Ο νούτσικος
Στα νήπια πήγα ελάχιστα. Κρατούσα την μάνα μου
σφιχτά από το χέρι, όταν πρωτοπήγα σχολείο. Δεν ήθελα. Μαζευτήκανε όλα τα
παιδιά στην αυλή. Μπήκαμε στην τάξη. Εγώ ήθελα την μάνα μου δίπλα. Κάτι της
είπε χαμηλόφωνα η νηπιαγωγός, χαμογέλασε υπομονετικά αυτή. Ήθελα να καθίσει
δίπλα μου στο θρανίο.
«Τώρα, παιδιά», είπε η
δασκάλα, «είναι μέρα. Ο ήλιος είναι εκεί ψηλά, και εμείς πρέπει να παίζουμε».
Σηκωνόταν τα παιδιά, εγώ μαζί τους καχύποπτα, και τριγυρίζαμε ζωηρά γύρω από τα
θρανία. «Τώρα είναι μεσημέρι και θα φάμε». Παίρναμε από ένα κουτάλι και τρώγαμε
στον αέρα. Εγώ έτρωγα μόνο αν έτρωγε και η μάνα μου, δίπλα. Την έβλεπα, νομίζω,
να χαμογελάει με το ζόρι, μπορεί και να το διασκέδαζε όμως. Δεν ξέρω.
«Τώρα, παιδιά, ήρθε το
βράδυ και ετοιμαζόμαστε να κοιμηθούμε. Όμως μόλις θα σας δώσω το σύνθημα, θα
ξυπνήσετε και θα κουνήσετε το χέρι προς την ανατολή τραγουδώντας: «Ήλιος -
ήλιος επάνω στα βουνά…».
Τώρα αρχίζουν τα
δύσκολα, σκέφτηκα, πρέπει να ακουμπήσω το κεφάλι στο θρανίο ανάμεσα στα χέρια
μου, να κλείσω τα μάτια και να κάνω πως κοιμάμαι. Αν φύγει η μάνα μου; Έπιασα
και ένα νεύμα της κυρίας προς το μέρος της: «μόλις κλείσουν τα μάτια τους,
σηκωθείτε αθόρυβα να φύγετε». Αυτό ήταν! Όλα τα παιδιά κοιμότανε και εγώ είχα
κρυφά το ένα μάτι ανοιχτό. Κάποια στιγμή αθόρυβα αποπειράθηκε να φύγει. Εγώ
σηκώθηκα πιο μπροστά από εκείνη…
«Δεν πειράζει, κυρία
Λιάκου, ας μην έρθει για λίγο καιρό», αποφάσισε εντέλει η δασκάλα.
Έτσι και έγινε. Σε
λίγους μήνες με έστειλε η μάνα μου πάλι στα νήπια. Ήταν μια άλλη δασκάλα,
χειρότερη από την πρώτη. Θυμάμαι πως με σήκωσε όρθιο, μαζί με άλλα παιδάκια,
κοντά στην πόρτα. Κάτι με ρωτούσε. Περίμενε απάντηση; Δεν ξέρω. Εγώ νόμιζα πως
με βασανίζει! Βασανιζόμουν, πράγματι! Κοίταζα μια την πόρτα, μια τη δασκάλα. Θα
το κάνω! Ή τώρα, ή ποτέ! «Τώρα!», είπα. Η δασκάλα περίμενε απάντηση. «Γαμώ τη
μάνα σου, γαμώ!», φώναξα δυνατά, άνοιξα την πόρτα και έτρεξα προς την έξοδο,
προς το σπίτι. Δεν γύρισα ούτε στιγμή να κοιτάξω πίσω. Πίστευα πως η δασκάλα
και οι συμμαθητές μου με κυνηγούσαν μέχρι την αυλή μας.
Ήταν σούρουπο, και σε
αντίθεση με όλη την τάξη, η μάνα μου με δέχτηκε με το γνωστό χαμόγελό της, σαν
να γυρνούσα από κατόρθωμα, σαν ήρωα που έφερε σε πέρας την αποστολή του.
Έτσι μου φαίνονταν…
Ήθελα να γίνω χτίστης.
«Τι θα γίνεις, Λιάκο, όταν μεγαλώσεις;» «Χτίστης, σαν τον πατέρα μου»,
απαντούσα, ή, ακόμη καλύτερα, «οικοδόμος». Μου άρεσε περισσότερο το
«οικοδόμος».
Θαύμαζα τους εργάτες.
Γυμνοί από την μέση και πάνω με το ηλιοκαμένο δέρμα και το μυώδες σώμα τους.
Κοίταζα τα μπράτσα τους, όταν σήκωναν τον τενεκέ με το τσιμέντο στον ώμο τους,
πώς φούσκωναν οι μυς τους. Πώς έπνιγαν περήφανα τον μορφασμό του πόνου, όταν
προσγειωνόταν όλο αυτό το βάρος με δύναμη πάνω στους πληγωμένους τους ώμους,
τους οποίους, για να ελαφρύνουν από τον πόνο, έδεναν σταυρωτά με κομμάτια από
λινάτσα.
Ο Μίμης και ο Αλέκος.
«Έλα, πουτσούλα άντρα»,
φώναζαν ο ένας τον άλλον. Άρπαζαν τον τενεκέ τους και σχεδόν τρέχοντας
ανέβαιναν την σκαλωσιά, για να το ξεφορτώσουν στην πλάκα γρήγορα, προτού πήξει.
Ήταν και ο Καζαντζίδης
που επικύρωνε αυτήν την «επαγγελματική» επιλογή μου, αφού στα τραγούδια του
μόνο για εργάτες τραγουδούσε, και για τους οικοδόμους με τα ηλιοκαμένα δέρματα.
Πουθενά για γιατρούς, δικηγόρους και φαρμακοποιούς!
Εντάξει! Δεν είχε σε
μεγάλη υπόληψη η μάνα μου το σχολείο, όμως και να μην πάω ντροπή ήτανε! Όλα τα
παιδιά πήγαιναν.
Από πολύ μικρός θυμάμαι
ένα τραγούδι που μου τραγουδούσε:
«Ένα μικρό
νούτσικο
μικρό και
χαϊδεμένο
η μάνα του
το έστελνε
και στο
σκολειό του πάει.
Κι ο
δάσκαλος το μάλωνε
με μια
χρυσή βεργούλα.
- Ω γιε
μου, πού είν’ τα γράμματα;
Ω γιε μου,
πού είν’ ο νους σου;
- Τα
γράμματα είναι στο χαρτί
κι ο νους
μου πάει πέρα.»
Τραγουδούσε συνέχεια με
εκείνη τη γλυκιά της φωνή για ένα παιδί που ο νους του πάει «πέρα». Εγώ
λυπόμουν πολύ και δάκρυζα, γιατί αυτό το παιδί μάλλον ήμουν εγώ. Ένιωθα ένα
αίσθημα ξεριζωμού με αυτό το τραγούδι. Το σχολείο ήταν κάτι που με ξερίζωνε από
ένα τόπο και με έστελνε, σαν πρόσφυγα, σε έναν άλλον. Ήταν το τέλος της
αθωότητας και η πνευματική αποκόλληση από τον λώρο της μάνας που συνεχίστηκε
για χρόνια μετά τη γέννησή μου. Ήταν η εξορία από τον Παράδεισο και η είσοδος
και η συμμόρφωση σε μια διδασκαλία για απαγορευμένους και μη καρπούς, για τα
μη, τα ναι και τα όχι που θα συναντούσα από εδώ και πέρα στη ζωή μου.
Επιχείρησα πολλές
αποστολές και εξόδους, αργότερα, προς εκείνη την εξορισμένη ζώνη της αθωότητας,
της αφέλειας και της παιδικότητας. Όσο περνούσαν τα χρόνια, εδραιωνόταν,
δυστυχώς, μέσα μου η πεποίθηση ότι θα κατάφερνα να φτάσω στην πολυπόθητη «γη
της επαγγελίας», της παιδικότητας, δηλαδή θα ολοκληρωνόμουν ως άτομο, μόνον εάν
υιοθετούσα τους τρόπους και τις μεθόδους των μεγάλων. Τη λογική.
Ναι, αλλά οι μεγάλοι με
φόβιζαν πάντα. Οι μεγάλοι ήταν οι δάσκαλοι με μια βέργα που χτυπούσαν τα
δάχτυλά μου, που μου τραβούσαν το αυτί και με ρωτούσαν επίμονα: «Πού τρέχει ο
νους σου;»
Θυμόμουν τα τελευταία
στιχάκια του τραγουδιού:
«…Τα
γράμματα είναι στο χαρτί
κι ο νους
μου πάει πέρα…»
Θα έβγαζα τη γλώσσα
στους δασκάλους; Ε, λοιπόν, ναι! Δεν είχα άλλη επιλογή. Έσκαγα με την λογική.
Έσκαγα με κάθε είδους δάσκαλο και σχολείο.
Εκεί ήθελα να πηγαίνει
πάντα ο νους μου: Πέρα! Να πηγαίνει πάντα πέεεερα!!
Ο νούτσικος (παραδοσιακό)
(Τραγούδι: Σούλης Λιάκος, φωνητικά: Νίκος Ζιώγαλας)
Από το βιβλίο-cd «Με δυο πούπουλα στην πλάτη», Ζεύξις 2011
(Η φωτογραφία είναι από το προσωπικό αρχείο του Σούλη Λιάκου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου