Εκείνη φωτεινή και διαπερατή.
Εκείνος σκοτεινός και αδιαπέραστος.
Μα δες!
Όταν κοιτάζονται, οι δυο λευκές της φτερούγες
τρυπούν τα σκοτάδια του.
μες στο ανυπολόγιστο της αγκαλιάς σου,
είναι για αναστηθώ το πρωί,
με ένα σου φιλί.
τυλιγμένα σε ένα φύλλο εφημερίδας,
που έφταναν πάντοτε αργοπορημένα,
παλιά, αβέβαια και αξεδιάλυτα,
ο κρότος από το σπάσιμο της υπομονής,
το απελπισμένο χαμόγελο από την ματαίωση ενός σ’ αγαπώ που δεν λέχθηκε,
μα φαίνεται πως εννοήθηκε,
ένα τσιγάρο που δεν πρόλαβε να αλλάξει χείλη και έσβησε ανείπωτο,
ακόμη κι εκείνο το ποίημα που γράφτηκε, μα κάηκε,
πριν προλάβει να χαριστεί,
όλα εκείνα τα μικρά, μεγάλα μυστικά, τα μυστικά μας,
είναι εκπρόθεσμα πια.
Πες μου τώρα πώς να διανύσω απ’ την αρχή την απόσταση
από τα χείλη μου, στα χείλη σου, δίχως να χυθεί μια λέξη;
Μια παλιά πολυθρόνα από τριανταφυλλιά σκεπτική.
Τα μεγάλα μπράτσα της είναι καφέ ξύλινα ξωκκλήσια,
φτιαγμένα από παλιές προσευχές.
Ένα ποτήρι θάλασσα ακουμπισμένο πιο εκεί και δυο πινέλα σκεβρωμένα.
Ποιος ξημέρωσε μέσα στο κάδρο;
Ο νεκρός, ο ποιητής, ο ζωγράφος;
Κι εκείνα τα κλειδιά στην γωνιά του τραπεζιού ποιος τα άφησε;
Μήπως ο ποιητής; Αυτός σίγουρα δεν τα χρειάζεται.
Σίγουρα όχι ο νεκρός. Αυτός πέρασε την πύλη προ πολλού.
Ο ζωγράφος;
Μα δεν είναι το θέμα μας τα κλειδιά.
Η μοναξιά μέσα του είναι το θέμα μας.
Κι εκείνη η κόκκινη άστοχη πινελιά,
ριγμένη άτσαλα καταμεσής του φεγγαριού.
Ποιος ξημέρωσε τελικά μες στο κάδρο, αν όχι τα θλιμμένα,
βαλαντωμένα μου μάτια;
Βασίλης Κοκκώνης, «Λάχεσις» (πολύχρωμα κραγιόνια σε κανσόν, 50 x 80 cm).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου