μεσ’ στη νύχτα που τρέμει
σμιλεύει τη γη
με μεγάλα σμαραγδένια μάτια
κι αναδύονται χιλιάδες πεταλούδες.
μια ζωή στη γυμνότητα
ταιριάζοντας εξαρχής
με το τίποτα
έτσι ελεύθερα και άγρια
σ’ αυτό το μηδέν του όλου
ανακαλύπτοντας τα πράγματα
πάλι σαν την πρώτη φορά.
μες στον πανάρχαιο χρόνο
αφού είσαι η μπίλια
κι η στέκα μαζί του μπιλιάρδου
βλέποντας κι από μακριά το παιχνίδι.
μπορεί και τίποτα
καθόλου δε σε νοιάζει.
είναι σα να τα βλέπεις
όλα.
μπαίνεις στο κορμί της μέρας
διάφανος όπως το φως.
Βαδίζεις μες στους ήχους τ’ ουρανού
μαζεύεις τα κομμάτια σου
ένα ένα
και δίχως μάτια προχωρείς
στη φλόγα του μεσημεριού.
γεννιέσαι σ’ έναν άλλο.
ρωγμή φωτιάς πάνω στο βράχο
λουλούδι αναστάσιμο.
σε μια μόνο στιγμή.
Από την ενότητα
«Ανατολικά
του φωτός»
ο δρόμος για το ποτάμι θα ’χει γεμίσει σαπισμένα σπίτια.
Κανείς δεν θα σε περιμένει πια εδώ
μόνο γιγάντιοι πυλώνες της ΔΕΗ
και οι κεραίες της τηλεόρασης να μεγαλώνουν
εκεί που για τελευταία φορά
είδες το καλαμπόκι να φυτρώνει.
Τίποτα δεν θα ’ναι το ίδιο
παρά μόνον η βουή του νερού στο μυαλό
και στα βράχια της μνήμης σου.
Οι άνθρωποι του ποταμού
έπαψαν πια να μιλούν ο ένας στον άλλον
με φωνή μικρών πουλιών.
Τώρα τα πρόσωπά τους γυαλίζουν
σαν λεπίδες ξυραφιού
καθώς περνούν με πέτρινα μάτια
στο μαύρο φως.
Μείνε κρυμμένος στο ζεστό βυθό
του εαυτού σου
μέχρι να φύγεις πάλι.
στο στόμα χρυσό ποίημα
και τα μαλλιά λυτά
είχε στην πλάτη.
που ’χε ρόδες κόκκινες
παίζοντας σεληνοηλιοτράγουδα
κι αυτό κυλούσε στις ρίζες των δέντρων
στριφογυρνώντας απαλά μέσα στο μαύρο δάσος.
βγήκαν τρέχοντας μέσα απ’ την Οίτη
κρατώντας τσάπες , φτυάρια και αξίνες
κι έσπαζαν το φεγγάρι σε μικρά διαμάντια.
έβγαλε απ’ το στόμα της το χρυσό ποίημα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου