Σκάκι
Ι
Συγκεντρωμένοι οι παίχτες νύχτα μέρα
καθοδηγούν τα αδιάφορα πιόνια.
Ως το πρωί θα κλείνει η σκακιέρα
δυο χρώματα που αντιμάχονται αιώνια.
Μέσα, τα πιόνια αναδίνουν μια προσήλωση
μαγευτική: ευκίνητα άλογα, πύργοι ομηρικοί,
βασιλιάς στα μετόπισθεν, διαγώνιοι αξιωματικοί.
Μα κι όταν αποσύρονται οι παίχτες,
από το χρόνο πια εξαντλημένοι,
η δράση εξακολουθεί να επιμένει.
Απ’ την Ανατολή έχει ο πόλεμος αυτός ανάψει∙
το δίχτυ του σ’ ολόκληρη τη γη απλώνει.
Μα ούτε η μια παρτίδα ούτε η άλλη δεν τελειώνει.
ΙΙ
Φρενιασμένη βασίλισσα, πύργος ευθύς, αξιωματικός
λοξός, στρατιώτης πολυμήχανος, βασιλιάς
ασθενικός
ψάχνονται στο ασπρόμαυρο πεδίο του αοράτου
να συγκρουστούν σιωπηλά μέχρι θανάτου.
Δεν ξέρουν πως το αποφασισμένο χέρι
του παίχτη τούς ρυθμίζει την πορεία τέλεια,
δεν ξέρουν καν πως μια ασύλληπτη νομοτέλεια
τις αποφάσεις και τη διαδρομή τους περιφέρει.
Αλλά κι ο παίχτης είναι επίσης ένας αιχμάλωτος
μιας άλλης σκακιέρας με νύχτες μαύρες
(η έκφραση είναι του Ομάρ) και άσπρες μέρες.
Ο Θεός ελέγχει τον παίχτη κι ο παίχτης τα
πιόνια.
Μα τάχα ποιος θεός πίσω από τον Θεό, κινεί
αιώνια
τα νήματα του χρόνου, του ονείρου και της αγωνίας;
Η βροχή
Το πρόσωπο της μέρας χαρακώνει
η αργυρή λεπίδα της βροχής.
Όμως η λάμψη αυτή που σε κυκλώνει
είναι η βροχή μιας άλλης εποχής.
Και σε χρονιές σε παίρνει που η μοίρα
σε μοίρανε να δεις μέσ’ απ’ το χώμα
του ρόδου του εκατόφυλλου τη σπείρα
το άλικο παράξενό του χρώμα.
Αυτή η βροχή που τα τζάμια θολώνει
στην ξεχασμένη αυλή μιας γειτονιάς
αλλοτινής τα σταφύλια χρυσώνει.
Κι όσο γέρνει η μέρα το υγρό της στεφάνι
μια φωνή ξανακούω, έναν αχό λησμονιάς:
τον πατέρα μου, λες και δεν έχει πεθάνει.
Σ’ έναν
παλιό ποιητή
Την πεδιάδα διασχίζεις της Καστίλης
και σχεδόν δεν τη βλέπεις. Σε παιδεύει
ένα δύσκολο εδάφιο του Ιωάννη και της ύλης
Δεν προσέχεις τον ήλιο που βασιλεύει.
Το φως σκορπίζεται σπαρταρώντας∙ διαυγής
στα βάθη του ήλιου ανοίγει εκείνη
η πορφυρένια σκωπτική σελήνη
που είναι ίσως ο καθρέφτης της Οργής.
Γυρνάς το πρόσωπό σου και την κοιτάζεις.
Κάποια σου μνήμη ξεπετάγεται χωρίς ήχο.
Χαμηλώνεις το λευκόμαλλο κεφάλι
και προχωράς βαθιά στης λύπης το χορτάρι
χωρίς να θυμηθείς εκείνον τον παλιό σου στίχο:
Και είχε
επιτύμβιο το ματωμένο φεγγάρι.
Αναφορά σ’
έναν ίσκιο του 189…
Τίποτα. Μόνο το μαχαίρι του Μουράνια.
Στο γκρίζο απόβραδο πλανιέται μια ιστορία.
Καθώς νυχτώνει νιώθω πίσω απ’ τα πλατάνια
εκείνο τον απρόσωπο φονιά να ψάχνει ευκαιρία.
Το Παλέρμο έφτανε τότε ως τα μέρη
που σκίαζε ο ωχρός περίβολος της φυλακής
στο υγρό προάστιο μιας άλλης εποχής
όπου είχε πέραση μόνο η φρίκη, το μαχαίρι.
Ένα μαχαίρι. Ένα πρόσωπο σβησμένο.
Απ’ το χέρι αυτό το πληρωμένο
που για μοναδική του τέχνη είχε το θάρρος
απόμεινε μια λάμψη ατσαλιού, σαν ίσκιος δίχως
βάρος.
Ο χρόνος που σκουριάζει τα καράβια στα λιμάνια
ας ήταν να κρατήσει τούτο τ’ όνομα: Χουάν
Μουράνια.
Από το βιβλίο «Χόρχε Λουίς Μπόρχες, ΠΟΙΗΜΑΤΑ» (συλλογή
«Ο δημιουργός, “EL HACEDOR”, 1960»), Μετάφραση, Εισαγωγή,
Σχόλια: Δημήτρης Καλοκύρης. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου