ερήμην να διαβούν να προσπεράσουν
μες στη γαλάζια στους ομίχλη δίχως πρόσωπο
κάποιους χειμώνες σκοτεινούς, δίχως μια λέξη.
Την άμμο μπρος στα πόδια −νέα έρημο−
και τις κλεψύδρες του καιρού π’ όλο στερεύαν.
πόσο μου λήστεψαν το βιος
δίχως αγάπη.
την ώρα που το σίριαλ αρχίζει
βοσκάει με θόρυβο φιστίκια από το πιάτο σου
θρονιάζεται μπροστά στον καναπέ σου
και πια δε βλέπεις την οθόνη, μα δε νοιάζεσαι
ιδρώτας δύσοσμος κυλά, κολλούν τα δάχτυλα
κι όταν κατάκοπος συρθείς ως το κρεβάτι
νιώθεις το πέλμα του βαρύ πάνω στο στέρνο σου
− μήτε το όνειρό σου πια δεν ανασαίνει.
αχάραγα σου φέρνει το λουράκι σου
να βγεις για την ανάγκη σου στο πάρκο.
Από την ενότητα
"Άχρωμες μέρες"
στον δρόμο απόλυτη σιωπή. Είναι
αργά. Πολύ αργά.]
Μέσα
σε τόσους πια θεούς
δώστε μου έναν
σαν το μωρό να τον κρατώ στα γυμνά στήθια μου.
Ν’ ακούω νύχτα την καρδιά του ρυθμικά,
με την ανάσα του βαθιά
να γαληνεύω.
Να
λέει πως μπορεί το φως
μόνο για μένα να σκορπά
αστέρια, ήλιους στη σειρά, λαμπρό χρυσάφι
να λέει θάλασσες, νησιά
μπροστά στα πόδια μου,
μ’ ένα του νεύμα μοναχά, πως θα μου φέρει.
Κι
ας είναι αδύναμος θνητός
κι ας είναι πάμφτωχος.
Ας είναι άσημος, μικρός,
ας είναι ψεύτης.
[Ο ψίθυρός της σίγησε. Το σώμα της ακίνητο,
ιδρωμένο. Απ’
τις παλάμες της αναβλύζει
ακόμα το αίμα της αγάπης της.]
ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ
Κάτω
απ’ τα μάτια μια σκιά, νύχτα που βιάστηκε
κι ένα παράπονο βαθύ −δες πάλι βρέχει−
φύλλα του δρόμου τα μαλλιά ανακατεύτηκαν
ωχρά τα χείλη σου ψυχρά δίχως τραγούδια.
Τι
φταίει τάχα κι η ζωή σού ’γινε δύσκολη
έλεγες δε θα μεγαλώσεις, δε θ’ αλλάξεις
πώς βρέθηκες εδώ μακριά απ’ το σπίτι σου
σε μονοπάτια όλο πέτρες κι άγρια αγκάθια.
Πού
πήγαν όλα τα παιχνίδια και τα ψέματα
τα παιδικά σου παραμύθια και τα γέλια
κοίτα
τ’ αυλάκια που σου χάραξαν αλύπητα
η θλίψη κι ο καιρός στα μάγουλά σου.
δώστε μου έναν
σαν το μωρό να τον κρατώ στα γυμνά στήθια μου.
Ν’ ακούω νύχτα την καρδιά του ρυθμικά,
με την ανάσα του βαθιά
να γαληνεύω.
μόνο για μένα να σκορπά
αστέρια, ήλιους στη σειρά, λαμπρό χρυσάφι
να λέει θάλασσες, νησιά
μπροστά στα πόδια μου,
μ’ ένα του νεύμα μοναχά, πως θα μου φέρει.
κι ας είναι πάμφτωχος.
Ας είναι άσημος, μικρός,
ας είναι ψεύτης.
κι ένα παράπονο βαθύ −δες πάλι βρέχει−
φύλλα του δρόμου τα μαλλιά ανακατεύτηκαν
ωχρά τα χείλη σου ψυχρά δίχως τραγούδια.
έλεγες δε θα μεγαλώσεις, δε θ’ αλλάξεις
πώς βρέθηκες εδώ μακριά απ’ το σπίτι σου
σε μονοπάτια όλο πέτρες κι άγρια αγκάθια.
τα παιδικά σου παραμύθια και τα γέλια
η θλίψη κι ο καιρός στα μάγουλά σου.
Από την ενότητα
"Γλυκό σκοτάδι"
το άγραφο χαρτί μου που μουρμούριζε
την πόρτα που ξεκλείδωνε στο φως
πρωί Σαββάτου κι η καρδιά τρελά χτυπούσε.
το όνειρό μου που αδέσποτο γυρνούσε
το κρυφογέλιο των παιδιών στ’ άλικα χείλη τους
το νέο που δε σκούριασε στα χέρια.
Από την ενότητα
"Ανεπίδοτη θλίψη"
Από την έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου