Μία λοξή κάπως σιωπή δίπλα στο ανοιγμένο σου
Παράθυρο, το από έξω
Μουτζουρωμένο πάντοτε
Με το αποτύπωμα του μελανού αέρα.
Χάσαμε
Την ικανότητα να ξεδιαλύνουμε πού πάνε οι στάχτες
Πώς εξαντλούν την άχνη τους, τι χρησιμεύουν
Στον ανεξάντλητο των πρωινών μας κόσμο.
μου
φώναξε από το απέναντι μπαλκόνι
"κι ούτε τ’ αυτιά μου με βοηθάνε.
Καλημέρα".
Κι
ύστερα, κάθε ένα βράδυ,
το φως του μπαλκονιού ανάβει, αργά.
Έτσι
συμβαίνει
στο έρεβος του κρεβατιού μου εγώ
χαζολογώντας
νερά ν’ ακούω από μακριά,
βαθιά σαν νύχτα,
να σκίζονται από ένα σίγουρο καράβι.
Νερά που αφρίζουνε στο γλυκερό
έρημο βράδυ, και λέω η λάμπα της
θα φταίει που μαζεύονται
πίσω από το κλειστό μου τζάμι.
Πάλι
μετά, ώρα προτού χαράξει,
σηκώνεται ανελλιπώς και μου τη σβήνει.
Κι ο ήχος σταματάει κι αυτός.
Φωνή φυσιογνωμιστή
Ένας
παλιάτσος στην αδειανή γωνιά του δρόμου
βγάζει και βγάζει απ’ την τσέπη
το μαντήλι με τους κόμπους του
και το περνάει τριφτά πάνω από
τις μπογιές στο πρόσωπό του,
μα εκείνες επιμένουν
−Εκ
γενετής κλόουν λοιπόν!
Ποιος
το ’πε αυτό;
Θυμώνοντας
τραβάει κάτω απ’ τη γλώσσα του μι’ αστραφτερή
μακριά καρφίτσα,
που τη φυλάει για έκτακτες περιπτώσεις,
και σπάζει ένα-ένα τα μπαλόνια του
Χριστούγεννα 2047
Τι
εξαίσιο πρωί ξημέρωσε!
Στέρεος αέρας, αχτίδες που αστράφτουν
Στον κρύο γαλάζιο ουρανό
Και
από κάτω
Διαβάτες
να καλημερίζουνε διαβάτες
Παιδιά παίζοντας με τα χνώτα τους
Σκύλοι αργόσχολοι προσηλωμένοι
σ’ ένα μυστήριο κυνήγι
"κι ούτε τ’ αυτιά μου με βοηθάνε.
Καλημέρα".
το φως του μπαλκονιού ανάβει, αργά.
στο έρεβος του κρεβατιού μου εγώ
χαζολογώντας
νερά ν’ ακούω από μακριά,
βαθιά σαν νύχτα,
να σκίζονται από ένα σίγουρο καράβι.
Νερά που αφρίζουνε στο γλυκερό
έρημο βράδυ, και λέω η λάμπα της
θα φταίει που μαζεύονται
πίσω από το κλειστό μου τζάμι.
σηκώνεται ανελλιπώς και μου τη σβήνει.
Κι ο ήχος σταματάει κι αυτός.
βγάζει και βγάζει απ’ την τσέπη
το μαντήλι με τους κόμπους του
και το περνάει τριφτά πάνω από
τις μπογιές στο πρόσωπό του,
μα εκείνες επιμένουν
Θυμώνοντας
τραβάει κάτω απ’ τη γλώσσα του μι’ αστραφτερή
μακριά καρφίτσα,
που τη φυλάει για έκτακτες περιπτώσεις,
και σπάζει ένα-ένα τα μπαλόνια του
Στέρεος αέρας, αχτίδες που αστράφτουν
Στον κρύο γαλάζιο ουρανό
Παιδιά παίζοντας με τα χνώτα τους
Σκύλοι αργόσχολοι προσηλωμένοι
σ’ ένα μυστήριο κυνήγι
Καθώς περνάω από δίπλα
Σηκώνω το μεγάλο μου ντικενσιανό καπέλο
Το πρώτο
Που πλέον δεν ποντάρω στην αγάπη
Ποιητές πετάξτε τα χαρτιά σας!
Ένα, δυο, εκατοντάδες στον αέρα
Χαρτιά, της διαρκώς σκυφτής σας λιτανείας
Για μιαν ανίατη πληγή.
Χαρτιά, ανέμυαλα να προσγειώνονται
Στο πάτωμα που τρίζει ερημία·
Ας δικαιώσετε λοιπόν τους αναστεναγμούς του!
Στο δρόμο βγείτε
Την τύχη ακολουθήστε
Ανοίγοντας πρώτη φορά τα μάτια
Ώστε να δούν αυτά
Τα πόσα ανείδωτα,
Τα δίχως ανταπόκριση στον έρωτά τους, που περάσαν
Χρυσά του Δεκεμβρίου πρωινά. Ποιητές πετάξτε τα χαρτιά
Μ’ ωραίους αυτοσχεδιασμούς στον άφρονα αιθέρα
Ποιητές όλους τους δρόμους περπατήστε
Μ’ ωραία πυξίδα την καρδιά της ποίησης που γεννιέται
Και που ’ναι η πάντα ανεξάντλητη ποτέ αδραγμένη
Η για-όλα-αυτά θριαμβεύτρια, η τόσο φευγαλέα
Η διάφανη ομορφιά.
Μαρία
Θεοφιλάκου
Πηγή: το ιστολόγιο της ποιήτριας
Ένα, δυο, εκατοντάδες στον αέρα
Χαρτιά, της διαρκώς σκυφτής σας λιτανείας
Για μιαν ανίατη πληγή.
Χαρτιά, ανέμυαλα να προσγειώνονται
Στο πάτωμα που τρίζει ερημία·
Ας δικαιώσετε λοιπόν τους αναστεναγμούς του!
Στο δρόμο βγείτε
Την τύχη ακολουθήστε
Ανοίγοντας πρώτη φορά τα μάτια
Ώστε να δούν αυτά
Τα πόσα ανείδωτα,
Τα δίχως ανταπόκριση στον έρωτά τους, που περάσαν
Χρυσά του Δεκεμβρίου πρωινά. Ποιητές πετάξτε τα χαρτιά
Μ’ ωραίους αυτοσχεδιασμούς στον άφρονα αιθέρα
Ποιητές όλους τους δρόμους περπατήστε
Μ’ ωραία πυξίδα την καρδιά της ποίησης που γεννιέται
Και που ’ναι η πάντα ανεξάντλητη ποτέ αδραγμένη
Η για-όλα-αυτά θριαμβεύτρια, η τόσο φευγαλέα
Η διάφανη ομορφιά.
στο τραίνο της ποίησης
https://trenopoiisis.blogspot.com/
Στην εικόνα: Woman in phone booth
(1966-1967), by Danny Lyon
https://trenopoiisis.blogspot.com/
Πηγή για την εικόνα: https://www.clevelandart.org/art/2013.131
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου