(John William Waterhouse,
"Circe Offering The Cup To Ulysses")
ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ
Στον ουρανό επικρατεί μεγάλη σκοτεινιά.
Κι έτσι καθώς με πήρε το παράθυρο αγκαλιά,
με το ένα χέρι
στο δωμάτιο μέσα σέρνω
του δρόμου την απίστευτη ερημιά,
με το άλλο παίρνω
μια χούφτα συννεφιά
και στην ψυχή μου σπέρνω.
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Τον θυμάμαι ακόμα.
Παράξενο πολύ,
γιατί όσο ένα ανοιξιάτικο σύννεφο έμεινε,
όσο χρειάζεται για να ειπωθεί ένα αντίο.
Υπέροχο μνημείο.
Διάχυτος σαν μυρουδιά,
απροσδιόριστος σαν τ’ άπειρο,
βλέμμα σάμπως σ’ ατέλειωτη νύχτα.
Μπροστά μας ένα σταχτοδοχείο
όπου τινάζαμε μια τεφρωμένη ολοκλήρωση.
Το ρολόγι του σχεδίαζε με το χρόνο
κάποιο ξεκίνημα πικρό.
Και τότε εγώ
σήκωνα το ποτήρι
και πίναμε μαζί κάποιο σαλπάρισμα
ανάκατο με μια σιγή.
Στο χωρισμό μήτε αντίο
μήτε φιλί.
ΣΥΜΠΤΩΣΙΣ
Πολύ μου μοιάζει.
Τον συνάντησα στημένον
κάτω από ένα υπόστεγο μελαγχολίας.
Στο βλέμμα του αγωνιούσε
του κενού η αντανάκλασις.
Οι κινήσεις του
πληγωμένη απαγγελία νερού.
Η υποθετική με τράβηξεν ευρυχωρία.
Πλησίασα,
και με λόγια πολλά κι ασύνδετα
τη μοναξιά μου του εξιστόρησα.
ΑΝΑΜΝΗΣΙΣ
Περαστικός.
Και ιδιότροπα για μένα γραφικός.
Κάτι σαν άψυχος, κάτι σαν ξένος,
μ’ αγαπημένος.
Η βιάση του ματαιωμένος όρθρος,
Ασφυκτιούσαμε.
Στενό του πάθους μας το οίκημα,
κι ένας πικρός συνωστισμός τα σχήματά μας.
Χαμηλοτάβανα τα σχέδιά μας,
δίχρωμος της καρδιάς ο φωτισμός,
κι αλλόκοτα της σκέψης μας τα κάδρα.
Ήταν περαστικός.
Από την συγκεντρωτική έκδοση «Κική Δημουλά - Ποιήματα»,
εκδ. Ικαρος, δ΄ έκδοση, 2002.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου