μοσχοβολάνε, ακόμα,
δυόσμο, στις παλάμες μου
βρεγμένη από τη θάλασσα
και με θωπεύεις
ή, όπως λέμε,
σύννεφο να ’ρθεις να μ’ αρπάξεις
να γίνουμε βροχούλα...
’ποστερημένα από φωνές κι ωσάν κι εμένα μόνα
Σπίτια πνιχτά κι ανήλιαγα και σπίτια ρημαγμένα
με το πικρό της Κυριακής το μούχρωμα βαμμένα
κι η θλίψη μέσ’ στις κάμαρες τις άσπρες δε χωρούσε
Σπίτια που τ' αγκωνάρια σας τριφτήκαν σαν ασβέστη
και στην τρελή κακοκαιριά σάς έλειψεν η ζέστη
κι οι ταραγμένοι σας αρμοί σαν σε σεισμό σαλεύουν
Πόσο πολύ μου μοιάζετε εδώ που στέκω απέξω
Μέσα σας έρχομαι να μπω μ’ εσάς να καταρρεύσω
πάν’ απ’ τον ουρανό της εργατούπολης
οι μνήμες των κατοίκων της
γίνονται σύννεφα
και φεύγουν προς τους τόπους της καταγωγής.
είναι γιατί κι οι μνήμες κλαίνε.
Το ποίημα αναφέρεται στην πρώτη γενιά εργαζομένων που εκπατρίστηκε για το μεροκάματο τη δεκαετία 1960. Οι επόμενες γενιές γεννήθηκαν στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας και νιώθουν τον τόπο πατρίδα τους]
σαν ίσκα να καούμε
να λάμψουν τα κορμιά μας
ο Χάρος να πενθήσει
Anthyllis hermanniae
έπεφταν στο στρώμα
εκείνη έγερνε στο στέρνο του,
κι ως ακουμπούσε τα χείλη της
εκεί που τρεφόταν η επιθυμία
η φυτική της ουσία άνθιζε
σε, φρυγανώδεις θάμνους,
άγριο ρείκι
τα μελισσάκια του πόθου, και πάλι
Στην
εικόνα: Το παλιό μοναστήρι του Ιωάννη Πρόδρομου, στη Δεσφίνα.
Η φωτογραφία καθώς και οι σημειώσεις των ποιημάτων είναι του ποιητή.
Η φωτογραφία καθώς και οι σημειώσεις των ποιημάτων είναι του ποιητή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου