απ’ το πρωί χαίρομαι ένα φίδι τυλιγμένο στο λαιμό μου
πορφυρά λουλούδια τα μάγουλα της μάντισσας
όταν ανασηκώνει της μοίρας το φουστάνι
κάτι θα φυτρώσει απ’ αυτή τη χαρά
ένα νέο δέντρο χωρίς ανθούς
ή ένα αγνό νέο βλέφαρο
ή ένας λατρεμένος λόγος
που να μη φίλησε στο στόμα τη λησμονιά
έξω με περιμένουν αφάνταστοι φίλοι
σηκώσανε ψηλά στριφογυρίζουνε μια χαραυγή
τι κούραση τι κούραση
κίτρινο φόρεμα − κεντημένος ένας αετός −
πράσινος παπαγάλος − κλείνω τα μάτια − κράζει
πάντα πάντα πάντα
η ορχήστρα παίζει κίβδηλους σκοπούς
τι μάτια παθιασμένα τι γυναίκες
τι έρωτες τι φωνές τι έρωτες
φίλε αγάπη αίμα φίλε
φίλε δώσ’ μου το χέρι σου τι κρύο
δεν ξέρω πια την ώρα που πεθάναν όλοι
κι έμεινα μ’ έναν ακρωτηριασμένο φίλο
και μ’ ένα ματωμένο κλαδάκι συντροφιά
όλη τη νύχτα με τα δέντρα με τα σύννεφα αγαπιόταν
Τ’ άλλο πρωί
γεμίσανε σπυριά τα πρόσωπα στ’ αγάλματα
γύρω τους στήσανε χορό κοπέλες οργισμένες
και τραγουδήσαν με μάτια κουρασμένα άλλους ουρανούς
πήραν στα χέρια τα νήπια του κόσμου
στις αυγινές παλάμες κρατούν δροσοσταλίδες
αχνίζει ένα φως θαλασσί
πλατύ χέρι στην καρδιά
βήματα ερειπωμένα
τρεις εραστές διαβαίνουν απ’ τα χέρια πιασμένοι
ο πρώτος
τα μεσάνυχτα προσεύχεται κάτω απ’ το δέντρο
να κατέβει η αγάπη πιασμένη απ’ τα φύλλα
να κοπάσει η πλημμύρα των φύλλων που λιώνουν
τα δάκρυά του στο χώμα τα πίνει ένας σκύλος
η αγάπη στα κλαδιά τον πετροβολάει
το δέντρο ουρλιάζει ο αγέρας ο σκύλος
ο δεύτερος
ο τρελός την επήρε τραγούδι
βρέχει ο ουρανός λουλούδια νομίσματα
αντηχούνε οι δρόμοι τ’ ολέθριο βιολί
της αγάπης το τραγούδι το ’χουν μάθει τώρα όλοι
με χείλια σμιχτά μελανά το σφυρίζουν
μόνο αυτός δεν το ξέρει
ο τρίτος
την κατευόδωσε στις τρεις θάλασσες
τώρα έγινε πάλι παιδί
σιάχνει πύργους με άμμο
και μαζεύει χαλίκια κοχύλια
και προσμένει να γυρίσει ξανά
το καράβι η αγάπη
ένα βιολί σιμά στ’ αφτί θαν τους τρελάνει
κι ο καπετάνιος παίζει στο βυθό με τα κοράλλια
παίρνει όμως ένα χρωματιστό γυαλί και τραγουδάει
− Σε φωνάζω όχι μέσα από τ’ όνειρο
αλλά μέσα από τα συντρίμμια των πολύχρωμων αυτών γυαλιών
τώρα ναι με φοβίζει αληθινά το πρόσωπό σου
όσο και να τα ταιριάζω τα σπασμένα αυτά γυαλιά
δε μπορώ πια να σ’ αντικρίσω ολάκερο
κάποτε φτιάχνω μόνο το κεφάλι σου
ανάμεσα σε χίλια άλλα άγρια κεφάλια
που μ’ αποξενώνουν
άλλοτε μοναχά τ’ αγαπημένο σώμα σου
ανάμεσα σε χίλια άλλα κορμιά ακρωτηριασμένα
άλλοτε πάλι μοναχά το ευλογημένο χέρι σου
ανάμεσα σε χίλια άλλα χέρια τεντωμένα
που παιδεύουν τα πόδια μου κάτω απ’ τα φουστάνια μου
μου δένουν τα μάτια με τα μαύρα μαντίλια τους
με προστάζουν να περπατήσω να μη γυρίσω πίσω
το κεφάλι μου
να δω τα μάτια σου να θρυμματίζονται
κρατώντας ένα μήλο στο δεξί της χέρι τ’ άλλο χαϊδεύοντας τη θάλασσα
ξεδιπλώνει ξάφνου τα ωραία μάτια της
είναι μονάχα μια πνοή ένας βρόντος κανονιού
είναι ο ποδηλατιστής η αγαπημένη του κι η ανθοδέσμη
είναι ο βόγκος της καρδιάς καπνός των ορυχείων
το μίσος τα κορμιά που σμίγουνε με λύσσα και βυθίζονται
είναι ένα τρομερό φιλί στα σύνορα της ηδονής
που βρίσκονται σπαρμένοι μες στις παπαρούνες πέντε θάνατοι
είναι η σκιά τ’ αγαπημένου της που πέρασε
Από τη συλλογή «Η λησμονημένη» (1945).
Πηγή: η συγκεντρωτική έκδοση «Μίλτος Σαχτούρης - Ποιήματα (1945-1998)»,
εκδ. Κέδρος, 2014.
Στην εικόνα, έργο του ζωγράφου Ιορδάνη Γιαβουρίδη (λάδι σε καμβά).
Πηγή: η συγκεντρωτική έκδοση «Μίλτος Σαχτούρης - Ποιήματα (1945-1998)»,
εκδ. Κέδρος, 2014.
Στην εικόνα, έργο του ζωγράφου Ιορδάνη Γιαβουρίδη (λάδι σε καμβά).
Πηγή για την εικόνα: in.gr.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου