Με τη σπιρτάδα από άλμη ούτε μια ρώγα σταφυλιού
Που αναφλεγόταν ερήμην μας σε οιωνούς
Ραντίζοντας μ’ άγριο θέρος τις σκιές μας όταν
Η θάλασσα με ομοβροντία κοχυλιών πέταξε
Το μαύρο γάντι στο σεντόνι κι έβαλε τα γέλια έτσι
Όπως μας βρήκε να θωπεύουμε στον ύπνο μας
Τα χείλη μ’ αμβροσία απ’ τον ιδρώτα κάποιου εφιάλτη
Αγκαλιασμένους σ’ αιματοχυσία ρητορείας
Για την αλμύρα στο έγκαυμα και τη συνείδηση
Αλαλάζει ρυθμούς λιγόθυμης μανίας
Ύστερα μέδουσα-ερωμένη
Αγκαλιές με πλοκάμια προτάσσει
Στον έρωτα που χαίνει εγκοσμίως απόκοσμα
Όλα σε μιαν άγνωστη αρχή επανέρχονται
Διασπασμένη σ’ ουσία
Γερμένη αυτάρεσκα
Στο αιέν, στο μηδέν
Το σώμα σουρωτήρι – παραισθήσεις έρωτος εξέχουν χαλαρά, κ’ η γυναίκα συλλέγει απ’ το χώμα φτυμένες συλλαβές· φασκιώνει τις κούφιες κόγχες των ματιών της. Μ’ ένα λαμέ γάντι μπαρκάρει πιρόγες στον ορίζοντα σε πρασινόγλυφο υγρό που ρέει από μια τρύπα.
Ίσως και να μην είναι όμως τρύπα αλλά στόμα ημιθανές και φοβικό, είτε απ’ το πολύ αλκοόλ, το μπούκοβο είτε κι απ’ τα πιράνχας που θρέφει ο άντρας στο στομάχι. «Είσαι μια υδρορροή νοήματος που σ’ έχει, Ευρήθιε, σφραγισμένον!» ψελλίζει η γυναίκα.
Τυφλά ψάρια πλημμυρίζουν το δωμάτιο, χοροπηδούν στις πολυθρόνες· ζητούν από το τσοπανόσκυλο τον Φρέντυ έναν περίπατο στο πάρκο για λίγο οξυγόνο. «Ας μας φορέσει ο σκύλος και λουρί», τα ψάρια λένε, ενώ ο Φρέντυ τούς δένει στον λαιμό ένα σκοινί.
Αυτά εν τη θυσία σπαρταρούν, «δεν μας πειράζει, δεν πειράζει, αρκεί που, Ευρήθιε, θ’ αρχίσεις πλέον να μιλάς, έστω και με τα μάτια, Ευρήθιε, πλέον θα μιλάς!».
Πετάει κι ο Ευρήθιος; Πετάει!
Λούβινγκτον, μαγείρισσα
Θέλω απόψε να υμνήσω, εγώ ο Αλφόνσο,
πεταλωτής και κηπουρός
Από το χώμα νιόβγαλτος ο τέττιξ ενθυμούμαι
Στα ενενήντα χρόνια μου φτασμένος –
Όταν απ’ τον πόθο μου Κανένας
Έσκαβα με τα δόντια σ’ όλο το σώμα σου οπές
Ψάχνοντας νά βρω τ’ όνομά μου:
Ουλή αστεριού στα στέγαστρα της γλώσσας
Λάμδα ρηχό στον ουρανίσκο η θηλή σου
Ζελέ ανθοδέσμης κοραλλιών η τροφαντή κοιλιά σου
Έσπερνε δίνη λιγοθυμιάς στον ουρανό της κλίνης
Οι κρεμαστοί του κήποι μάς νυμφεύανε
Με τις ολόλευκες γάζες των σαβάνων
Τα σκέλια σου ανάδιναν κανέλα και μαύρο γιασεμί
Στη μύτη μου γλυκόπιοτο μοσχάτο τα υγρά σου
Η Χούλια στα τουρλωτά σου αλαφροπατούσε πισινά
Γλύκαινε με τη γλώσσα τις πληγές μας
Γάτα κι απάνεμη κομπρέσα από αιθάλη
Abdomen, dominus et deus
Με όλα τ’ αλληλούια αναμμένα
Κυλιόμουν πάνω κάτω στους γλουτούς σου
Για να ροδίσω, τσούχτρα μου, τον ίκτερο του νόστου
Σε ολονυχτία αναδάσωσης
Ξέπλενες στάχτες, τέρατα μύθων πλαστουργούσες
Σε ρίζα δέντρου κείμενο μεσίστιο εγώ
Στ’ απόκρυφά σου αναθάρρευα ο Κανένας –
Με ψίχα στα δόντια από καρύδι και άρωμα μαστίχας
Adieu, Δόνα Φερνέζα Λούβινγκτον!
Σε στάζω ακόμη Και εκπνέω με το όνομα Αλφόνσο
Ήμαστε οικολόγοι με πνεύμα φειδωλό, κι ένεκα ψυχικής τελείωσης
και παραδείσιας λαχτάρας δεν επιβαρύναμε ποσώς τα κρατικά νοσοκομεία πάνω στην
ανάγκη
Όλα υπήρξαν μπαλώματα οικοτεχνίας στο σαλόνι από μπομπίνες στα
χρώματα της ίριδας, κάθε σαιζόν φορούσαμε στα τραύματα τις μόδες
Οι ειδικοί μάς θεωρούσαν υγιείς ένεκα των χρωμάτων πασαρέλας,
κι όσες φορές προστρέξαμε σε πανικό, μας δείξανε την πύλη άρον άρον, άρετε τον κράββατον,
μην απασχολείτε τον διάδρομο
Αναζητούσαμε έναν χώρο θαλπωρής με άρωμα φορμόλης, έξω βρομούσε
ο χρόνος στα σκουπίδια, όμως εμείς, πασάδες με ναργιλέδες στα Επείγοντα, άρον
άρετε τον κράββατον σας άρον άρον
Ήταν τα ξημερώματα όμως που δίναμε τόπο στην οργή και στο
οδόστρωμα, όταν μας άπλωναν κομπρέσα ένα χάδι μ’ ένα γάντι, μια φλούδα από πορτοκάλι,
μια μπότα, μια κόρνα, μια ρόδα από καουτσούκ, ένα τσουρέκι με λιωμένη σοκολάτα
Γλειφόταν η σελήνη φθονερή και παχουλή, εμείς παίρναμε δρόμο
αφήναμε πληγές, νομοταγείς εν τέλει υπήρξαμε, μια κι άρρωστοι αποθέσαμε στους ώμους
επανάσταση
Μ’ ένα ασθενοφόρο περιφέραμε στην πόλη τον όγκο της υγείας,
και στρίγκλιζαν σειρήνες
Κόσμος πολύς που ξύπναγε μάς έραινε ξινίλα, άρετε την αρά σας
άρον άρον, ξερνούσε τα ρο και τις ρωγμές του απ’ τα μπαλκόνια, ροδοπέταλα
Μια νύχτα από τις τόσες, κάποιοι άνοιξαν τις πόρτες του
οχήματος, έδεσαν το φορείο πίσω μ’ αλυσίδες, σαβανωμένο μ’ άμφια λευκά σερνόταν
στην πίσσα και στα λάδια της ασφάλτου
Εμάς βούλες στο μπλε του κοβαλτίου μάς γυάλιζε η σελήνη σε τζαμαρίες μαγαζιών, με την ταχύτητα φωτός τρέχαμε ανέμελοι στα έκθαμβα μάτια των ανθρώπων, μας παίρνανε για θαύμα, άλλοι για ζωγραφιές του Francis Bacon
Αλλά
η σελήνη, πιο σοφή, απηύδησε απ’ τις τόσες παραισθήσεις, ώσπου ανακάθισε στα
βλέφαρα πηχτή, κι έληξε η τραγωδία της φενάκης
Οι άνθρωποι, τυφλοί απ’ το πολύ το φως, σ’ εμβρυακή κατάσταση
αλυχτούσαν απειλές, επαναστάσεις, προσευχές, όλη τη νύχτα
Εμείς σταθμεύσαμε, πήραμε παγωτό, αφήσαμε το ασθενοφόρο μονάχο
στον κατήφορο, καθότι έχουμε εμπειρία στους στήμονες της μοίρας
Γυρίσαμε σπίτι με τα πόδια, όχημα εκλάπη, αναφέρθηκε στα νέα,
σειρήνες διέσχισαν την πόλη, ενδιαμέσως διαφημίσεις, τρελοί διέσχισαν την πόλη,
και τελεία
Νιώθαμε άτοποι και άκρως υγιείς και άτρωτοι και ανοιχτοί,
εφηύραμε χαμογελώντας τον χώρο μας, το υ στα δόντια του Ρουμύ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου