Τα μάτια μου παγιδεύονται στο λευκό
μα ξαποσταίνουν στην κυανή σκιά του.
Ταξιδεύω με ζαλισμένη βάρκα, ονειροπαρμένη.
Αφήνομαι στο χάδι της αρμύρας,
στο σφύριγμα των αέρηδων.
Μπλεγμένα τα δίχτυα στην φραγκοσυκιά
σελαγίζουν βότσαλα και αλαφρόπετρες.
Ξεριζωμένα αρμυρίκια
σμιλεμένα από μελτέμι κι αλάτι
μου αλλάζουνε τη ρότα.
Σηκώνω το βλέμμα.
Στοιχειωμένα ξωκλήσια
με θαμπώνουν με φως αδυσώπητο.
Τις νύχτες αφουγκράζομαι τις φτερωτές
καθώς ανεμόμυλοι αλέθουνε το χρόνο, τρίζοντας.
Τα πρωινά στα ακρογιάλια του πόθου,
ατενίζω την αιωνιότητα
καθώς κορμιά γυμνά, κρυμμένα στο χώμα,
φτιαγμένα λες από θεούς,
γεννούν έρωτες.
Θα σου χαρίσω την άγρια ορχιδέα
απ’ τα ταξίδια που κάναμε
στις γαλάζιες λεωφόρους του ονείρου
και μια χούφτα αστερόσκονη
ξεχασμένη στο στρίφωμα των φτερών της νεράιδας
που παραμόνευε τις νύχτες στο παράθυρό μας
Μείνε μαζί μου απόψε
Το ρολόι του χρόνου σταμάτησε στις ώρες της θλίψης
Και πολύ μου λείπεις μάνα
Μόνη του θέα δυο τρία γκρίζα σπίτια
Απόψε γέμισε μ’ ένα τεράστιο φεγγάρι
Καρφιτσωμένο στο βελούδο του ορίζοντα
Ρίχνει παλλόμενες σκιές
Γεμίζει έρωτα τη δημοσιά
Μουσικές τον ανοιξιάτικο αγέρα
Κι εγώ το κοιτώ και το ξανακοιτώ καχύποπτα
Χρόνια τώρα έχω την εντύπωση
ότι με παρακολουθεί
Μετράει αγάπες
λάθη
ενοχές
Είναι αυτόπτης μάρτυρας.
Δικαιούται μια κάποια ετυμηγορία.
Λόγια αγάπης με το μέτρο
Συναισθήματα με το κιλό κυρίως εκεί γύρω στα μεσάνυχτα
Στιγμές σε ζυγό ακριβείας
Εξομολογήσεις με άρωμα αλήθειας δίνονται όσο όσο
Τσιμενταρισμένες ελπίδες με το τσουβάλι
Ελάτε κόσμε… προλάβετε…
Σε λίγο θα αρχίσει και το θέαμα
κλόουν και ακροβάτες
με ψεύτικες φωτιές και τούμπες
Κακόμοιροι γελωτοποιοί
θα γαργαλέψουν τη θλίψη σας
θα πουληθούν όλα, το ξέρω
πάρεξ κάτι σαρακοτρυπημένα δοκάρια
να στεριώνουν τη μιζέρια μας τα χρόνια που θα έρθουν…
Οι λέξεις θαλασσοπούλια,
γέμιζαν τον άνεμο με μυρωδιές θαλασσινές
και τιτιβίσματα ευτυχίας
Ονειρευόμουν θίνες και λευκούς κρίνους
ξεμαλλιασμένους απ’ τα μελτέμια
Άκουγα γοργόνες να φλυαρούν για τα μελλούμενα
χαμογελώντας στο φεγγάρι.
Κ’ ύστερα ήρθαν οι βροχές κι οι λέξεις βάρυναν.
Βγαίναν σκυφτές, μουντές, αμήχανες
Λίγες
Ριπές χειμωνιάτικου αέρα σάρωσαν τα όνειρά μου.
Γέμισε ο τόπος υλικά εγκατάλειψης
Δεν φοβήθηκα
Τις λέξεις λυπάμαι που ποτέ δεν είπες.
Αυτές σαπίζουν στο μυαλό
Στάζουνε πίκρα στην καρδιά
Πονάνε… ξεχασμένες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου