλιστεία.
Τον τάφο μου τον θέλω
στα Χαυτεία,
είκοσι χρόνια σού
πληρώνω νοίκι.
Στον ύπνο να περνούν
βουνά και δάση,
νεράιδες φασκιωμένες
μαύρα ρούχα.
Κάτι σαν άχτι μουλαριού
που σου ’χα
σε ποιο λεωφορείο το ’χω
χάσει.
Ποια τρέλα, πες μου, με
χτυπάει στις φτέρνες
και φεύγω και κυλάω σαν
το τόπι,
με γήπεδα μουγγά και με
ταβέρνες
στα σωθικά. Οι άνθρωποι
κι οι τόποι,
ξένοι που μοιάζουν στις
φωτογραφίες
που βγάζαμε σε άλλες
ηλικίες.
ΑΝΙΣΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ
Άλλη μια νύχτα με
σκυμμένους ώμους,
με νάιλον σακούλες και
τσαντάκια.
Των διαβάσεων τα
φαναράκια
ηλιοβασίλεμα θυμίζουνε
και δρόμους,
που παίρναμε παιδιά και
δε μας βγάζαν
στο σπίτι με την άγκυρα
στον πάτο,
αλλά γραμμή στον Πόντιο
Πιλάτο.
Τα χέρια του δυο ζώα που
νυστάζαν.
Ω συμπολίτες, ω πικροί
μου φίλοι
άνισα δικαιώματα ζητήστε
κι αν πιάσει της ψυχής
σας το φυτίλι,
όλους τους βουλευτές
καταψηφίστε
και βγείτε με το μπόι
του ο καθένας,
να λάμψει ο κρυμμένος
σας πυθμένας.
ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ
στον Θεόφιλο Σωτηρίου
Πνιγμένος τόσα χρόνια κι
είσαι πάντα
μπηγμένος αχινός στον
ουρανό σου.
Περνούσε χθες επάνω στο
κανό σου,
άηχη των Φιλιατών η
μπάντα.
Στη θάλασσα, στο χώμα θα
’ταν ίδια
άσπρα τα κόκαλά σου και
γλειμμένα.
Όλα βουβά και όλα
μιλημένα,
λόγια μου λυπημένα
κατοικίδια.
Το χέρι που στα φύκια σ’
έχει ρίξει,
να το ’κοβα ψηλά μ’ ένα
δρεπάνι,
ο κόσμος σαν μυλόπετρα
να τρίξει,
να βγουν απ’ το θεόρατο
τηγάνι,
τα ψάρια του καλόγερου
και πίσω
την πόρτα ανάμεσά μας να
μην κλείσω.
Από τη συλλογή «Μαύρα
λιθάρια».
Πηγή: «Μιχάλης Γκανάς, Ποιήματα, 1978-2012», εκδ Μελανι 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου