Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Φύλλα
δροσερά των ήχων απ’ το ουράνιο δέντρο
με
χυμούς καθώς χάνονται σε παντρειές τραγουδιών
όπου
η σιγή δεν έχει ακόνι και στέκει μονάχος
ο
λυτρωτής τ’ αστέρια σα μεγάλα νομίσματα κόβοντας
να
φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου.
Φύλλα
χαμηλόπνοα των ονείρων ένας αέρας
δυνατός
μπορεί ν’ αλλάξει τη φωνή σας
για
να λάμψουν οι ρομφαίες από χρώματα
στη
χαραυγή του στήθους όταν είμαι πάλι και σας κράζω
να
φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου.
Φύλλα
γεμάτα θάνατο φύλλα στον ήλιο μαύρης Ανοίξεως
τι
σχολείο που είναι η θλίψη
και
τα πουλιά πέρα στην άσπιλη λαλιά βαθαίνουν ετοιμασίες
θάμβος
μια χλόη μικρή και την παράκληση
να
φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου.
ΚΥΡΙΑΚΗ
Πάλι
μια Κυριακή στενάζει μέσ’ στο κρύο
είναι
του στήθους η μεγάλη παγωνιά
η
φεγγερή μου ανάσα
όπως
ο γαλανός καρπός βοά σ’ έν’ άδειο καλοκαίρι.
Πάλι
μια Κυριακή με φέρνει ως το θάνατο
γυρίζω
δύσκολα τη μνήμη
κι
αν ποθώ τ’ αστέρια δεν έχω τη χαρά
του
σκοτεινού βαθειάν ελπίδα τώρα.
Γι’
αυτό στενάζει μέσ’ στην Κυριακή
μονάχη
της η δύναμή μου.
ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ
ΑΠ’ ΤΟΝ ΚΕΡΑΜΕΙΚΟ
Ιερά
προχωρούν εδώ οι ακράδαντοι έλληνες
η
Οδός των Τάφων οδηγεί στον Πειραιά
κ’
είν’ αρχαία η θάλασσα πατρίδα
στους
καιρούς ανταύγεια μόνη.
Τα
όνειρα παίρνουν απ’ τον αιώνιο ρόχθο τη λαλιά
και
πετώντας ο αδέξιος γλάρος
έχει
σβήσει τα όρια
παρελθόντος
παρόντος και μέλλοντος.
ΑΣΜΑ ΔΑΚΡΥΚΙΝΗΤΟΝ
Bas-Empire
ο μεσαίος ουρανός της μοίρας μας
κι
ο ήλιος αττικός σύντροφος και πολιούχος
πλαγιάζει
με τη μοναξιά του Γιάννη.
Είναι
δις ένδοξος αυτός ο ουρανός
ολημερίς
του πλούτου ο Μελωδός και σχίζει το στερέωμα
φωτιές
τον περιζώνουν
ολονυχτίς
της ευωδίας ο Πανσέληνος
οι
χρόνοι δροσεροί με τάματα τον ασημώνουν
κι
αμάραντη θάλασσα τον έρωτα βαθαίνει στα νερά της.
ΤΡΙΓΥΡΩ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ
Πέτρες
με μάτια γεμάτα νερό
οι
αρχαίες φωνές έρχονται απ’ το γκρίζο,
μιλούν
οι βράχοι και τα μάρμαρα
λευκά
όσο κι ο θάνατος
ανθρώπινα
πολύ μέσ’ στη θεότητα.
ΠΙΝΟΝΤΑΣ ΚΡΑΣΙ
Βρέθηκα
πάλι με το άνθος έρημος
εδώ
στο φως του καπηλείου
φεύγει
σαν έντομο η ματιά προς τη συννεφιασμένη οροφή
καυσόξυλα
τα κάρβουνα η μαυρισμένη σκάλα
τόσον
αρχαία
όσο
κ’ η γεύση του θεού μέσ’ στη ροή μας.
Είναι
σαν εκκλησία ο χώρος είναι οι έλληνες
όποιος
νεκρός εδώ μ’ ευσέβεια μνημονεύεται
προσμένει
ο καιρός απάνω στις σκόνες.
Α
η ζωή τι παιδεμός
σαρώνει
τη χαρά με θειάφι...
ΡΩΓΜΕΣ
Πάλι
στους δρόμους οπού ζήσαμε την προσωπίδα
κόκκινη
με σταλαγματιές χρυσού
τέτοια
περιπέτεια τέτοια ωραία ελπίδα
μέσ’
στις συνέχειες των ονείρων έχω τον αμνό
δεν
πιστεύω στα ποτάμια ολοένα τρέχουν
δεν
πιστεύω στα φύλλα ολοένα πέφτουν
είναι
θεία ένδον αιθάλη π’ αλλάζει τις οράσεις
κι
ο θάνατος βαθαίνει την τέφρα.
ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ
Εδώ
κοντά μου είν’ ο άλλος
είναι
χαρά και χώρος αγαθός
να
χύσω τα νερά της ερημιάς από μέσα μου
ο
πλησίον.
Στο
θάμνο
η
κλίση του χεριού νυμφεύεται το φύλλο.
Πώς
ανατέλλει μια ομορφιά στα βήματα...
Και
η νήφουσα της ακακίας εικόνα
που
θροΐζουν τα φύλλα της
απ’
αόρατον άνεμο λευκό.
Σκάβει
τη γη ο άνθρωπος με θλίψη
κοιτάζοντας
ημέρες και χρόνια
την
καλή κατοικία.
Η
βροχή μεγάλη με νερά πολλά
κλείνει
την πραγματικότητα
για
να ’μπει καθένας μέσ’ στα παραμύθια
πέρ’
απ’ την οργή του κεραυνού
μονάχος.
Πόλις
χειμώνας η βροχή σαν τέλος της ψυχής.
Από
τη συλλογή «Η έλαφος των άστρων», (1962), που περιλαμβάνεται στην συγκεντρωτική
έκδοση «Νίκος Καρούζος - Τα ποιήματα Α΄ (1961-1978)», εκδ. Ίκαρος (ε΄ έκδοση
2013).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου