ανάβει φώτα στο σκοτάδι
γύριζα και λιτάνευα τα βράδια μου.
κι αφουγκραζόμουνα συνωμοσία
με το φεγγάρι
ανεξιχνίαστο δισκάρι της Φαιστού
μαλαμοκαπνισμένο ασήμι
και μ’ έδινε στον κόσμο
απ’ την αρχή κάθε φορά.
να χαιρετάει, να κλαίει και να γελάει.
−αντίθεση στο άσπρο πρόσωπό της−
να ’ναι της μόδας και να ξεγελάει.
το ποίημά της, μόνο στατιστικές
και γύρισε όλο πείσμα την πλάτη της
στις πολυεθνικές.
κι ο Χάινε με μπουρλέσκο τη φλερτάρει.)
και προσμένει
μήπως τα πλοία αλλάξουνε τη ρότα.
δεν τραγουδά ερωτικά όπως πρώτα
μια τίγρη που ζαλίζεται απ’ τα φώτα
και με θολό το βλέμμα βλαστημάει
τον έρωτα, τον φόβο, τα δυο αδέλφια
στου ξυραφιού την κόψη περπατάνε
−το ξέρει θα κοπεί−
πάνω στα λόγια ισορροπεί, παραμιλάει:
κάποτε θα με πνίξουν της αγάπης τα νερά
Από την
ενότητα «Τα τραγούδια του Ρήνου»
ξέρω θα σύρεις
τ’ αλλοτινά μου είδωλα
στη σήψη ή στην οξείδωση αναμφίβολα.
καθώς η ανάγκη, ανάδοχος της ένδειας
τα είχε βαφτίσει ιδανικά χωρίς να με ρωτήσει
μην τα μολύνω.
Ας μην ξεχνώ πως με την άρμη τους σιτεύτηκα.
κι ο ενδοιασμός στο ενδεχόμενο του πάτου
και στην ιδέα ενός ανάξιου θανάτου.
κι όταν το ξόδι μου στολίζουν τ’ αρμυρίκια
την πλανεμένη μου ψυχή καθάρια και ανάλαφρη
ένα μαργαριτάρι ν’ ανασύρει από τα φύκια.
Από την
ενότητα «Διαδρομές»
οι καρδιές αναλώνονται απόψε
στο μανουάλι του αινίγματος της πρόθεσης.
κάτι στέρεο ν’ ανατείλει στα μάτια, στα χείλη.
σαν αντένες στη θύελλα
και τα πείσματα τρίζουνε κάτω απ’ το πέλμα
στα τείχη της Τροίας.
Άραγε ξημερώνει ή βραδιάζει;
η αμφιλύκη απ’ τις γρίλιες
μπρος στο ανίδεο πλήθος
αναγγέλλοντας
θάνατο.
Από την
ενότητα «Τα δώρα της Άτης»
Όλη η πόλη κατάμονη.
Δήμητρα Χριστοδούλου
σαν άγριο πουλί που αιφνιδιάστηκε
στη λάμψη της υστεροβουλίας
και της μικρότητάς του
κλέβει τις μέρες μας βαλσαμωμένο
επάνω από την πάχνη των βουνών
στα μεθυσμένα μεσημέρια του χειμώνα
ασφυκτιά μεσήλικας, ασθματικός καιρός.
και να συνάξει πονετικά τη βουβή
μαρμαρωμένη πάχνη επάνω από τη χώρα.
Τότε και ο Αχώρητος του ψηφιδωτού
θα μας παραχωρήσει Πλατυτέρα
που με τα κράσπεδα των ιματίων της
θα σκουπίσει τρυφερά
το δάκρυ του νηστικού παιδιού και του ληστή
τον ένοχο ιδρώτα.
δεν θα μπορέσουν ούτε ο τελώνης ούτε ο γραφιάς
παρά να αιχμαλωτίσουν αμήχανα
όσο που να φυσήξει τη χρυσόσκονη
από το ρούχο της η αιθρία
μικρήν αχτίδα φωτός υπερουσίου
προτού εκείνη φυγαδεύσει τις μέρες μας
κρυφά στο καραβάνι της ερήμου τους.
Από την
ενότητα «Απόλογοι»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου