ΟΡΟΠΕΔΙΟ ΑΓΡΙΩΝ ΑΛΟΓΩΝ
Ανεβήκαμε προς το βουνό, κάνοντας μόνο μια στάση στο υπέροχο δάσος της Καστανιάς. Τα χρώματα, τέλη Οκτώβριου, ήταν ακόμη φθινοπωρινά. Είχε περάσει ο καιρός της συγκομιδής, αλλά ο Κώστας μ’ ένα ξύλο ανέσυρε κάμποσα μεγαλούτσικα κάστανα ανάμεσα από τα φύλλα. «Θα σε επικηρύξουν τα αγριογούρουνα», του ’πα αστειευόμενος για να αποφορτίσω λίγο την ατμόσφαιρα. «Η φύση έχει προνοήσει για όλους», απάντησε. Εγώ αρκέστηκα σε λίγα άγρια μανιτάρια που ’χαν φυτρώσει σχεδόν πάνω στο δρόμο. «Είναι Coprinus comatus ή Κοπρίνος ο κομήτης», του φώναξα, τσεκάροντάς το, καλού κακού, στο βιβλίο που είχα στο σακίδιο. «Η λαϊκή του ονομασία, Κοπρομανίτης, Μαΐτης, Καλαμάρι, Κατουρλίτης ή ‘‘Περούκα του δικηγόρου’’! Νοστιμότατο, αρκεί να το φας αμέσως ωμό ή να το μαγειρέψεις μέσα σε δυο τρεις ώρες το πολύ από τη συγκομιδή, αλλιώς χαλάει, λειώνει και γίνεται μαύρο σαν πίσσα». Ο Κώστας συγκράτησε μόνο το Κατουρλίτης και γέλαγε μέχρι να κατέβει στο δρόμο. «Μόνος θα τα φας», είπε, «εγώ τα φοβάμαι άμα δεν τα ξέρω».
Παρκάραμε το αυτοκίνητο λίγο πιο πάνω από το καταφύγιο, σ’ ένα ξέφωτο. Ο δρόμος από αυτό το σημείο και μετά, ταλαιπωρημένος από τα νεροφαγώματα, φαινόταν κάπως δύσβατος για γιωταχί, αλλά το κυριότερο ήταν που θέλαμε να απολαύσουμε όσο γίνεται πεζοπορώντας τη διαδρομή. Οι πυκνές εναλλαγές των δέντρων, κυρίως των υπεραιωνόβιων καστανιών και της οξιάς λίγο ψηλότερα, καθώς και η πυκνή βλάστηση από θάμνους και φυτά σε όλη την έκταση, μας γαλήνεψαν. Ο Κώστας έκοβε και μύριζε ό,τι έβρισκε μπροστά του, γευόταν τα τελευταία πολυκαιρισμένα βατόμουρα και σφύριζε, απαντώντας ρυθμικά σε όλα σχεδόν ανεξαιρέτως τα πουλιά, με δικούς του αυτοσχέδιους κελαηδισμούς. Γεμίσαμε τα παγούρια με καινούριο νερό σ’ ένα σημείο που είχε συνεχή ροή μέσα από τα βράχια. Μετά από μια ώρα περίπου ανηφοριάς, φτάσαμε στο τελευταίο ισιάδι που ήταν η αφετηρία για το μεγάλο οροπέδιο των αγρίων αλόγων. Ο ήλιος είχε χαθεί από ώρα, γι’ αυτό ο Κώστας πρότεινε να μην κάνουμε καθόλου στάση, αν θέλουμε να φτάσουμε εγκαίρως στον προορισμό μας. Ο δρόμος τώρα άνοιγε και χανόταν μέσα σ’ ένα απέραντο λιβάδι που δέσποζε ήρεμο ανάμεσα στις τραχείς βουνοκορφές. Το χωριό κάτω φαινόταν από ψηλά λες και ήταν ψεύτικο, σαν μια μικρή κουκίδα στο χάρτη, δίχως ανθρώπους, δίχως δρόμους, δίχως καφενέδες.
Στο οροπέδιο δεν υπήρχε ψυχή. Μόνο πουλιά που πέταγαν ψηλά και θόρυβος μικρός από ζουζούνια. Δεν θα πίστευε κανείς ότι σε τούτη την τοποθεσία θα κατοικούσε κάποιος και, προπαντός, ότι θα λάχαινε, σε τούτο τον παντέρημο χορταριασμένο χωματόδρομο, να συναντήσουμε ένα κορίτσι. Σιγοτραγούδαγε ένα σκοπό, με τα μακριά μαλλιά της ριγμένα πίσω, πάνω σ’ ένα κόκκινο ποδήλατο. Ο Κώστας τής έκανε νεύμα να σταματήσει και τη ρώτησε, περισσότερο για σιγουριά, αν πάμε καλά για το οροπέδιο κι αν γνωρίζει τον Ζαφείρη, τον «Ντίρερ», που ήτανε κάποτε λοστρόμος στα καράβια και τώρα έχει ένα κοπάδι γελάδια εδώ πάνω. «Είναι ο πατέρας μου», είπε το κορίτσι. «Εδώ παρακάτω, σε λιγότερο από πεντακόσια μέτρα έχουμε το καλύβι μας. Αν θέλετε ελάτε να τον περιμένετε εκεί, πλησιάζει η ώρα να γυρίσει». Ο Κώστας, πριν προλάβουμε να συστηθούμε, τη ρώτησε αν είναι η Μαριλού. Είπε πως γνώρισε και την μητέρα της, σε προηγούμενη επίσκεψη, όταν εκείνη ήταν ακόμα παιδάκι. Το κορίτσι απάντησε πως μ’ αυτό το όνομα τη φώναζε η μητέρα της, αλλά μας πληροφόρησε με στενάχωρο βλέμμα, ότι πέρασαν σχεδόν τρία χρόνια που δεν είναι πια στη ζωή. Εμένα μ’ έκαιγαν ακόμη οι κουβέντες του καφενείου.
«Μαριλού, είσαι εδώ με τη θέλησή σου;» τη ρώτησα δίχως περιστροφές.
«Τι θέλετε να πείτε;»
«Δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι στην πόλη, σε κάποιο σχολείο;»
«Μου αρέσει εδώ, κι ούτε θ’ άφηνα μόνο τον πατέρα σ’ αυτή την ερημιά».
«Μήπως… ο πατέρας σου…»
«Τι, δεν σας καταλαβαίνω…»
«Τίποτα, τίποτα. Όντως είναι πολύ όμορφα εδώ πάνω».
Δεν συνέχισα γιατί ο Κώστας ήταν έτοιμος να επέμβει για να διακόψει την κάπως επιθετική συμπεριφορά μου. Αναρωτήθηκα μόνο, πως τα περνάνε εδώ τα βράδια, αν σκιάζονται από τη σιωπή και τα ουρλιαχτά των λύκων.
Γέλασε το κορίτσι. «Αυτοί είναι φόβοι των ανθρώπων της πόλης», είπε. «Τα βράδια, συνήθως, κοιμόμαστε νωρίς από την κούραση. Εδώ δεν έχει ούτε Κυριακή ούτε αργία, μόνο δουλειές. Άμα δεν έχουμε ύπνο, ακούμε λίγη μουσική από το ραδιόφωνο. Πολλές φορές, ο πατέρας λέει ιστορίες από τα καράβια ή κάποιες στεριανές που διηγούνταν οι παλιότεροι από την περίοδο των πολέμων και μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Καμιά φορά πλάθει καινούριες από το μυαλό του, κι αυτές μου αρέσουν πιο πολύ, κι ας μην είναι αληθινές».
«Αρκούν αυτά; Δεν ονειρεύεσαι να κάνεις κάτι άλλο παρά να μαγειρεύεις και να αρμέγεις τα γελάδια του πατέρα σου. Να σπουδάσεις ίσως ή να κάνεις ταξίδια σε άλλες χώρες, άλλους πολιτισμούς».
«Το σκέφτομαι καμιά φορά, αλλά μου αρκεί προς το παρόν που έχουμε τη γη και το κοπάδι που μας τρέφει. Κάποιοι άλλοι έχουν όνειρο ζωής να ταξιδέψουν στα υψώματα του Μάτσου Πίτσου, στο Περού. Εμείς εδώ, έχουμε τα δικά μας υψώματα, τη δική μας ιστορία». Ο Κώστας τής έδωσε απόλυτο δίκιο και είπε πως το κυριότερο είναι να έχουμε ισορροπία μέσα μας και να είμαστε ευχαριστημένοι με αυτά που έχουμε.
Το κορίτσι, πάντα με το πλατύ χαμόγελο στα χείλη, μόλις πλησιάσαμε κάπου τρακόσια μέτρα από την καλύβα, καβάλησε το ποδήλατο κι είπε πως θα ’θελε να φτάσει γρηγορότερα για να μας ετοιμάσει τσάι. Ο Κώστας, μόλις απομακρύνθηκε λίγο, μου ’πε κάπως ενοχλημένος πως δεν έπρεπε να κάνω τέτοιες ερωτήσεις στην κοπέλα και πως θα έβαζε το χέρι του στη φωτιά ότι ο παλιός του φίλος ήταν ένας λεβέντης μέχρι εκεί πάνω, ξηγημένος, ανοιχτό μυαλό, όπως ακριβώς τον είχε γνωρίσει σ’ ένα μπάρκο στα καράβια. Μου περιέγραψε με λεπτομέρεια και την συμπεριφορά του, όταν κάποιοι θέλησαν να τον μπλέξουν σε καβγά σε μια παμπ στο Κορκ της Ιρλανδίας, πώς έβαλε πλάτη και πόσο τον υπερασπίστηκε δίχως να ανοίξει ρουθούνι. Τον ρώτησα από πού βγαίνει το «Ντίρερ», το παρατσούκλι του, και μου εξήγησε πως του το κόλλησε ένας δόκιμος που αγαπούσε παθολογικά τη ζωγραφική της Αναγέννησης και τον παρομοίαζε, λόγω των μακριών σγουρών μαλλιών του, με τον γνωστό ζωγράφο. Εμένα δεν με έπεισε ούτε αυτό. Κάτι δε μου καθόταν καλά, γιατί όλα φαίνονταν πολύ ρόδινα και το πιο παράδοξο βέβαια ήταν να σκέφτομαι αυτό το κορίτσι, μόλις στα δεκαεπτά, να μένει εδώ ψηλά, στα 1.200 μέτρα, μοναχό με τον πατέρα του μέσα σ’ ένα μικρό σπιτάκι, σ’ αυτή την ατέλειωτη ερημιά.
Φτάσαμε ιδρωμένοι στο καλύβι, ξεφορτώσαμε τα σακίδια σ’ ένα αυτοσχέδιο ξύλινο παγκάκι και ρίξαμε λίγο νερό στο πρόσωπο να δροσιστούμε. Έτρεχε όπως στις ποτίστρες, παγωμένο, κρύσταλλο, αλλά πεντακάθαρο και πολύ γευστικό. Ο Κώστας προχώρησε λίγο παραπάνω, στο χώρο που ξεχώριζαν από μακριά σε κύκλο, μαζεμένες πέτρες μ’ έναν καρφωμένο στο χώμα ξύλινο σταυρό και έγνεψε να τον ακολουθήσω. Ήταν ένα πρόχειρο μνήμα δίχως όνομα, δίχως φωτογραφία. «Είχε δίκιο ο παπάς», του λέω, «εδώ την έθαψε κι όχι στο χωριό. Αν είναι αλήθεια και τα άλλα τότε…» «Ασ’ τον τραγόπαπα να λέει», είπε θυμωμένα ο Κώστας. Τα λεφτά λογάριασε που έχασε από την τελετή, τα τρισάγια και τα μνημόσυνα, άλλο που δεν έγινε το δικό του».
Η Μαριλού μάς φώναξε για το τσάι. Ο πατέρας της, όντως, δεν άργησε να έρθει. Χαιρέτισε και αγκάλιασε με πολύ θέρμη τον Κώστα. «Κάτι χρόνια έχεις να φανείς, ρε μπαγάσα, έτσι κάνουν;» του είπε. Έπειτα, γύρισε προς το μέρος μου. Ο Κώστας ανέφερε μόνο το μικρό μου όνομα και πως δούλευα εποχιακά στη δασοπυρόσβεση. «Τεμπέλης δηλαδή», έκανε αυτός, μάλλον για χωρατό, και πριν μου δώσει το χέρι με κοίταξε και τον κοίταξα περίεργα, ίσως και αγριεμένα, ίσως και τα δυο μαζί. Μ’ έπιασε μία ανεξήγητη ταραχή, σαν να τον γνώριζα, σαν να μου είχε κάνει κάποιο κακό στο παρελθόν, δεν μπορούσα να εξηγήσω αυτή την αντίδραση. «Συγνώμη για την αναστάτωση», απολογήθηκα αμήχανος. «Είμαστε περαστικοί, ήρθαμε να δούμε από κοντά τα άγρια άλογα και σήμερα το βράδυ μάλλον θα επιστρέψουμε στην πόλη ή μπορεί να κοιμηθούμε στο καταφύγιο ή στο αυτοκίνητο…»
«Δε θα πάτε πουθενά!» είπε αυστηρά εκείνος. «Άμα είσαι φίλος του Κώστα, του ψηλού, είσαι κι εσύ καλοδεχούμενος. Εδώ θα φάτε, εδώ θα κοιμηθείτε, στρωματσάδα στο καθιστικό, που ’ναι και η κουζίνα, δεν έχουμε άλλο χώρο, κι αύριο με το καλό, γυρνάτε. Μη σας πάρει η νύχτα, είναι ήδη αργά. Καλυτέρα να πάτε το πρωί για τα άλογα, τώρα θα ’χουν μαζώξει και κουρνιάσει εκεί που δεν τα πιάνει μάτι».
Όση ώρα απολαμβάναμε τη γεύση και τη μυρωδιά από το μίγμα των τσαγιών του βουνού, δεν τόλμησα να σηκώσω κεφάλι ούτε στο κορίτσι, πόσο μάλλον σ’ αυτόν. Πίσω από το ωραίο και ήρεμο παρουσιαστικό του, μου είχε καρφωθεί στο μυαλό πως κάτι έκρυβε, κάτι απροσδιόριστα τρομαχτικό, που με ανησυχούσε και δεν μπορούσα να το αποβάλω. Ο Κώστας σε κάποια αφορμή ρώτησε για τη γυναίκα του. Εκείνος είπε δυο τρεις τυπικές κουβέντες κι έδειξε τη φωτογραφία της στην κορνίζα. «Ίδια η Μαριλού, έτσι ακριβώς ήταν όταν τη γνώρισα», είπε. «Ίδια μάτια, ίδια χείλη. Από μένα δεν πήρε τίποτα σχεδόν, εκτός από τα σγουρά μαλλιά. Καλύτερα. Εκείνη ήταν ένας άγγελος και δεν την ένοιαζε να δουλεύει από το ξημέρωμα μέχρι αργά τη νύχτα. Και τώρα ακόμα εκείνη μας οδηγεί, αλλιώς δε θα αντέχαμε μονάχοι εδώ πάνω».
Δεν τόλμησα να ρωτήσω πώς και από τι πέθανε, οι κουβέντες του καφενείου ήταν αμείλικτες. Είπα μόνο πως κάποιοι μάλλον δεν σας συμπαθούνε κάτω στο χωριό.
Γέλασε ειρωνικά. «Άμα δεν έχει δουλειά ο άλλος, σκαρφίζεται αλλόκοτες ιστορίες», είπε και με κοίταξε κάπως λοξά. «Πλην του καφετζή», συνέχισε, «που ’ναι καλό παιδί· για σφαίρα είναι οι περισσότεροι εκεί μέσα. Ακόμα κι ο παπάς, πιο κουτσομπόλης απ’ όλους, χειρότερος κι από την παπαδιά, τζάμπα οι νηστείες, οι μεγαλόσταυροι και οι μετάνοιες. Κι όλα αυτά γιατί δεν του έκανα το χατίρι, ούτε αυτουνού ούτε του δεσπότη, να θάψω την Αγγελική μου εκεί κάτω. Ήθελα να την έχουμε εδώ μαζί μας, να μας παραστέκει, να ’ναι πιο κοντά η γης που την σκεπάζει από τον ουρανό, ν’ ανεβοκατεβαίνει πιο εύκολα…»
«Πατέρα…», έκανε, η Μαριλού, κι εκείνος σώπασε και βγήκε έξω να καπνίσει ένα τσιγάρο, αλλά από το παράθυρο τον είδα που ανέβηκε και πήγε για λίγο κοντά στο μνήμα κι έπειτα πήρε το άλογο και το όπλο και έφυγε προς τα βόρεια. Η Μαριλού μάς παρακάλεσε πολύ ευγενικά να μη τον στενοχωρήσουμε με περισσότερες κουβέντες για τη μάνα. «Όταν την συλλογίζεται πολύ», μας το τόνισε, «κάνει ώρες ολόκληρες να μιλήσει, και πάντα, για να του φύγει η πίκρα, παίρνει το άλογο και πάει προς τα πάνω, κοντά σε μια σπηλιά, ούτε κι εγώ ξέρω πού ακριβώς. Σε καμιά ώρα το πολύ, συμπαθάτε τον, θα επιστρέψει και θα είναι μια χαρά».
Είπα του Κώστα κρυφά πως δεν ήθελα να μείνουμε εκεί για βράδυ, κάτι με φόβιζε· περισσότερο απ’ όλα, η εντολή να μην ανοίξουμε την πόρτα στο δεύτερο πιο πρόχειρο καλύβι, κάπου είκοσι με τριάντα μέτρα παραπάνω. Ο Κώστας δεν συμφώνησε και μου συνέστησε πως, αντί να ανησυχώ, θα έπρεπε να απολαμβάνω το τοπίο. Πραγματικά, πρώτη φορά αντίκριζα τέτοιο απέραντο οροπέδιο. Σαν να βρισκόμουν σε ταινία με καουμπόηδες και ινδιάνους. Ανυπομονούσα να δω τ’ άλογα να καλπάζουν στις πλαγιές με ένταση και κρότο από τις οπλές τους, σαν να ίπτανται στον άνεμο, όπως τα περιέγραφε συχνά ο Κώστας, που τα είχε δει παλιότερα, όταν ακόμα ο αριθμός τους δεν ξεπερνούσε τα εκατό. Τώρα, σύμφωνα με τις νέες μαρτυρίες, φτάνουν ίσαμε τριακόσια και είναι, όπως υποστηρίζουν οι ειδήμονες, χωρισμένα σε τρεις τέσσερις αγέλες το καλοκαίρι και μια το χειμώνα, με επιβλητικό αρχηγό, με αλληλοπροστασία, με απόλυτη ελευθερία, δίχως να νοιάζονται για κρύο, ζέστη ή βροχή. Αντέχουν για μέρες την πείνα και τη δίψα και μόνο άμα πιάνει πολύ χιόνι κατεβαίνουν λίγο χαμηλότερα, κυρίως προς την περιοχή της Χαριτωμένης, κι όταν ξεχειμωνιάσει, επιστρέφουν για να ξανακαλπάσουν πάλι στα γνωστά λημέρια.
Ήταν πανέμορφα όλα αυτά, ακόμα και στη σκέψη, αλλά εγώ δεν μπορούσα να αποβάλλω σε λίγες ώρες, ούτε τη πολυθόρυβη ζωή της πόλης, ούτε προπάντων τις μπηχτές των μόνιμων κάτοικων του χωριού στους πρόποδες του βουνού, κι ας μην ήταν συγχωριανοί του Ζαφείρη. Στριφογύριζαν ακόμα στο μυαλό μου οι κουβέντες τους πως ο λεγάμενος κακομεταχειριζόταν τη γυναίκα του κι όλο τη φόρτωνε με πιο πολύ δουλειά, πιο πολλά βάσανα, μέχρι που δεν άντεξε, και ίσως και να τη σκότωσε πάνω στο θυμό του, γι’ αυτό την έθαψε μονάχος πάνω στο βουνό κι ούτε από τι πέθανε έμαθε κανείς, δεν έγινε νεκροψία, αδιάβαστη πήγε. Τώρα θα ’χει μάλλον σειρά η κόρη του, που δεν την έστειλε στο Λύκειο κι ούτε την προορίζει να την δώσει σ’ έναν γαμπρό της προκοπής. Ακούστηκαν εκεί μέσα κι άλλα πολλά που δεν μπορώ να πω, πιο σκοτεινά, δεν έχω το δικαίωμα, ούτε κανένας είχε αποδείξεις, αλλά ήταν βέβαιοι ότι η αλήθεια κάποτε θα λάμψει κι η εκδίκηση του Θεού θα είναι πολύ βαριά.
Είχα πνιγεί από θυμό γιατί αναμασούσα δίχως λόγο σχόλια αγνώστων και καθόμουν άπραγος σαν το κούτσουρο, δίπλα στη βρύση που μονολογούσε κι αυτή τις δικές της έγνοιες με αδιάκοπο ρυθμό. Η Μαριλού βγήκε και μας πληροφόρησε πως θα ετοιμάσει κάτι πρόχειρο για να φάμε το βράδυ, κι ο Κώστας είπε τότε πως είναι ευκαιρία να πάμε λίγο παρακάτω, ως εκεί που σμίγουν τα τελευταία δέντρα του δάσους με το οροπέδιο, για να μυηθούμε στα μυστικά της φύσης. Προφασίστηκα πως είχα λίγο πονοκέφαλο, για να μην ακολουθήσω. Ήταν ευκαιρία να ξεγλιστρήσω μόνος και να προσπαθήσω, με τρόπο, ν’ ανακαλύψω τι έκρυβε αυτός ο «ξένος» για τους χωρικούς, μέσα σ’ εκείνο το σφαλισμένο πρόχειρο καλύβι. Στριφογύριζα απέξω, αλλά δεν τολμούσα ν’ ανοίξω την πόρτα, αν και είχε σουρουπώσει για καλά. Κάτι υπόκωφο ακουγόταν. Έβαλα κοντά το αυτί μου μήπως και αφουγκραστώ από πού προερχόταν ο ήχος, από ζώο ή από άνθρωπο, που ήταν φιμωμένος και δεμένος, ή κάτι άλλο. Πήρα το θάρρος μια στιγμή να αγγίξω το σύρμα με το οποίο ήταν δεμένη η πόρτα και τότε ένιωσα στην πλάτη μου την κάννη του όπλου. Κόπηκαν τα πόδια μου. «Μην τολμήσεις να γυρίσεις, εδώ θα γίνει ο τάφος σου», ακούστηκε μια στριγκή αντρική φωνή. «Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα», ξαναείπε. «Είχα δώσει ρητή εντολή, να μην αγγίξει κανείς την πόρτα. Έχω δυο σφαίρες στην καραμπίνα, μία για λαγούς και μία για αγριογούρουνα, διάλεξε».
Είχα πάρει τόση τρομάρα κι είχα μαζευτεί σαν κουβάρι. Ούτε να ψελλίσω μπορούσα. Με έσπρωξε με τη μπότα του και πέφτοντας γύρισα τ’ ανάσκελα και μόλις τον αντίκρισα, δεν άντεξε άλλο να κρατάει το στόμα του και άρχισε να γελάει τόσο δυνατά που τρόμαξα ακόμα περισσότερο. Όταν σταμάτησε το γέλιο, είπε: «Να ’σαι καλά, μου έφτιαξες τη μέρα, άντε άνοιξε την πόρτα τώρα».
Δίσταζα εγώ, είχα πάρει τόσο φόβο που δεν αντιλαμβανόμουν τι συμβαίνει ακόμα, ώσπου αμέσως μετά ο Κώστας και η Μαριλού έτρεξαν να μου εξηγήσουν πως ήταν απλώς μια πλάκα, επειδή ήμουν τόσο δύσπιστος σ’ αυτούς κι άκουγα τις ανοησίες του καθενός στον καφενέ. Την πόρτα την άνοιξε τελικά η Μαριλού και αντικρίσαμε στο εσωτερικό ξαπλωμένο ένα μικρό πουλάρι. Ο Ζαφείρης μάς έλυσε τις απορίες λεπτομερώς: «Ήρθαν κάτι αλήτες κυνηγοί να το αρπάξουν και τα ενήλικα άλογα μαζεύτηκαν γύρω του σε κύκλο όπως κάνουν όταν πλησιάζουν λύκοι, αλλά εκείνοι πυροβόλησαν και σκότωσαν τέσσερα, όμως δεν κατάφεραν το σκοπό τους. Τηλεφωνήσαμε αμέσως στις αρχές, αλλά δεν βρέθηκαν, όπως συνήθως οι ένοχοι, μάλλον δεν θέλησαν να ψάξουν ή τα κουκούλωσαν τα πράγματα. Το γεγονός δεν αναφέρθηκε πουθενά, εκτός από την εφημερίδα Καλημέρα κυρα-Γη της Οικολογικής Κίνησης. Το πουλαράκι, μάλλον από το φόβο του να τρέξει, γλίστρησε στο βράχο, έπεσε και πληγώθηκε. Έχει σπασμένο πόδι και πληγή στη ράχη. Μας έδωσαν οδηγίες από το τηλέφωνο οι εθελοντές της περίθαλψης άγριων ζώων, επειδή δεν μπορούσαν να έρθουν άμεσα, να το κρατήσουμε εδώ και να το φροντίζουμε. Όταν θα γιάνει εντελώς, θα το πάμε πίσω στο κοπάδι».
Η Μαριλού το χάιδεψε λιγάκι στο κεφάλι, αλλά είπε πως δεν πρέπει να το νταντεύουνε πολύ, για να παραμείνει άγριο και να μην πλησιάζει τους ανθρώπους όταν θα επιστρέψει στο κοπάδι.
Ο Ζαφείρης ζήτησε συγγνώμη για τη χοντρή πλάκα νωρίτερα, αν και ήταν ιδέα του Κώστα, που το παραδέχτηκε δίχως να μετανιώνει, γιατί μου άξιζε, είπε, ένα μικρό μάθημα, αφού όλο τα αρνητικά είχα στο μυαλό μου. Κατεβήκαμε για φαγητό. Ένιωθα ντροπή για όλα. Μου ’χε κοπεί η όρεξη, αλλά δοκίμασα τελικά λίγο από το δικό τους τυρί και κατέβασα δυο τσιπουράκια μονορούφι. Ο Κώστας ζήτησε από το Ζαφείρη να μας πει, αν θέλει, καμιά ιστορία απ’ τα καράβια. Αυτός συμφώνησε, αλλά είπε πως θα προτιμούσε, ως στεριανός πλέον, να διηγηθεί μια ιστορία από τον τόπο που γεννήθηκαν οι δικοί του. Έγνεψε στη Μαριλού να χαμηλώσει το φως της λάμπας και ξεκίνησε χαμηλόφωνα.
«Για τη νύχτα εκείνη θα μιλήσω, όπως θυμάμαι να την περιγράφει ο πατέρας μου για τον δικό του πατέρα. Πώς σώθηκε από τους Βούλγαρους όταν ανέβηκαν να κάψουν το χωριό μας και να σκοτώσουν όλους τους άντρες πάνω από δεκαεφτά χρονών. Κάποιοι πρόλαβαν να φύγουν, άλλοι κρυφτήκανε κι άλλους τους δολοφόνησαν δίχως έλεος.
»Ο πατέρας του πατέρα μου, καβάλησε το άλογο του και προσπάθησε να απομακρυνθεί στο δάσος. Κρύφτηκε σε μια ρεματιά κι ούτε φωτιά δεν άναψε στο κρύο, αλλά τον πρόδωσε το άλογο που χλιμίντρισε. Τον περικύκλωσαν τρεις οπλισμένοι, τον αιχμαλώτισαν, τον έδεσαν και τον βασάνιζαν να πει πού έχουν κρυφτεί οι υπόλοιποι και πού είχαν στο σπίτι θαμμένες τις λίρες. Ο ένας από τους τρεις πήγε να πιάσει και το άλογο για λάφυρο, αλλά εκείνο, εκπαιδευμένο μόνο για τον καβαλάρη του, τον έσυρε με δύναμη και τσάκισε το κεφάλι του σ’ ένα δέντρο. Οι άλλοι δύο, πυρ και μανία, μάζεψαν το νεκρό και διέταξαν κλωτσώντας τον πατέρα του πατέρα μου να φωνάξει το άλογο για να το δέσουν. Εκείνος, με το όπλο στον κρόταφο, τους εξήγησε πως αν δεν του λύσουν τα χέρια κανείς δεν θα μπορέσει να το πιάσει. Ο στρατιώτης είχε αντίρρηση, αλλά ο επικεφαλής αποφάσισε πως δεν ήταν ρίσκο και τον έλυσε κρατώντας πάντα το όπλο πίσω από στην πλάτη του. Το άλογο, μ’ ένα σφύριγμα, πλησίασε και περίμενε οδηγίες. Ο πατέρας του πατέρα μου πήγε αργά αργά κοντά του κι έπιασε το χαλινάρι να το παραδώσει στα χέρια του Βούλγαρου αξιωματικού, όμως εκείνο ξαφνικά αφήνιασε, όρμησε καταπάνω του και του κατάφερε ένα θανάσιμο χτύπημα στο μέτωπο. Άρπαξε τότε ο πατέρας του πατέρα μου το όπλο του και πυροβόλησε τον άλλο, πριν τον προλάβει εκείνος, δύο φορές κατάστηθα. Κατόπιν κοίταξε ψηλά, έκανε το σταυρό του τρεις φορές, χάιδεψε τρυφερά το κεφάλι του αλόγου του και πήρανε μαζί το μονοπάτι μες στη νύχτα».
«Πατέρα», τον διέκοψε διακριτικά η Μαριλού, «κάπως αλλιώς μου την έχεις διηγηθεί αυτή την ιστορία». «Και σε μένα», παρενέβη κι ο Κώστας, «διαφορετικά, δίχως το άλογο».
Ο Ζαφείρης αναστέναξε βαθιά κι ομολόγησε πως τα δύσκολα πονάνε, θέλουν κότσια για να τα αφηγηθεί κανείς στα ίσια. «Αυτή την ιστορία, κάπως έτσι θα ήθελα να την ακούσω σαν παιδί από τον πατέρα μου, γιατί έτσι επιθυμούσα να ’χε γίνει κι όχι αλλιώς», παραδέχτηκε βουρκωμένος. «Όπως σε κάποιες καουμπόικες ταινίες, που νικάει στο τέλος αυτός που ’χει το δίκιο. Όμως, δυστυχώς, τον πατέρα του πατέρα μου, μαζί με άλλους δώδεκα συγχωριανούς του που βγήκαν με λευκή σημαία, άοπλοι, για να διαπραγματευτούν ειρηνικά με σκοπό να μην τους κάψουνε τα σπίτια, οι άνανδροι οι Βούλγαροι τους έστησαν στα τρία μέτρα και τους εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Ο πατέρας του πατέρα μου πληγώθηκε, αλλά δεν έμεινε στον τόπο, κυλίστηκε και κρύφτηκε στο ρέμα αιμόφυρτος. Δεν τον αντιλήφθηκαν μέσα στον πανικό για να του δώσουν τη χαριστική βολή. Επέζησε προσωρινά, αλλά είχε χάσει πολύ αίμα, δεν άντεξε από την αδυναμία και πέθανε μερικούς μήνες αργότερα. Ήταν δεν ήταν τότε έντεκα χρονών ο πατέρας μου και τον θυμόταν μονάχα σαν σε όνειρο, καταπονημένο στο κρεβάτι, στο σπίτι του θείου του. Εγώ, όχι μόνο δεν τον γνώρισα ποτέ, για να τον αποκαλέσω παππού, δεν ξέρω ούτε καν πως ήτανε το πρόσωπό του. Οι μοναδικές φωτογραφίες από το γάμο και την ταυτότητά του, κάηκαν μαζί με όλα τα υπάρχοντα τους από το μένος των βάρβαρων κατακτητών. Αυτή είναι η αληθινή ιστορία και δυστυχώς δεν είναι η μοναδική σε εκείνη την περίοδο της Κατοχής στα μέρη μας. Όχι αυτά τα άθλια ψέματα, που σπέρνουν ασυλλόγιστα οι ρουφιάνοι κι οι αργόσχολοι στους καφενέδες».
Την τελευταία του φράση την εξέλαβα ως καρφί, γιατί, εκτός των άλλων, ένιωσα ν’ απευθύνεται και στη δική μου ευπιστία απέναντί τους. Αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Ζήτησα συγγνώμη και βγήκα έξω να πάρω λίγο αέρα. Ήθελα να μείνω μόνος. Έκανε αρκετή ψύχρα αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Καθώς είχαν λουφάξει όλα τα πουλιά και τα έντομα, η σιωπή απλωνόταν περισσότερο απειλητικά παρά κατευναστικά. Το φεγγάρι μόλις είχε ξεπροβάλλει ολοστρόγγυλο, με χρώμα κόκκινο βαθύ. Κάποιος λύκος ή τσακάλι ακούστηκε να ουρλιάζει από μακριά, μα στο δικό μου αναστατωμένο νου φάνταζε σαν φωνή σπαρακτική μοναχικού ατόμου που είχε καημό αβάσταχτο. Κάθισα αρκετή ώρα ακίνητος μέσα στη σκοτεινιά και τη βραδινή υγρασία. Το μόνο παρήγορο πλέον στη σκέψη μου ήταν πως είχε εκλείψει, ως δια μαγείας, και η παραμικρή αμφιβολία για το ποιόν του χαρακτήρα του Ζαφείρη. Συλλογιζόμουν μονάχα το μικρό λαβωμένο πουλάρι πώς θα επιβιώσει μετά την τραυματική του περιπέτεια, πώς θα το υποδεχτεί μετά από καιρό η αγέλη και αν ανάμεσα στα τέσσερα σκοτωμένα ζώα συμπεριλαμβανόταν και η μητέρα του. Αν και τα ζώα, όπως συχνά μου επαναλάμβανε με απόλυτη σιγουριά ο Κώστας, έχουν πάντα τον τρόπο να ισορροπούν, ενώ οι άνθρωποι κάνουν το παν για το αντίθετο.
Όταν επέστρεψα στο καλύβι, ήταν ήδη μεσάνυχτα και κάτι. Μπήκα με το μικρό φακό που είχα κρεμασμένο στα κλειδιά του αυτοκινήτου. Είχαν αποκοιμηθεί όλοι. Φώτισα για λίγο πάνω στον τοίχο τη φωτογραφία της γυναίκας-μάνας, που δεν ήταν αλλά έμοιαζε τόσο ζωντανή, όπως ακριβώς οι γυναίκες στους πίνακες των σπουδαίων αναγεννησιακών ζωγράφων της εποχής του πραγματικού Ντίρερ. Το βλέμμα της ήταν λιγάκι μελαγχολικό, όμως είχε τέτοια ένταση, που μ’ έπειθε απόλυτα, πως ήταν η μόνη που αγρυπνούσε σ’ αυτό το καλύβι και πως θα αγρυπνούσε για όσο θα χρειαζόταν δίπλα στον άντρα και την κόρη της και πως όλος ο κόπος, η αφοσίωση, η φροντίδα και η αγάπη της για το κάθε τι σ’ αυτό το απέραντο οροπέδιο δεν θα πήγαιναν χαμένα.
Γιώργος Χ. Κασαπίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου