Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2022

Ολυμπία Τσικαρδάνη, "Οδύνη και φως"




ΟΔΥΝΗ ΚΑΙ ΦΩΣ

                                                                     Πώς να επιστρέψει ο καιρός τη λίγη ευτυχία
                                                                     που καίγεται στο γύρισμα του δρόμου;
                                                                     Πώς να ανασάνει η ιστορία των αθώων;
                                                                     Κανείς δεν τους θυμάται.


    Νύχτωσε από νωρίς στην έρημη από φωνές φτωχή γειτονιά της μικρής κωμόπολης της Μακεδονίας. Το φεγγάρι αγέμιστο τρέχει στον ουράνιο θόλο και ασημίζει την πλάση. Κάπου κάπου ακούγεται ένα αλύχτισμα σκύλου ή ο παγωμένος αέρας που φυσάει ανενόχλητος μες τα στενά. Χειμώνας ακόμα. Μάρτης του ’43. Οι ανήλιαγες ρεματιές των Πιερίων είναι ακόμη καλυμμένες με χιόνι. Μια παράξενη σιωπή αναμονής απλώνεται πάνω από τα χαμηλά πέτρινα σπίτια των Σερβίων με τις εσωτερικές αυλές που είναι κλεισμένες σε τειχάκια από ξερολιθιές.
    Ξάφνου, ήχοι καμπάνας που χτυπούν επίμονα, σχεδόν θυμωμένα σκίζουν τη σκοτεινή σιωπή. Ο μπαρμπα Στεφανής, ένας ξερακιανός δουλεμένος σαραντάρης με σκαμμένο από τις μπόρες πρόσωπο πετιέται μέσα στον ύπνο του τρομαγμένος και αφουγκράζεται για λίγο την αλύπητη βοή.
    Ντάν ντάν ντάν, σαν απρόσμενος συναγερμός.
    Σκουντάει ελαφρά τη γυναίκα του, την Αννιώ, που κοιμάται ήσυχα στο παλιό σιδερένιο κρεβάτι δίπλα στο παραθύρι. Στο μαγκάλι τα κάρβουνα που ζέσταιναν κάπως το μικρό δωμάτιο έχουν σβήσει από ώρα.
    - Αννιώ, Αννιώ ,ξύπνα! Σήκω κυρά μου, δεν ακούς;
    Η Αννιώ, μια γυναίκα κοντά στα τριάντα τρία με λεπτά χαρακτηριστικά άνοιξε τα όμορφα πράσινα μάτια της και κοίταξε ερωτηματικά το Στεφανή. Γύρισε πάνω στο κρεβάτι για να σηκωθεί μα το κορμί της την άκουγε με δυσκολία και κάτω απ’ τις βελέντζες ξεχώρισε η μεγάλη κοιλιά της. Έγκυος, σχεδόν στις μέρες της, κουραζόταν εύκολα καθώς τα πρησμένα της πόδια πάλευαν ολημερίς με το μόχθο της αγροτικής τους ζωής και με τη φροντίδα τεσσάρων ήδη παιδιών. Έδειχνε μεγαλύτερη από την ηλικία της, όπως όλες οι γυναίκες της εποχής στην επαρχία και αρκετά κουρασμένη, μα ήταν γερή, υπομονετική και μαθημένη στις κακουχίες. Προσφυγοπούλα από την Αρτάκι είχε έρθει το ’22, μόλις δώδεκα χρονών, ορφανή από γονείς και την είχε περιμαζέψει μια αδερφή της παντρεμένη για να τη βοηθάει στις δουλειές, μέχρι που την είδε ο Στεφανής στα δεκάξι της και τη ζήτησε σε γάμο. Κανείς δεν τη ρώτησε αν τον ήθελε. Ούτε κι εκείνη έφερε αντίρρηση. Γιατί να αντιδράσει; Αυτή ήταν η μοίρα των φτωχών κοριτσιών στην Ελλάδα του τριάντα. Ιδιαίτερα των φτωχών προσφύγων. Ευγνωμονούσε την καλή της τύχη γιατί ο Στεφανής την αγάπησε, κι ήταν καλός και ευγενικός μαζί της. Μαζί μεγάλωσαν, μαζί κατάλαβαν τον εαυτό τους και τον κόσμο…
    Είχε χάσει στα νιάτα του το ένα του μάτι, σε συμπλοκή με τους Τσέτες στη Μικρά Ασία, μα η Αννιώ το είχε συνηθίσει και δεν την πείραζε πια. Μόνο αν καμιά φορά κάποιος άξεστος χωριάτης τον φώναζε “Γκαβοστεφανή” ένιωθε σα να της έμπηγαν μαχαίρι σε μια ανοιχτή πληγή. Τότε, κοίταζε τα παιδιά της που ήταν γερά και όμορφα και σήκωνε ψηλά το κεφάλι. Η ομορφιά της κι η περηφάνια της είχαν κερδίσει για πάντα την καρδιά του Στεφανή και η γειτονιά είχε να λέει για την ομορφιά των παιδιών της. Η Τζιβαέρη ήταν κοπέλα πια στα δεκαεπτά, η Σέβω στα δεκατρία, η Φρόσω στα δέκα κι ο Γιώργης της στα επτά. Είχαν ένα φτωχόσπιτο, λίγα ζωντανά και δυο χωράφια απ’τον κλήρο για να παλέψουν. Τί άλλο ήθελε απ’ τη ζωή; Τους ένωσε η κοινή μοίρα.
    Παιδί προσφύγων και κείνος, είχε έρθει είκοσι ετών με ένα καραβάνι απελπισμένων από τα Χουχλιά της Μικράς Ασίας μαζί με τη μάνα του και μια τυφλή αδερφή, τη Βασιλική, και ξεκίνησαν από το μηδέν τον αγώνα τους για επιβίωση στα Σέρβια με διπλωμένες ψυχές και οδυνηρές αναμνήσεις... Ας είναι καλά η Αννιώ! Μαζί της μέρεψε και γλυκάθηκε λίγο η ζωή. Όταν γύριζε κατάκοπος από το όργωμα ή το θέρο στο σπίτι κι έβλεπε το πράσινο των ματιών της κι άκουγε το γέλιο των παιδιών του, ένιωθε να τον πλημμυρίζει μια πρωτόγνωρη γαλήνη, μια απλόχερη χαρά…
    Μα εκεί που νόμισαν πως η ζωή άρχισε σιγά σιγά να παίρνει το δρόμο της, ήρθε ο Απρίλης του ’41 και μπήκαν στη νέα τους πατρίδα οι Γερμανοί. Δυο χρόνια τώρα υπέφεραν από το φόβο, την αδικία και την ανέχεια. Μάζεψαν πάλι οι ψυχές των ανθρώπων, καμπούριασαν οι ώμοι, σκύψανε τα κεφάλια, καθώς ήταν αναγκασμένοι να ζουν  στο ζοφερό σκοτάδι της κατοχής, στον ίσκιο μιας εποχής θανάσιμα λαβωμένης...
    Ο Στεφανής κοίταξε την αγουροξυπνημένη γυναίκα του με κάποια τρυφερότητα καθώς σκεφτόταν πως δεν ήταν παιδούλα πια και η τελευταία εγκυμοσύνη της  την είχε κουράσει  περισσότερο απ’ τις άλλες. Στο μέτωπό του χαράχτηκε μια αδιόρατη ανησυχία και ένα δυσοίωνο προαίσθημα τον έκανε να σηκωθεί και να φορέσει πάνω απ’ τη μάλλινη σκελέα το πολυκαιρισμένο παντελόνι.
    - Τί συμβαίνει Στεφανή; Γιατί χτυπούνε τέτοια ώρα οι καμπάνες;
    - Πάω όξω να μάθω...Ακούω φωνές, για καλό δε θά ’ναι.
     Ο Στεφανής βγήκε στο στενό δρομάκι. Στα σπίτια είχαν ανάψει τα λαμπογιάλια και η γειτονιά ξυπνούσε βίαια. Μια γειτόνισσά του η Μαριγώ έσκουζε στο απέναντι σπίτι και καθώς ο Στεφανής πλησίασε βγήκε αλαφιασμένος ο άντρας της ο Πάνος και μόλις τον είδε του είπε:
    - Στεφανή, έρχονται οι Ιταλοί προς τα Σέρβια! Οι αντάρτες τους κρατούν στην Ελασσόνα μα δε θα αντέξουν για πολύ! Έστειλαν σήμα με μια δεκαρχία να φύγουμε ως το πρωί, να αδειάσουμε τα σπίτια... Τώρα πέρασαν από δω. Φοβούνται για αντίποινα επειδή οι αντάρτες έκαψαν τη γέφυρα το Φλεβάρη... Πρέπει να φύγουμε όλοι! Κάντε γλήγορα!
    “Αντίποινα!!!” Στο άκουσμα της λέξης πάγωσε το αίμα στις φλέβες του και τα πόδια του έμειναν καρφωμένα στη γη. Για μερικά δευτερόλεπτα δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη! Στο νου του ήρθαν εικόνες κρεμασμένων στα δέντρα συμπατριωτών του και ομαδικών εκτελέσεων. Ήξερε καλά τι σημαίνουν τα αντίποινα σε τούτο τον πόλεμο... Έναν δικό τους έχαναν οι Γερμανοί, δέκα σκότωναν! Και τώρα που τους απόκοψαν την πρόσβαση με την καταστροφή της γέφυρας... ποιός ξέρει τι ετοίμαζαν πάλι! Κάλεσαν και για ενίσχυση τους Ιταλούς...
    - Φτουου! Αναθεματισμένοι! Φώναξε, που κακό χρονο να ’χετε! Άιντε πάλι να ξεσπιτωθούμε κυνηγημένοι. Πού να πάω μ’ ολάκερη φαμελιά; πού θα πάμε τόσοι άνθρωποι;
    Κοίταξε ένα γύρο τη γειτονιά που ήταν ανάστατη και αφουγκράστηκε το υπόκωφο βουητό των τρομαγμένων ανθρώπων που προσπαθούσαν να μαζέψουν ό,τι μπορούν ή να κρύψουν τα υπάρχοντά τους. Κάποιοι άρχισαν να σκάβουν στις αυλές μικρούς λάκκους για να θάψουν σιτάρι, προίκες και μικροαντικείμενα πολύτιμα γι’ αυτούς. Συνήλθε απότομα από το σοκ και βιάστηκε να μπει στο σπίτι για να ετοιμάσει την επώδυνη διαφυγή. Επτά ψυχές έπρεπε να προστατέψει! Μια γριά μάνα που έτρεμε, μια ετοιμόγεννη γυναίκα, μια αδερφή που δεν έβλεπε και τρεις κόρες, ενώ ο μόνος άντρας εκτός απ’ αυτόν, ο Γιώργης, ήταν μόλις επτά ετών! Κάρο και άλογο δεν είχε, τα είχαν επιτάξει οι Γερμανοί. Ένα γαϊδουράκι μονάχα του έμεινε, τα δυο του χέρια και μια δαρμένη ψυχή. Μ’ αυτά θα πάλευε! Μόνο να σωθούν...
    - Γυναίκες, είπε μόλις μπήκε, ντυθείτε καλά και μάστε όσα μπορείτε. Έρχονται οι άτιμοι να μας σκοτώσουν. Πάω να ετοιμάσω το ζώο για να φορτώσουμε. Ξυπνάτε τα παιδιά! Κάντε γρήγορα!
    Μέρες τώρα ήταν όλοι ανήσυχοι γιατί ήξεραν αφότου έκαψαν οι αντάρτες την ξύλινη γέφυρα του Αλιάκμονα ότι ήταν θέμα χρόνου η εκδίκηση των κατακτητών. Αλίμονο! Θα την πλήρωνε πάλι, όπως πάντα, ο άμαχος πληθυσμός...
    Οι γυναίκες άρχισαν έντρομες να μαζεύουν τα απαραίτητα και να βοηθούν τα μικρότερα παιδιά να ντυθούν. Οι μεγάλες, σα να το έκαναν αυτό κάθε μέρα βοηθούσαν με θαυμαστή ψυχραιμία. Η Φρόσω γκρίνιαζε γιατί την ξύπνησαν, κι ο Γιώργης άφησε τη θειά του τη Βασιλική να τον ντύσει. Ξαφνικά το χαμηλό φτωχικό σπιτάκι τους έπνιγε. Χάθηκε η θαλπωρή των οικείων πραγμάτων. Ο φόβος μήπως δεν προλάβουν να διαφύγουν, τους έκανε να βιαστούν. Η Αννιώ κοίταξε την κοιλιά της και σύγκρυο διαπέρασε το ταλαιπωρημένο της κορμί καθώς το ένστικτο της επιβίωσης κινητοποίησε μέσα της φόβους κρυμμένους στα βάθη του μυαλού. Τι θα έκανε με ένα μωρό στην αγκαλιά μέσα στη δίνη του πολέμου; Που θα πήγαινε να γεννήσει χωρίς σπίτι, χωρίς φωλιά;
    - Θεέ μου, γιατί να γεννηθεί κι αυτό; Ψιθύρισε.
    Πώς θα κατάφερνε να ακολουθήσει τους άλλους; Κι αν τους καθυστερούσε;
    Η Βασιλική την ένιωθε με τα μάτια της ψυχής της και ανησυχούσε πιότερο γι’ αυτήν παρά για τον αδερφό της. Χρόνια τώρα μαζί της, την αγάπησε αληθινά τη νύφη της και προσπαθούσε να ξεπληρώσει το βάρος της παρουσίας της, βοηθώντας στις δουλειές του σπιτιού και στο μεγάλωμα των παιδιών. Έγινε η δεύτερη μάνα τους. Αφού έντυσε το Γιώργη, έδωσε στα κορίτσια να φορέσουν διπλά ρούχα, έριξαν από πάνω τα τριμμένα πανωφόρια, έβαλε σκουφιά στα μικρά για το πρωινό αγιάζι και έπειτα ντύθηκε κι αυτή. Η Αννιώ με την πεθερά της πήραν για τον καθένα από μια κουβέρτα, κιλίμια φτιαγμένα στον αργαλειό απ’ τα κορίτσια και τα λιγοστά τους ρούχα με καναδυό αλλαξιές και τα έκαναν μπόγους που θα τους έπαιρναν στην πλάτη. Αυτά ήταν όλο τους το έχει. Η Αννιώ κοίταξε μελαγχολικά το μπαούλο με την προίκα των κοριτσιών και καταλάβαινε πως ήταν αδύνατο να το πάρουν χωρίς το κάρο. Μέσα της έκλαιγε στη σκέψη πως ίσως τα κορίτσια της να μη ζούσαν για να προλάβουν να παντρευτούν, κι αν ζούσαν ίσως να μην παντρεύονταν αν δεν είχαν προίκα..
    - Γιώργη, είπε στον μικρό, πάνε φώναξε τον πατέρα σου να με βοηθήσει με τούτο. Νά ’ρθει να το βάλουμε στο κατώι, μπας και σωθεί.
    Όταν τέλειωσε και μ’ αυτό, έβαλε τα πιο ζεστά της ρούχα, φόρεσε τη μαντίλα της και πήρε στην πλάτη της ένα μικρό μπόγο με τα μωρόπανα που είχε ετοιμάσει για το λεχούδι. Τελευταία ξεκρέμασε τα στέφανα που κρέμονταν πάνω από το κρεβάτι της και έριξε τη ματιά της γύρω στο σπίτι. Βγαίνοντας, ένας πόνος βαθύς, θαμμένος απ’ το παρελθόν βαθειά μέσα της, της έσκισε την καρδιά στη σκέψη πως είναι η δεύτερη φορά στη ζωή της που εγκαταλείπει το σπίτι της και φεύγει κυνηγημένη χωρίς να έχει φταίξει σε τίποτα. Ποτέ της δεν έβλαψε άνθρωπο... Το μόνο που ήξερε ήταν να χαρίζει απλόχερα τη ζωή...
    Ο Στεφανής φόρτωσε στο γέρικο γαϊδουράκι δυο σακιά αλεύρι, έβαλε στο σαμάρι και τη γριά μάνα του, φόρεσε την κάπα του από μαλλί που του χρησίμευε και σαν κουβέρτα και φορτώθηκε τα ταγάρια με το ψωμί και τα τρόφιμα για το δρόμο. Οι γυναίκες ζαλικώθηκαν στην πλάτη τους μπόγους, η Σέβω κράτησε τη Βασιλική για να βλέπει με τα μάτια της κι η Αννιώ πήρε από το χέρι τα μικρά που έσερναν δεμένες, μια κατσίκα και δυο κότες για να έχουν τουλάχιστο λίγο γάλα και κανένα αυγό.
    Έτσι, η Αννιώ κι ο Στεφανής ξεκίνησαν ξανά έναν άνισο αγώνα με το χρόνο, το κρύο και τις αντοχές τους κουβαλώντας ετούτη την πονεμένη οικογένεια στο δρόμο για το πεπρωμένο της...
    Η νύχτα είχε ακόμη βαθύ σκοτάδι όταν ξεκίνησαν την απελπισμένη πορεία της φυγής προς το βουνό. Ενώθηκαν με άλλες οικογένειες και προχωρούσαν όλοι μαζί προς τα ανατολικά. Γυναικόπαιδα και ζωντανά βάδιζαν με τα πόδια προς κάθε κατεύθυνση. Ανηφόριζαν σε μεγάλες ομάδες προς το Παλιογράτσανο, το Ματσκοχώρι, το Καταφύγι ή προς την Καστανιά. Άλλοι έφυγαν προς τα Ίμερα, το Βελβεντό ή το Ρύμνιο. Φωνές παιδιών και μωρά που κλαίνε δημιουργούσαν ένα παράξενο σύννεφο ήχων που ακολουθούσε το ανθρωπομάνι. Οι καμπάνες έπαψαν κάποια στιγμή να χτυπούν, σημάδι πως έφευγαν από τα Σέρβια κι οι τελευταίοι. Η σιωπή που ακολούθησε ήταν εκκωφαντική και απλώθηκε σαν αόρατη απειλή που δυνάμωνε το φόβο.
    Πίσω στα Σέρβια ομάδες ανταρτών γύριζαν στα στενοσόκακα και μπαινόβγαιναν στα σπίτια για να πείσουν εκείνους που δεν ήθελαν να τα εγκαταλείψουν. Σε κάποια από αυτά έβρισκαν γέρους κατάκοιτους, ανήμπορους που δεν μπόρεσαν να φύγουν. Αυτοί έμειναν πίσω. Ποιός θα τους κουβαλούσε; Τέτοιες ώρες προέχει η σωτηρία των νεότερων. Κάποιους που μπορούσαν έστω να σηκωθούν τους κουβαλούσαν τα παιδιά τους στην πλάτη.
    Η οικογένεια του Στεφανή ακολούθησε όσους τράβηξαν για την περιοχή Μύγα, μέσα από υγρά και δύσβατα μονοπάτια ανάμεσα σε καστανιές και οξιές. Έπρεπε να βαδίσουν μόνο κατά τη διάρκεια της νύχτας και με το ξημέρωμα να μην βγουν σε ξέφωτα, για να μην είναι ορατοί από μακριά. Έτσι έφτασαν τα ξημερώματα στου παπά το λάκκο, σε μια τοποθεσία δασωμένη μέσα σε μια χαράδρα του βουνού με τρεχούμενα νερά από φρέσκο απάτητο χιόνι. Οι περισσότερες οικογένειες έψαξαν να βρουν μέρη απάνεμα ή καμιά σπηλιά για να προστατευτούν από το κρύο.
    - Εδώ θα ξεκουραστούμε, είπε ο Στεφανής στη φαμελιά του και τράβηξε σε μια άκρη το γαϊδουράκι με την ταλαίπωρη μάνα. Οι μεγαλύτερες κόρες του βοήθησαν τη γιαγιά τους να ξεπεζέψει και έστρωσαν λίγα κλαδιά και φύλλα κάτω στο υγρό χώμα για να απλώσουν μια κουβέρτα να καθίσουν. Το ψιλόβροχο και ο παγωμένος αέρας τους ανάγκασε να μαζευτούν όλοι κοντά για να ζεσταθούν. Η Αννιώ που άντεξε την ταλαιπωρία της ανάβασης ένιωθε κατάκοπη. Κοίταξε στα μάτια το Στεφανή με νόημα σα να του έλεγε:
    - Πόσο θα αντέξουμε;
    - Τζιβαέρη ,είπε τότε εκείνος στην πρωτότοκη κόρη του, δώσε μας νερό και βγάλε το ψωμί με τις ελιές να φάμε. Αν δε σουρουπώσει δε θα φύγουμε από δω.
    Έριξαν πάνω τους τις κουβέρτες και περίμεναν να περάσει η μέρα. Η Βασιλική αποκοιμήθηκε δίπλα στα μικρά που κούρνιασαν κοντά της.
    Είχε πια μεσημεριάσει όταν ακούστηκαν κρότοι πολυβόλων και πυροβολισμοί από μακριά. Αν και δεν έβλεπαν κάτω τα Σέρβια μέσα στις πυκνές φυλλωσιές, μπορούσαν να φανταστούν την επίθεση των Ιταλών στρατιωτών. Έσπασε το μέτωπο της αντίστασης. Σε λίγο θα έρχονταν και οι Γερμανοί. Από κείνη τη στιγμή και μετά κανείς πια δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Όλοι έτρεμαν από το φόβο και το κρύο...
    Σα νύχτωσε πάλι νωρίς άρχισαν όλοι να μαζεύουν τα στρωσίδια και να φορτώνονται τους μπόγους για να ξεκινήσουν. Το σκοτάδι έκρυβε μέσα στον κόρφο του βουνού τους κατατρεγμένους.
    - Μάνα, πιάσου απ’ τις εγγόνες σου και περπάτα, τώρα θα βάλω την Αννιώ καβάλα. Φοβούμαι μη δεν αντέξει και μας γεννήσει στο δρόμο...
    - Δεν πειράζει Στεφανή, αντέχω ακόμα. Ας κάτσει η μάνα, είπε με συστολή η Αννιώ και ξεκίνησε πρώτη για να δείξει πως είναι καλά.
    - Ξεκουράστηκα τόσες ώρες, έχω κουράγιο.
    Έτσι πήραν πάλι το δρόμο προς τα πάνω έχοντας στο νου τους μόνο ένα πράγμα, τη φυγή, και κανείς δε λογάριαζε πια την κούραση όσο άκουγαν κάτω τη βοή του πολέμου. Ανέβαιναν τη δασωμένη πλαγιά μέσα από μονοπάτια, μα σε λίγο ανάμεσα απ’ τους ίσκιους των δέντρων άρχισαν να βλέπουν κάτω στο βάθος αναλαμπές φωτιάς και καπνούς. Τα πρώτα σπίτια των Σερβίων είχαν παραδοθεί στις φλόγες μιας απάνθρωπης εκδικητικής μανίας... Παγερή βουβαμάρα απλώθηκε στους κυνηγημένους καθώς βγήκαν σε ένα ξέφωτο και αντίκρυσαν ένα θέαμα που δεν θα ξεχνούσαν ποτέ στη ζωή τους. Τα σπίτια τους καίγονταν! Σπίτια φτιαγμένα με κόπο και πόνο, με θυσίες μιας ζωής... Σπίτια γεμάτα με τις προίκες των κοριτσιών και όλο τους το βιος... Σπίτια με αυλές, με κληματαριές, με πηγάδια και στάβλους για τα ζωντανά και το χειρότερο, με ανθρώπους ανήμπορους να υπερασπιστούν το εαυτό τους... Θεατές της πιο παράλογης μανίας, κοίταζαν αμίλητοι τη φωτιά που απλώνονταν σε όλη την πόλη. Οι γυναίκες έκλαιγαν σφουγγίζοντας τα μάτια τους στις μαντίλες και έσφιγγαν κοντά τους τα τρομαγμένα παιδιά. Οι άντρες τους στέκονταν βλοσυροί και γεμάτοι οργή κοιτώντας τα όνειρα και τον ιδρώτα μιας ζωής να γίνονται στάχτη...
    Βάρυναν κι άλλο τα βήματα από τη θλίψη, ασήκωτοι οι μπόγοι, απότομη η ανηφοριά. Πόσο πόνο μπορούν να αντέξουν οι άνθρωποι!... Αναρωτήθηκε η Αννιώ κοιτώντας τούτη την ανθρώπινη αλυσίδα που οι κρίκοι της δέθηκαν ξαφνικά κάτω από την απειλή του κοινού κινδύνου. Θυμήθηκε, με πόνο, τον πρώτο καιρό που ήρθαν πρόσφυγες στην περιοχή και οι ντόπιοι τους περιφρονούσαν και δεν καταδέχονταν να συναναστραφούν μαζί τους. Ούτε τα παιδιά τους δεν άφηναν να παίξουν με τα ξυπόλυτα παιδιά των προσφύγων. Ένα απ’ αυτά ήταν κι εκείνη... Και τώρα, ντόπιοι και πρόσφυγες μαζί ενώθηκαν σε μια κοινή πορεία προς το άγνωστο, σε μια κοινή μοίρα. Τώρα που χάνουν κι αυτοί τα σπίτια τους αρχίζουν να συνειδητοποιούν το μέγεθος της ψυχικής δύναμης που χρειάζεται ο άνθρωπος για να αντέξει την απώλεια των σταθερών σημείων αναφοράς της ζωής του...
    Οι οικογένειες συνέχισαν να ανεβαίνουν στις βουνοπλαγιές με πιο αργό ρυθμό από την κούραση και την αγωνία. Οι ώρες κυλούσαν με δυσκολία και κανείς δεν τολμούσε να σκεφτεί το μέλλον ή τον εαυτό του. Σημασία είχε μόνο το αβέβαιο παρόν, η ομαδική φυγή και η σωτηρία όλων. Είχαν επίγνωση του γεγονότος ότι οι ζωές τους εξαρτιόταν από τα απρόοπτα της τύχης και της ιστορίας. Η Αννιώ κοιτούσε αχόρταγα προς τα πάνω, μήπως φανεί η άκρη του χωριού και τελειώσει η εξαντλητική πορεία. Το κορμί της είχε αρχίσει να πονά φριχτά λες και την ειδοποιούσε να σταματήσει. Μα εκείνη ήταν αποφασισμένη να συνεχίσει με κάθε τρόπο. Αυτό που την ανησυχούσε όμως περισσότερο ήταν οι πόνοι της στη μέση γιατί ήξερε πως μπορεί να γεννήσει νωρίτερα από την ταλαιπωρία. Έφερε στο νου της την εικόνα του φτωχικού της σπιτιού με τις γωνιές του και τις κουρελούδες που είχε στρωμένες καταγής και πόνεσε στη σκέψη πως ετούτο το παιδί δε θα το γεννούσε στο κρεβάτι της σαν τ’ άλλα, αλλά έξω στο κρύο ή σε καμιά αχυρώνα. Πολλές γυναίκες σαν κι αυτή ήταν ετοιμόγεννες, πόσες θα τα κατάφερναν; Πόσα βρέφη θα πέθαιναν στο επόμενο διάστημα εκτεθειμένα σε κινδύνους χωρίς στέγη;
    Γύρισε προς τα πίσω και το βλέμμα της συναντήθηκε με το βλέμμα του Στεφανή που είχε την έγνοια της. Είχε παρατηρήσει πόσο δυσκολευόταν να περπατήσει και της είχε πάρει το μπόγο που κουβαλούσε. Του χαμογέλασε με δυσκολία και εκείνος την πλησίασε και της έδωσε το μπράτσο του να πιαστεί. Ίσα που να της δώσει κουράγιο. Κι ας μην του περίσσευε κι εκείνου... Έσφιξε τα δόντια της σε ένα νέο πόνο και κοίταξε το στερνοπούλι της το Γιωργή που περπατούσε δίπλα της χωρίς να παραπονιέται. Όταν τον γέννησε και επιτέλους απόκτησαν τον πολυπόθητο γιό, είχε πει πως δε θα κάνει άλλο παιδί. Έφταναν τέσσερα παιδιά. Φτωχοί άνθρωποι ήταν. Έλα όμως που η ζωή είχε άλλα σχέδια! Επτά χρόνια μετά περίμενε το πέμπτο της παιδί. Καινούρια γέννα, με φόντο τα σύννεφα του πολέμου και τις φλόγες της καταστροφής...
    - Μάνα! Φώναξε η Τζιβαέρι που πήγαινε μπροστά απ’ όλους. Κοίτα! Τα κεφάλια όλων στράφηκαν προς την κατεύθυνση που έδειχνε το χέρι της και μέσα από τις συστάδες των δέντρων που άνοιγαν σε ένα σημείο διέκριναν από μακριά τα πρώτα σπίτια ενός χωριού ξαπλωμένου στην αγκαλιά του βουνού.
    - Άιντε, είπε ο Στεφανής, φτάσαμε στο Ματσκοχώρι! Σε λίγο θα μπούμε στο χωριό.
    Οι κυνηγημένοι οδοιπόροι αναθάρρησαν στη σκέψη πως σε λίγο θα σταματήσουν την πεζοπορία και θα ξεκουραστούν. Τάχυναν κάπως το βήμα τους και άρχισαν να μιλούν ζωηρά. Γέμισαν οι ψυχές με μια νέα ελπίδα. Όταν πια έφτασαν στην άκρη του χωριού, δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Αντίκρυσαν με δέος το όμορφο χωριό με τα ασπρισμένα σπίτια που έλαμπαν στο φεγγαρόφωτο.
    - Τι όμορφος που είναι ο κόσμος Θεέ μου, όταν κοιμάται στην αγκάλη σου! ψιθύρισε έκθαμβη η Αννιώ και ένιωσε για πρώτη φορά μετά από μέρες μια παράξενη γαλήνη.
    Οι κάτοικοι ειδοποιημένοι από τους αντάρτες δεν είχαν κοιμηθεί τη νύχτα. Εξάλλου ήταν κι αυτοί ανήσυχοι από τις εξελίξεις και από τη θέα της φωτιάς που έκαιγε κάτω στα Σέρβια και φώτιζε με απόκοσμη λάμψη το σκοτεινό ορίζοντα. Είχαν συγκλονιστεί από το γεγονός του ολοκαυτώματος και υποδέχτηκαν με ανθρωπιά και συμπόνοια τους ξεσπιτωμένους Σερβιώτες. Βοήθησαν τις γυναίκες να ξεζαλικωθούν από τους μπόγους που κουβαλούσαν και ρωτούσαν να μάθουν τι είχε συμβεί. Όσοι είχαν γνωστούς ή συγγενείς στο χωριό έψαχναν να τους βρουν και σιγά σιγά χάνονταν πίσω από πόρτες που άνοιγαν τη φιλόξενη φτώχια τους στους κατατρεγμένους. Άλλοι βολεύτηκαν σε κατώγια, άλλοι σε αχυρώνες, άλλοι σε στάβλους ή αποθήκες και σε άλλους παραχωρήθηκαν δωμάτια μέσα στα σπίτια για να κουρνιάσουν στριμωχτά μέσα στη θαλπωρή των κλειστών χώρων. Λύθηκαν τα σφιγμένα πρόσωπα, άνοιξαν οι καρδιές των ανθρώπων και στρώθηκαν καταγής οι κουβέρτες για να ξεκουραστούν οι φόβοι.
    Ο Στεφανής και η Αννιώ δεν γνώριζαν κανένα στο χωριό, ούτε είχαν συγγένειες με τους Ματσκοχωρίτες. Τράβηξαν λοιπόν για την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που βρίσκονταν δίπλα στη μικρή πλατεία. Επτά πολυμελείς οικογένειες χώθηκαν όπως όπως στο κρύο και σκοτεινό εσωτερικό του ναού και έπιασαν από μια γωνιά για να απλωθούν. Άναψαν τα καντηλάκια για να φωτιστούν τα σκοτεινιασμένα πρόσωπα και έλαμψε στα μάτια τους η ελπίδα. Οι γυναίκες έβγαλαν στρωσίδια και κουβέρτες και οι άντρες βγήκαν να φέρουν ξύλα για να ανάψουν φωτιά να ζεσταθούν.
    Κάποιοι από το χωριό, τους έφεραν πατάτες, κρεμμύδια και μπομπότα και η Αννιώ έδωσε πρώτα στην πεθερά της να φάει και στη Βασιλική και μετά στα παιδιά της. Η ίδια ένιωθε πια αρκετούς δυνατούς πόνους κι όταν κατάλαβε πως ήρθε η ώρα της να γεννήσει βγήκε έξω να βρει τον άντρα της. Σε ένα πλάτωμα στάθηκε και κοίταξε κάτω τα Σέρβια που καίγονταν. Η φωτιά έκαιγε και τη δική της γειτονιά. Τώρα οι φλόγες θα έζωναν τους τοίχους του σπιτιού της… το κρεβάτι της, την καρυδιά στον κήπο. Έστρεψε τα μάτια της να μη βλέπει, δεν ήξερε αν οι πόνοι του κορμιού ή της ψυχής ήταν οι πιο δυνατοί… Γύρισε να φύγει και είδε το Στεφανή να έρχεται.
    - Αννιώ! Έλα! Βρήκα μέρος για να γεννήσεις, της φώναζε πλησιάζοντας.
    - Πού Στεφανή μου; Δείξε μου. Οι πόνοι δυνάμωσαν, πρέπει να βιαστώ.
    Σε λίγη ώρα είχαν βολευτεί στο κατώι του σπιτιού του κυρ-Ζαχαρία που συμπόνεσε την οικογένεια και την περιμάζεψε. Η γυναίκα του η Αγλαΐα έστρωσε δίπλα στο παλιό τζάκι που έκαιγε για την Αννιώ και στο άλλο δώμα έβαλαν τους υπόλοιπους. Η Βασιλική έμεινε κοντά στην Αννιώ να της παρασταθεί κι η Αγλαΐα έβαλε νερό να βράσει. Η Αννιώ έβγαλε τα χοντρά της ρούχα για να αναπνέει καλύτερα και ένιωσε τις μυστικές δυνάμεις της δημιουργίας να την κυριεύουν. Τίποτα άλλο δεν είχε πια σημασία. Ούτε το σπίτι της που καιγόταν, ούτε ο πόλεμος ούτε ο ξεριζωμός. Όλο της το είναι επικεντρώθηκε στους πόνους της γέννησης του νέου της παιδιού. Έσφιγγε τα δόντια της, μούγκριζε σιγανά και περίμενε. Δίπλα της πάντα η αφοσιωμένη Βασιλική της βαστούσε το χέρι και ένιωθε να τη διαπερνά μέσα απ’ αυτό όλο το μεγαλείο της γυναικείας φύσης που γεννά τη ζωή και δάκρυα έτρεχαν από τα θαμπά ματάκια της, μα δεν ήξερε αν έκλαιγε για την Αννιώ ή για τον εαυτό της που δεν θα ζούσε πια τούτο το φοβερό μυστήριο...
    - Κορίτσι! Να σου ζήσει παιδί μου! είπε η καλόκαρδη Αγλαΐα καθώς ξεπρόβαλλε το νεογέννητο και σ ε λίγο ακούστηκε το πρώτο του κλάμα. Τότε μόνο λύγισε η Αννιώ και όλη η αγωνία και η απελπισία που έπνιγε μέσα της έγιναν κλάμα που ξέσπασε άθελά της και το κορμί της τραντάχτηκε από τα αναφιλητά. Έκλαιγε για τη ζωή που άφησε πίσω στο σπίτι της μάνας της, για τον πόλεμο που της στερούσε ό,τι αγάπησε, για τα παιδιά της που δεν ήξερε αν θα ζήσουν και για τις φλόγες που έκαιγες τον κόσμο που γνώρισε ως δικό της.
    Η Βασιλική την αγκάλιασε και έκλαιγε μαζί της. Μια παράξενη μοίρα είχε ενώσει αυτές τις δυο γυναίκες για πάντα. Η Βασιλική ζούσε και έβλεπε μέσα από τη ζωή και τα μάτια της Αννιώς, και η Αννιώ είχε βρει στην αγκαλιάς της Βασιλικής τη μάνα που έχασε…
    Έξω σουρούπωνε. Άλλη μια νύχτα φόβου έκανε τους ανθρώπους να μαζευτούν νωρίς. Η μυρωδιά της καμμένης γης έφτανε πια στο χωριό. Λίγοι απόμειναν να κοιτούν το αποτρόπαιο θέμα. Ο Στεφανής είχε πάρει τους δρόμους για να μη μπλέκεται στα πόδια των γυναικών και τώρα επέστρεφε κουρασμένος. Μπήκε στο χαμηλό σπίτι και ο Ζαχαρίας του πρόφτασε τα νέα.
    - Άντε Στεφανή, κορίτσι σού ’κανε η κυρά. Ας είναι. Τράβα τώρα να τη δεις.
    Το στήθος του φούσκωσε από συγκίνηση και αγωνία για την Αννιώ που δεν έπρεπε να δείξει, Μπήκε και την είδε ξαπλωμένη με το μωρό κοντά στο τζάκι. Η φωτιά του φώτιζε το σκοτεινό δωμάτιο και το πρόσωπο της Αννιώς που είχε γαληνέψει. Κοίταξε το μωρό και του φάνηκε ίδιο με τ’ άλλα. Κάθισε δίπλα της και τη ρώτησε:
    - Πώς θα το πούμε τούτο το παιδί γυναίκα, αν ζήσει;
    - Θα ζήσει Στεφανή! Θα ζήσει! Θα το δεις. όλοι θα ζήσουμε, όπως, όπως, αλλά θα ζήσουμε… Και σαν τελέψει ο πόλεμος θα κτίσουμε απ’ την αρχή το χωριό και το σπίτι μας, και τα παιδιά μας θα παντρευτούν και θα παλέψουν κι εκείνα… Όσο για τούτο, το παιδί του πολέμου, σκέφτηκα πως θα το πω Στεφανή. Ειρήνη θα την εβγάλω για να ξορκίζει το κακό… Ειρήνη στη μάνα μου τη Ρηνιώ που την έχασα και θέλω να τη θυμούμαι… Και που ξέρεις! ίσως ετούτα τα παιδιά να χαρούν την ειρήνη πιο πολύ από μας που την ψάχνουμε μια ζωή…
    Ο Στεφανής κοίταξε βουρκωμένος τούτο το ευλογημένο πλάσμα που έφερε η ζωή στο δρόμο του και κατάλαβε πως η ζωή είναι πιο δυνατή απ’ το θάνατο. Έπειτα γύρισε το βλέμμα του στο τρεμάμενο φως της φωτιάς που σιγόκαιγε στο τζάκι και πήρε να ρίξει κι άλλα ξύλα για να κρύψει ένα δάκρυ οδύνης, γεμάτο φως…




Από τη συλλογή διηγημάτων «Τοπία της στοργής», εκδ. Παρέμβαση 2019.



Βιογραφικό σημείωμα

Η Ολυμπία Τσικαρδάνη γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Σέρβια Κοζάνης. Η αγάπη της για τη γλώσσα την οδήγησε στο τμήμα της Κλασικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ζει στα Σέρβια και διδάσκει στο Γενικό Λύκειο. Είναι παντρεμένη και έχει τρία παιδιά.
    Εδώ και λίγα χρόνια ασχολείται πιο συστηματικά με τη συγγραφή διηγημάτων, δοκιμίων, άρθρων και ποίησης. Έχει δημοσιεύσει κατά καιρούς έργα της στον τοπικό τύπο και σε περιοδικά λογοτεχνικού ενδιαφέροντος καθώς και στο διαδίκτυο. Επίσης γράφει κριτικές για το έργο άλλων λογοτεχνών σε λογοτεχνικά περιοδικά.
    Είναι μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών και έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή με τίτλο «Ανεμώνη» από τις εκδόσεις Εντύποις, μία συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Τοπία της στοργής» από τις εκδόσεις Παρέμβαση, και έχει γράψει και ένα θεατρικό έργο με τίτλο «Μικρές Πατρίδες» που ανέβηκε στη σκηνή του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης ως μουσικοθεατρική παράσταση σε συνεργασία με το Νέο Ωδείο Music Art Κοζάνης. Επίσης συμμετέχει με έργα της σε διάφορους συλλογικούς τόμους.
 
    Το Σεπτέμβριο του 2015 το διήγημά της «Οδύνη και Φως» που αναφέρεται στο ολοκαύτωμα των Σερβίων, βραβεύτηκε με το 3ο βραβείο διηγήματος σε Πανελλήνιο διαγωνισμό που οργάνωσε η Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης.
    Τον Σεπτέμβριο του 2016, της απονεμήθηκε Έπαινος από το Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» στον ΛΒ΄ Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμό 2015 για τα έντεκα πρώτα ποιήματα της ποιητικής συλλογής «Ανεμώνη» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Εντύποις το Δεκέμβρη του 2016.
    Επίσης απέσπασε το 2ο βραβείο στον Παγκόσμιο ποιητικό διαγωνισμό «Καζαντζάκεια 2017» για το ποίημά της «Το Χρέος», και 1ο βραβείο στον ΣΤ΄ Παγκόσμιο διαγωνισμό ποίησης της «Αμφικτυονίας Ελληνισμού» για το ποίημά της «Στα κάτεργα του αβέβαιου».
    Τον Ιανουάριο του 2018 απέσπασε το 3ο βραβείο στον 36ο Λογοτεχνικό διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών για το δοκίμιό της «Με λογισμό και μ’ όνειρο» και στη συνέχεια έγινε μέλος της. Την ίδια χρονιά, με το ποίημα «Οδυσσείς» κέρδισε το 2ο βραβείο στον 7ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού.
    Το 2020, απέσπασε το Γ΄ βραβείο για τη συλλογή διηγημάτων της, «Τοπία της Στοργής» στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Βιβλίου του Συλλόγου Μουσικής Τέχνης και Λόγου, «Λινός».
    Το 2021 απέσπασε Έπαινο στους 36ους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών με το ποίημα «Αείσκιωτοι Δρόμοι», και Α΄ Έπαινο στον 17ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Ένωσης Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδος με το ποίημα η «Η Μνήμη Γονατίζει» που αναφέρεται στην Επανάσταση του 1821.
    Όπως λέει η ίδια: «Άφησα τη ζωή να γράψει επάνω μου και τώρα τη γράφω εγώ. Άλλοτε με στίχους κι άλλοτε με ιστορίες. Γιατί υπάρχει ποίηση σε κάθε ανθρώπινη ιστορία αλλά και μια ιστορία πίσω από κάθε ποίημα.»



Στην εικόνα: Άκης Σαββίδης, αεροφωτογραφία της πόλης των Σερβίων.

Πηγή για την εικόνα: https://kozani.tv/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου