με τη μεζούρα του ράφτη πια τον χρόνο.
Καιρό τώρα τα δευτερόλεπτα απιστούν
καταβροχθίζουν στα γρανάζια τους
πτηνά, πλεούμενα και δεσποινίδες εποχής
που αργοπορούν αφηρημένες
κι ας μειδιούν με νόημα στον θυρωρό των ημερών.
Δεν ξεγελιέται, γυρεύει φιλοδώρημα.
Βιάζεται η υδρόγειος
κι είναι κλειστό απόψε το μουσείο
− η σκόνη κι ο συναγερμός
φρουρούν τα αρχαία νομίσματα −, δεν προλαβαίνει.
Η μόνη οικονομία της λίγη χρυσή κλωστή
απ’ τη θητεία στον λαβύρινθο.
Είναι αρκετή να εξαγοράσει τη διάρκεια;
− δέκα και δέκα ακριβώς −
η σταματημένη στιγμή της κοιμωμένης χώρας.
Όλα αρρωσταίνουν βήχοντας.
Τελειώνει ο χρόνος των μορφών.
Το χρέος δεν θα μου χαριστεί.
Εξάπαντος, λίγη λεβάντα.
μόλις αντιληφθεί πως τον κοιτάζω.
Αναπολεί το τελετουργικό των χεριών σου
όταν πέτρα την πέτρα έγραφαν
την αόρατη πραγματεία της ευγένειας.
Η οσμή του πράσινου εξέρχεται δοξαστική
ανεβαίνει και διασκορπίζεται σαν στοχασμός
της ελιάς, της ροδιάς, της λεμονιάς
του έλατου, της λεβάντας.
Το νεύμα των θαλασσινών τόπων με προσπερνά.
Επωάζομαι γυάλινη
σαν έρημος πάλλουσα μα υποφωτισμένη.
Τόσες μετατοπίσεις σε μια μικρή ανάπαυλα
τόση ανθοφορία αδικαίωτη.
Τα σαλιγκάρια διασχίζουν ήσυχα την υγρασία του χόρτου
θα συναντήσουν σε λίγο τα βιαστικά μυρμήγκια
και την υπόγεια γλώσσα της αυτοσυντήρησης
τα έντομα θα διασταυρωθούν άστεγα
με το αιχμηρό μας σύμπαν
κι εμένα κάποτε, μια μέρα που δεν θα το περιμένω
μια ώρα του κήπου αδιάφορη
κάποιος θα προσπαθήσει
να με ελευθερώσει.
Στο πέρας της λεωφόρου των Εξοχών
ανάμεσα σε προξενεία και επαύλεις
φάντασμα αλευρωμένο
σε καμινάδα μπαινοβγαίνει που καπνίζει
ακούει για άρτων πολλαπλασιασμούς και μειδιά.
«Και έφαγον πάντες και εχορτάσθησαν
και ήραν το περισσεύον των κλασμάτων
δώδεκα κοφίνους πλήρεις…»
Όμως εκείνο επιμένει
πως άλλο θαύμα καθημερινό διακινεί
να ψυχωθεί ό,τι τινάζεται από το σώμα του ύπνου
ακμαίο να παραδοθεί στην ανθρωποθυσία.
[Σκιά είναι κι ας φαντάζεται
σκιά είναι κι ας λέει…]
Κάλλας, Ανθέων, Λασκαράτου
κουφάρι παλατιού
δαγκώνει το νερό δυο πυρκαγιών
κρότους σταρένιου σκοταδιού ελευθερώνει
αλέθει τη σκόνη των παλιών βηματισμών
δεν ησυχάζει.
Κι αν κηρυχτώ σε αφάνεια
η πείνα δεν θα κηρυχθεί.
σπασμένα τζάμια
και αναπνοές
δεν τεμαχίζονται οι αντηχήσεις.
ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ
μεσ’ στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου.
τα βάραθρα σκεπάστηκαν, οι συμπληγάδες κλείσαν
κι ό,τι αρχινά δεν σταματά ούτε καταλαγιάζει
μόνο βλασταίνει αναπνοές, φεγγοβολά τον όρθρο
στ’ απέραντα, στ’ ακλείδωτα, στα δίκαια μοιρασμένα.
το μίσος ξεκληρίστηκε, στις φλέβες μένει το αίμα
και οι στιγμές που χάσαμε άξαφνα επιστρέφουν
μες στο πραιτόριο των ωρών δηλώνουν μεταμέλεια
γιατί έχει μνήμη ο στεναγμός, κρατά αρχεία ο πόνος
μπορεί να υποκρίνεται μα δεν αποξεχνιέται.
γυρεύει ένα κατάλυμα για λίγο ν’ απαγκιάσει
δήθεν να παρηγορηθεί, κάπως να ευθυμήσει
μα της ψυχής η στέρηση ποτέ δεν ξεγελιέται.
σηκώνεται αξημέρωτα και σαν παιδί φωνάζει
− λύκος που κλαίει στη σιωπή, σκυλί που αλυχτάει −
για να κυκλώσει η θάλασσα το άνυδρο τοπίο.
πίδακες και μικροί λυγμοί δανείζουν τα νερά τους
μικρές εκρήξεις θυμαριού θαρρείς συγγνώμη λένε
για την παράταση ερημιάς, το τραύλισμα στις νότες
για την ποινή που εξέτιαν οι ομοιοκαταληξίες.
− εκείνος που διανύθηκε κι αυτός που απομένει −
«παρακαλώ σε, σταυραητέ, για χαμηλώσου ολίγο
και δώσ᾿ μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου»
τα τάματα των ποιητών σκουριάζουν στα βιβλία
μαθαίνω ακροβατικά, πρόσεξε μη με ρίξεις.
τόσο χειρότερα για σένα
γιατί η ποίηση είναι κατακλυσμός
− δεν είναι κιβωτός, καλέ μου Νώε −
ένα ασημένιο κουταλάκι να μεταλάβεις
όσα αντέχουν στη φωτιά.
Δεν εξαιρείσαι απ’ τις κακές ειδήσεις
όσο κι αν τις προβλέψεις.
Μάχη χερσαία χωρίς τη συγκατάθεσή σου
κι άντε να προσδιοριστείς μέχρι τη δύση του ηλίου
ν’ ακινητοποιήσεις τις νευρώσεις
να καταλάβεις την υπόθεση
από ένα δυο πλάνα μόνο
κλεφτά απ’ την ταράτσα
− πιο πολλά ξέρει το αγιόκλημα
στα θερινά σινεμά −
μα ο χειμώνας των λέξεων
ένας κατήφορος δύσβατος.
δήθεν για να σε σώσουν
και προσποιούνται τα δέντρα και τον ίσκιο τους
λάμπες θυέλλης και ζουμερά πορτοκάλια
αχ, πόσο δι’ ασήμαντον αφορμήν
τραβούν την κλωστίτσα απ’ τα λόγια σου
σε ξεγυμνώνουν
κι είναι κατάμεστη η πλατεία
από καρναβαλιστές και άρματα
κι εσύ πεταλούδα που καίγεται
κάτω απ’ τους προβολείς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου