ήρθε το πνεύμα
απ’ τις όχθες άλλης ακτής
σ’ αυτό το διάλειμμα
ενδιάμεση ανάσα του χρόνου
θα περάσω απέναντι
γράφοντας στίχους για κείνα που μας λείπουν
όσα μας χωρίζουν απ’ το βαθύτερο νόημα
μεταμορφωμένες οντότητες οι σκέψεις
περνούν την υπερκόσμια γέφυρα του χάους
στο φως του λίκνου.
μια χαμένη μάχη στα έγκατα της καρδιάς
ή
κλείνοντας ένα παλιό βιβλίο
ανέστιος και πλάνητας
παράπλευρη απώλεια της ύπαρξης
σκαλίζω τις ρίζες του αδιανόητου.
μπροστά στο άπειρο
αν έφτασε εδώ ποτέ
ό,τι έπρεπε να ’ρθεί
αν ο ίδιος είναι το νόημα
ή
η αντανάκλαση μιας θλίψης.
η μνήμη του ανέμου
μας προσπερνά
η αγάπη ντυμένη το άπιαστο
συντρίβει τον θάνατο
στη νιότη άλλης ακτής
θα ξαναβρεθούμε
έξω απ’ τον χρόνο.
από σύμπαν και μοναξιά
όλα έχουν μνήμη και θυμούνται
ωκεανοί γαλαξιών στο χέρι του Θεού
οι αιωνιότητες πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται.
μαθαίνει να τραγουδά
προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο
με παίρνουν οι λέξεις
μ’ ανασηκώνουν ψηλά
σ’ έναν περίπατο στο θαύμα.
απ’ το κενό που κανείς την αρχή του δεν είδε
η απεραντοσύνη διεισδύει αφήνοντας
ίχνη και δονήσεις αξόδευτου μυστικού
πηδώντας από νύχτα σε νύχτα.
απροετοίμαστοι ν’ αποδεχθούμε τόση σοφία
τυλιγμένος στις αυταπάτες του ο καθένας
μιλά με τη σκιά του
κάτι ανάμεσα στην ηχώ που απομακρύνεται
και στον αφρό των λέξεων.
και είναι για πάντα
ανάμεσα στο μηδέν και τον θάνατο
μια δίψα ποντίζεται ακατάπαυστα.
στα βαθιά μονοπάτια του ονείρου
όλα ήταν εκεί από καιρό
στη σκακιέρα οι θέσεις των άστρων έτοιμες
από τους στρατιώτες-μνήμες ως τον βασιλιά-ήλιο.
σαν άνεμος
ή
μια αθέατη οικειότητα της καρδιάς
«είμαι ο κατοπτρισμός που γέννησε η ζωή
τα γηρατειά οφθαλμαπάτη
ο έρωτας πλοηγός
για το ελλείπον φως του κόσμου»
ψιθύρισε
«θα ήθελα να ξέρω για ποιον πεθαίνω
δεν έλυσα κανένα αίνιγμα»
είπα
«ούτε κι εγώ
κανείς δεν προλαβαίνει την ανταρσία
το αίνιγμα είναι
αυτός που αγαπά
ελπίζω να το κατάλαβες τώρα»
θρόισε
φεύγοντας ο άνεμος
κι έσπρωξε μπροστά μου
στην άδεια πια σκακιέρα
την αιωνιότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου