ΠΑΝΣΠΕΡΜΙΕΣ
1.
Στης Τροίας το κακοτράχαλο κάστρο, με τις
γαϊδουραγκαθιές στις πολεμίστρες, οικουρούν οι τρυφερές παρθένες που έχουν ένα
χάλκινο δαχτυλίδι στην θηλή, γιατί ο σκληρός πολεμιστής μαζί με το γάλα πρέπει
να γλείψει χαλκό για να χυθεί στην μάχη απογαλακτισμένος από την μητρική μωρία.
2.
Αν αυτό που ήδη είναι ένα όρυγμα μπορεί
να γίνει δοχείο για σκέψεις που χυθήκανε μόνες τους σαν χυλός στο τηγάνι, τότε
ας αποκαλύψουμε τους μυστικούς μας κώδικες στον λαντζέρη των βεβαιοτήτων μας κι
αυτός θα φωτίσει την κάθε τους πτυχή τρίβοντας γερά με απορρυπαντικό όλα μας τα
μυστικά σκεύη κρυμμένα ανάμεσα στις μαραμένες αγριοτριανταφυλλιές.
3.
Το μπλε δεν μου αρέσει σαν χρώμα αλλά μου
αρέσει σαν όνομα. Το μπλε γονατίζει το χώμα της γης όπως ο παλαιστής γονατίζει
τον αντίπαλο. Το μπλε είναι το μόνο χρώμα που δεν το βάφουμε αλλά μας βάφει.
4.
Φορτωμένος ένα βαρύ ρολόι στην πλάτη του,
ένας χαμάλης που κουβαλούσε σακιά παραγεμισμένα με χρόνο στο λιμάνι, παραπάτησε
και το ρολόι έσπασε. Τη ίδια ώρα το πλοίο ξεκινούσε και οι ναυτικοί πετούσαν τα
σακιά στη θάλασσα. Ο χαμάλης, που δεν αμειβόταν ποτέ για τον κόπο του, γιατί ο
χρόνος δεν είναι εμπόρευμα, δάκρυσε. Ένας μόρτης του φώναξε: ρε μπάρμπα, αφού
δεν τον πουλάς, ούτε τον αγοράζεις, μόνον τον κουβαλάς στην καμπούρα σου, γιατί
δεν τα παρατάς; Δεν μπορώ, είπε, είναι η σάρκα του πεπρωμένου μου.
5.
Η λαμπηδόνα της αμαρτίας άναψε στην
καρδιά μιας κυρίας. Ένας αρβυλοφόρος φώτισε μ’ ένα σπίρτο το πρόσωπό της κι
αυτή έλιωσε σαν το κερί.
6.
Πριν ακόμα πουριτανοί με εγκυκλίους
ερανικών επιτροπών λανσάρουν αναερόβια ήθη σε εξουθενωμένα ποίμνια που με
δρεπάνια και δικράνες βίωσαν το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, όπως άλλοτε οι
κανίβαλοι βίωσαν τον μαγικό ρεαλισμό,
κάποιοι φύλαρχοι στα μέρη μας, κάποιες πρωτοχρονιές, ντουφεκάγανε στο ψαχνό τον
αγέρωχο υπερρεαλισμό. Εις μάτην.
7.
Ανάμεσα στις οσμές γιαουρτοσκόρδιου και καμένου
τραχανά μια ζουμερή ταβερνιάρισσα μου δώριζε πόντους για να μπλέκω σε ζήλειες
και καυγάδες. Μια μέρα, όμως, έσβησε από μέσα μου ο ιπποκόμος και γεννήθηκε ο
ιππότης. Δυστυχώς δεν θυμάμαι τι έγινε μετά.
8.
Πάντα μ’ ένα μπουκάλι βότκα σφηνωμένο στα γόνατα γράφω ποιήματα.
Μετά πίνω την βότκα και χώνω τα ποιήματα μέσα στο μπουκάλι. Ποίημα χωρίς το
άρωμα βότκας δεν είναι ποίημα, είναι μουσταλευριά.
9.
Εδώ μεγάλωσα, εδώ τυραννήθηκα, εδώ
υπόφερα. Τελικά, το εδώ, είναι το πλέον σαδιστικό όργανο εκτέλεσης εντολών της
ειμαρμένης.
10.
O χαζός του χωριού έβλεπε τα άστρα και
τον ουρανό και μονολογούσε: τι με νοιάζουν τα άστρα και ο ουρανός; Έβλεπε τα
βουνά και τη θάλασσα και μονολογούσε: τι με νοιάζουν τα βουνά και η θάλασσα; Έβλεπε
τα σπίτια και τους ανθρώπους και μονολογούσε: τι με νοιάζουν τα σπίτια και οι
άνθρωποι; Δεν με νοιάζει τίποτα, δεν με νοιάζει τίποτα, μονολογούσε. Μετά
σκέφθηκε: αφού δεν με νοιάζει τίποτα μήπως έγινα θεός;
Αλέξανδρος
Αραμπατζής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου