ΙΣΜΗΝΗ
(αποσπάσματα)
(Ένας νεαρός
αξιωματικός της φρουράς είχε ζητήσει να γίνει δεκτός απ’ τη Δέσποινα του
αρχοντικού. Ο πατέρας του δούλευε από παιδί στα κτήματά τους κ’ είχε γίνει κάτι
σαν άνθρωπος του σπιτιού. Τώρα, γέροντας πια κι άρρωστος, στέλνει το γιο του μ’
ένα καλάθι φρούτα και μια γλάστρα βασιλικό, να φέρει τα σεβάσματά του και τον
αποχαιρετισμό του στην τελευταία απόγονο της μεγάλης ξεκληρισμένης φαμίλιας. Η
άδεια δόθηκε. Ο νεαρός αξιωματικός, με την εφαρμοστή στολή του, εύρωστος,
όμορφος, με την καθάρια ελληνική εγκαρδιότητα της αγροτικής καταγωγής του, αλλά
και μ’ έναν εμφανή γενικό αισθησιασμό − ασφαλώς καλλιεργημένον απ’ την επαφή
του με τους ανθρώπους της πόλης κι απ’ την αργία των στρατώνων − μοιάζει
ιδιαίτερα συγκινημένος, κολακευμένος και ερωτικά σχεδόν ταραγμένος μπροστά στην
ευγενική αρχόντισσα την έντονα βαμμένη και σφιγμένη στον κορσέ της, που
διατηρεί ωστόσο την αόριστη χάρη μιας μακρινής, σβησμένης ομορφιάς. […] Στιγμές-στιγμές, κάποια ανταύγεια απ’ τα βαριά κοσμήματά της περνάει
στα έπιπλα, στο μεγάλο καθρέφτη, στα τζάμια ή στο πρόσωπο του νέου. Άξαφνα,
εκείνος σωπαίνει. Βραδιάζει. Μια ανεξήγητη σιγαλιά κι αναμονή, Κ’ ίσως γι’ αυτό
αρχίζει να μιλάει τώρα εκείνη σαν για να γεμίσει το κενό ή ν’ αποτρέψει την
προσέγγιση κάτι άπρεπου κι αναπότρεπτου ωστόσο):
Να
’ρχεστε πότε πότε· − αυτό μου δίνει ευχαρίστηση. Εδώ πέραο
χρόνος είναι αργός· τίποτα πια δεν έρχεται ή δε φεύγει,εκτός
απ’ τη συνηθισμένη αυτή φθορά στο ξύλο των επίπλων,στα
καδρόνια της στέγης, στα πατώματα, στις σκάλες,στους
σοβάδες, στα σκεύη, στις κουρτίνες, στους ρεζέδες −αργή
φθορά, μια σιωπηλή σκουριά, προπάντων στα χέρια και στα πρόσωπα.Τα
μεγάλα ρολόγια στους τοίχους σταμάτησαν − κανείς δεν τα κουρντίζει·κι
αν κάποτε στέκομαι μπροστά τους, δεν είναι για να δω την ώρα,μα
το ίδιο μου το πρόσωπο, καθρεφτισμένο στο γυαλί τους,περίεργα
άσπρο, γύψινο, απαθές, σαν έξω απ’ το χρόνο,ενώ
στο σκοτεινό τους βάθος οι σταματημένοι δείχτες,πίσω
ακριβώς απ’ το είδωλό μου, είναι ένα ασάλευτο νυστέριπου
πια δεν έχει ν’ ανοίξει ένα τραύμα, δεν έχεινα
μου αφαιρέσει τίποτα − φόβο ή ελπίδα, αναμονή κι αδημονία.[…] Κ’ είναι μια ωραία ασχολίανα
παρακολουθείς αυτή την αθόρυβη κατάρρευσησ’
ένα κενό τόσο βαθύ (χωρίς βάση και τέλος)που
σου γεννάει μιαν αίσθηση απεραντοσύνης,κάτι
σαν τις μεγάλες έννοιες που ονοματίζουμε περήφανα:ελευθερία,
αθανασία, αιωνιότητα και διάφορες άλλες.Όχι,
λοιπόν, κατάρρευση −μια κι όλα αυτά δεν έχουν από πού και πού να πέσουν·−ένας
αδέσμευτος μετεωρισμός, περίπου κάτι φτερωτό, σαν τα πουλιά, π.χ.,που
ανεβοκατεβαίνουν ή και ακινητούν μες στα φτερά τους· θα ’λεγαμια
ακίνητη πτήση μέσα στην απόλυτη, ευγενική ματαιότητα,μια
ύστατη ισορροπία − η ύστατη ελαφρότηταόλης
της ύλης − άρα και του θανάτου. Γι’ αυτό με βλέπετε τόσο
χαρούμενη −αν
λέγεται τούτο χαρά: η έλλειψη κάθε σκοπιμότητας,κάθε
φιλοδοξίας − μια εξαίσια νάρκη χειμερίαμ’
ακέρια τη συνείδηση του ψύχους, και μάλιστα μ’ ένα αίσθημα οίκτουγια
κείνους που υποφέρουν απ’ το κρύο, που συζητούν για το κρύο,που
κουκουλώνονται μ’ ένα σωρό φανέλες, πανωφόρια, κουβέρτεςγια
να προφυλαχτούν. Ω, αυτή η αστεία φροντίδα της προφύλαξής μας −όλο
προφύλαξη, προφύλαξη απ’ το κρύο, απ’ τη ζέστη, απ’ την πείνα, τη δίψα,απ’
την αρρώστια, απ’ το λάθος, απ’ το θάνατο· και μήτε που το βάζει ο νους μαςότι
το κρύο ανεβαίνει από μέσα μας, κι ούτε μπορείς τελικά να το αποφύγεις.Βεβαίως,
λίγη φωτιά στο τζάκι, το χειμώνα, κάτι αξίζει· −πάντοτε
μ’ ενδιέφεραν οι φλόγες με τις εύκαμπτες χορευτικές κινήσεις,με
τους πολύχρωμους, ασώματους αγγέλους, με τις σκιές τουςστο
ταβάνι, στους τοίχους· − η σκιά του μεγάλου αργαλειού ή της ανέμης,η
σκιά μιας κιθάρας που κρέμεται στο στύλο· και περισσότερο απ’ όλα,αν
είναι σώματα γυμνά − μεγεθυσμένες οι σκιές των μελών τουςεπάνω
στο ίδιο τους το σώμα, σαν ένα άλλο σώμαμελανό
κ’ ερυθρό· − η σκιά του στήθους κάτω απ’ το στήθοςμε
τη θηλή υπογραμμισμένη· η σκιά του στόματος μέσα στο στόμα·εκείνη
η τρομερή σωματική βεβαιότητα, η εξαίσια εχθρότητα,όπως
ορθώνονται τα μέλη, και μετά το ευγενικό τους λύγισμαμέσα
σε μια βαθειά κατάνυξη, κι όχι ταπείνωση. Το λύγισμαείναι
θαρρώ το μέτρο του ύψους. Οι πάντα φοβισμένοιδεν
έχουν τη δύναμη (καθώς, λόγου χάρη, η αδελφή μου) να σκύψουν,και
το ύψος τους είναι μονάχα μια παγωμένη ακαμψία.Ποια
η περηφάνια τους, λοιπόν; Ποια η άνεσή τους;Ω,
η αδελφή μου ρύθμιζε τα πάντα μ’ ένα π ρ έ π ε ι ή δ ε ν
π ρ έ π ε ι,λες
κ’ ήταν πρόδρομος εκείνης της μελλοντικής θρησκείαςπου
χώρισε τον κόσμο στα δυο (στον εδώ και στον πέρα), που χώρισετο
ανθρώπινο σώμα στα δυο, πετώντας το απ’ τη μέση και κάτω.Πολύ
τη λυπόμουν. Παρά λίγο να βλάψει και μένα. Αν την δοξάσανε τόσοήταν
γιατί τους γλύτωσε απ’ το να πράξουν το ίδιο. Στο πρόσωπό τηςτιμήσαν
τη δική τους αντίθεση νεκρή· − αυτοσυχωρέθηκαν,αθωώθηκαν
και ησύχασαν.
Αν είχε ζήσει, ω, σίγουρα,θα
την είχαν μισήσει. Μοναδική της σκέψηήταν
ο θάνατος. Και τώρα λέω: μια κ’ ήξερεότι
δεν ήταν τρόπος να τον αποφύγει, αντί να τον προσμένειαργά,
βαριά, γερνώντας ανωφέλευτα, προτίμησενα
τον προλάβει, να τον προκαλέσει μάλιστα, στ’ όνομαμιας
πονηρής κ’ ιταμής γενναιοφροσύνης, αντιστρέφοντας το φόβοόλης
της ζωής και της επιθυμίας της σε ηρωισμό, αντιστρέφονταςτον
ίδιο της αναπότρεπτο θάνατο σε μιαν ευτελή αθανασία,ναι,
ναι, ευτελή, παρόλη της την εκτυφλωτική λαμπρότητα. Πώς το άντεξε, θε μου,αυτή
η αιώνια φοβισμένη ως το θυμό, η αιώνια τρομαγμένημπροστά
στο φαΐ, μπροστά στο φως, μπροστά στα χρώματα,μπροστά
στο δροσερό, γυμνό νερό;
Ποτέ τηςδεν
άφησε τον Αίμονα να της αγγίξει το χέρι. Πάντα μαζεμένησάμπως
για να μη χάσει τίποτε, αναδιπλωμένη στον εαυτό της,με
το ’να χέρι της χωμένο στο μανίκι του άλλου,με
την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, με τα φρύδια σμιγμένα,πρόθυμη
μόνο να παρασταθεί σ’ όλες τις δυστυχίες,νιώθοντας
ίσως περηφάνεια για την δυστυχία της − ποια δυστυχία;[…]Αναρωτιέμαι
κάποτε μήπως και γεννηθήκαμε μόνο και μόνογια
να παραδεχτούμε απλώς πως θα πεθάνουμε. Ωστόσο, στα διαλείμματααυτής
της άδικης ερώτησης κινείται η ζωή μας.
Ο Αίμοναςείχε
μακρύνει απ’ όλους· δεν ανήκε πια στην αδελφή μουμήτε
στους φίλους του. Μια μεγάλη ησυχία, σχεδόν μια ικανοποίηση −αυτή
η ανεπανόρθωτη φυσική στέρηση· − μια γαλήνια βεβαιότητα:κανένας
πια δεν μπορεί να μας πάρει αυτό που δεν υπάρχει·η
μνήμη το κρατάει ακέριο σε βαθειά αποκλειστικότητακαι
μάλιστα εφαρμόζοντάς το κάποτε στους άλλους. Έχετε κάτι απ’ τον Αίμονα −αυτή
τη συστολή που φέρνει η δύναμη κι η ακεραιότητα· ιδίως το πηγούνιμ’
αυτή την αυλακιά στη μέση.
Τα βράδια που κάθομαι δω μέσα,δεν
ξέρω γιατί κελαηδάνε ακόμη τα πουλιά στον κήπο· − ίσως γι’ αυτό −για
την καινούργια αυλακιά του αλετριού −
Οι νεκροί, ξέρετε,πιάνουνε
πάντα πολύ τόπο· − όσο μικροί κι ασήμαντοι,μεγαλώνουν
μεμιάς· γεμίζουν ολόκληρο το σπίτι· δε βρίσκειςμια
γωνιά να σταθείς. Ακόμη κ’ η μητέρα,τόσο
σεμνή, συγκρατημένη πάντα της, αθόρυβη,έχει
αποχτήσει τώρα μια εξουσία απαραβίαστηστ’
ανθοδοχεία, στα σκεύη της μαγειρικής, στ’ ασπρόρουχα,στα
πιο κλειστά παραπετάσματα, στις ώρες του απόβραδου,όταν
αρχίζει να βρέχει, και το μακρύ βελονάκι τηςθαμποφέγγει
προβαίνοντας απ’ το παλιό κανίσκι της των εργοχείρων −αυτή
’ναι η θέση της μητέρας, το ύφος της μητέρας,η
στάση της, η σκέψη της − όλα είναι τώρα των νεκρών.[…]Ποτέ
δε μ’ εγκατέλειψε ο φόβος μη με καθίσουν μια μέρα στο θρόνο.Μόνον
αυτοί που φοβούνται τον εαυτό τους επιδιώκουν τ’ αξιώματα, ή, μάλλον,αυτοί
που μισούν τη ζωή και τους ανθρώπους. Δε θα μ’ άρεσε διόλουνα
’μαι περίβλεπτη, να μην έχω έναν ίσκιο, μια θέσησε
μια δική μου μυστική περιοχή, να βγάλω αργά τα σανδάλια μου,να
παίξω τα κλειδιά των συρταριών μου με ξέγνοιαστο χέρι, αφημένοέξω
από το κρεβάτι μου. Ο καημένος ο πατέρας −πάντα
τον θυμάμαι−είχε
ένα πρόσωπο σα συσπασμένο χέρι, γαντζωμένοσ’
ένα μεγάλο μαύρο παραπέτασμα, για να το ρίξει· τόσο που κάποτε λέωίσως
και να ’ταν καλό που τυφλώθηκε − ίσως έτσι τουλάχιστον να μπόρεσενα
δει προς τα μέσα του, να θυμηθεί λίγο-λίγοεκείνα
που δεν είχε δει· κ’ ίσως έτσι, στ’ αλήθεια, να τα είδε· γιατί ως τότεέβλεπε
την αυταρχική μορφή του (φυσικά, κολακευμένη) μες στα βλέμματατων
φοβισμένων υπηκόων του· − κ’ εκείνους κ’ εκείνοναπό
παιδί πολύ τους λυπόμουν.
Ασήκωτο βάρος, νομίζω,να
κυβερνάς και να προστάζεις. Και πάντα, στο τέλος, καθέναςκυβερνιέται
απ’ αυτό που κυβερνά· − χώρια η απέραντη κείνη υποψίαπρος
όλους και προς όλα, − ένας ίσκιος πουλιού να περάσει στην αίθουσατυχαία
την ώρα του λιογέρματος, είναι ένα τιναγμένο μαχαίρικαμωμένο
από αθόρυβο μέταλλο. Για τούτο οι τύραννοιγίνονται
μέρα με τη μέρα όλο πιο τύραννοι. Όταν ο κόσμοςέχει
το φόβο σου είτε την ανάγκη σου, ποτέ δεν ξέρει τί σου ετοιμάζει.Καλύτερα,
λοιπόν, μήτε να κυβερνάς μήτε να κυβερνιέσαι (πώς να γίνει;) −φτάνει
η κυβέρνια αυτή που μας σφραγίζει πριν απ’ τη γέννησή μας· φτάνειο
θάνατος που μας παραμονεύει· − μ’ αυτόν εξοικειώνεσαι κάπως·τα
ενδιάμεσα πια χάνουν την αιχμηρότητά τους. Χαλαρώνει το σώμα,ξεθωριάζει
το χρώμα στα μαλλιά, στα παράθυρα, στα μάτια,ξεσφίγγει
η παλάμη, όπου μέσα της είχαν αποθέσειένα
μεγάλο, σκληρό, χρυσό νόμισμα, κι όλη η ζωή μαςήταν
μια σύσπαση για να κρατήσουμε τούτο το νόμισμα, ένας φόβοςμη
και μας πέσει, μην το χάσουμε· αχρηστευόταν το ’να μας χέρι,αχρηστευότανε
η μισή ζωή μας, ολόκληρη η ζωή μας.Τώρα
ξεσφίχτηκε από μόνο του το χέρι, παραδόθηκε·το
νόμισμα έπεσε· μας το πήραν. Μόνο που μέσα στην παλάμημένει
βαθύ το χάραγμα από κείνο το ατέλειωτο σφίξιμο. Η σάρκαμαλάκωσε,
γαλήνεψε. Μπορείς πια να σαλεύειςελεύθερα
και τα δυο σου τα χέρια. Μπορείς να βαδίζειςκινώντας
άφοβα τ’ άδεια σου χέρια μέσα στο άδειο −μια
αργή, ελαφρά κωπηλασία μες στο υπέροχο άσκοπο, ώσπουένα
άλλο νόμισμα χάλκινο να σου βάλουν ανάμεσα στα δόντια.Κακά
’ν’ τα ψέματα − που ’λεγε κι ο πατέρας σας. Μες στο μαλακωμένο ετούτο σώμα,μένει
παντοτινά σκληρή, αμετάπειστη η επιθυμία· κ’ η αίσθηση εκείνημιας
αδικαιολόγητης αργοπορίας. Συχνά οι γυναίκες, τέτοιες ώρες,αγκαλιάζουν
τ’ αγάλματα, φιλούν το πέτρινο στόμα τους, ονειρεύονταιπως
πλαγιάζουν μαζί τους. Αν έτυχε ποτέ σας να δείτε τα χείλητων
αγαλμάτων βρεγμένα, είναι απ’ το σάλιο ερημωμένων γυναικών. Η μνήμηείναι,
βέβαια, ένα κάποιο καταφύγιο. Όμως κι αυτή εξαντλείται,της
χρειάζονται νέες παραστάσεις, έστω τυχαίες, έστω ξένες.[…]Έξω
απ’ τα τείχη πληθαίναν οι νεκροί. Ήμουνα πάντα περίεργηγια
τους νεκρούς· − όχι προσπάθεια εξοικείωσης με το θάνατοούτε
και συμφιλίωσης. Κάποτε ξέφευγα την επιτήρησητης
μητέρας και των παιδαγωγών· σκαρφάλωνα στο φρούριο· κοίταζαμες
απ’ τις πολεμίστρες· − κουβαλούσαν τους νεκρούς σε χειραμάξια, σε φορεία, σε σκάλες·άλλοι
απομέναν πλαγιασμένοι κάτω στην πεδιάδα, σε όμορφες στάσεις,ήσυχοι,
νέοι, ωραίοι, πλάι στα σκοτωμένα άλογά τους. Τους έβλεπαχωρίς
καθόλου θλίψη, − ωραίοι, σαν ταγμένοι στον έρωτα.Ώσπου
ήρθαν οι δικοί μας νεκροί· και μεμιάς μεγαλώσαμε.Είδα
την αδελφή μου στην αυλή τα χαράματα −σημαδεμένη απ’ τη μοίρα−κατάχλωμη.
Τα χέρια της, το φόρεμά της, τα μαλλιά της όλο χώματα.Τ’
αγιάζι το πρωινό μάς περόνιαζε. Τρέμαμε. Η μέρα κατέβαινεαπέραντα
άσπρη, διάτρητη με μαύρα κοράκια.Τι
κατάλαβαν, θε μου, τι κέρδισαν; Τα άλλα τα ξέρετε.Δεν
απόμεινε τίποτα. Μόνο η πέτρινη Σφίγγα πάνω στο βράχοέξω
απ’ τις πύλες των Θηβών, αδιάφορη, απερίσπαστη −δε
θέτει πια ερωτήματα. Κόπασε ο μάταιος θόρυβος. Άδειασε ο χρόνος.Μια
ατέλειωτη Κυριακή με κλεισμένα παράθυρα. Απίστευτοτα
βράδια του καλοκαιριού να ποτίζουν ακόμη τους κήπους.Μια
τάφρος σιωπής − όπως είπατε. Κοιτάχτε, βγήκε το φεγγάρι.Ακούγεται
έξω και το σιντριβάνι. Δεν το ακούτε; Τα χέρια σαςδιατηρούν
ακόμη τους ωραίους ρόζους της αγροτικής δουλειάς. Ελπίζωνα
μη μείνετε μονίμως στο στρατό. Σαν λήξει η θητεία σαςεπιστρέψτε
στα κτήματα, κοντά στον πατέρα σας. Η πόρτα ετούτηοδηγεί
κατευθείαν στο διαμέρισμά μου. Ο διάδρομος που βγάζει στο νότοδε
φρουρείται ποτέ. Χτυπήστε εφτά φορές. Μεσάνυχτα. Θα σας ανοίξω.Θα
’θελα να σας δώσω κάτι μικροπράματα για τον πατέρα σας.Κάτι
κοστούμια του Αίμονα −τα ’χω κρατήσει στη ντουλάπα−θα
σας πηγαίνουν μια χαρά φαντάζομαι. Και το καινούργιο του ξίφος,από
χρυσάφι, ελεφαντόδοντο, ρουμπίνια, − δεν πρόφτασενα
το ζώσει στη μέση του. Είναι όμορφη η νύχτα. Προσέχτε τη σκάλα.(Έχει
σκοτεινιάσει. Μπαίνει στο διαμέρισμά της ενώ ακούγονται ακόμη τα βήματα του
νεαρού αξιωματικού στη σκάλα. Ζητάει ψηλαφητά τα σπίρτα στο μικρό τραπέζι.
Ανάβει και τα τρία κεριά στο κηροπήγιο. Χτυπάει τον κρεμασμένο, μετάλλινο
δίσκο. Έρχεται η Τροφός. «Δε θα δειπνήσω απόψε», λέει. «Δε θα σε χρειαστώ.
Μπορείς να πλαγιάσεις. Α, ναι, φέρε μου ένα ποτήρι νερό. Και να κουρντίσεις
κείνο το εκκρεμές στην αίθουσα. Το ξεχάσαμε. Πάρε και κείνο το καλάθι με τα
φρούτα. Τη γλάστρα βάλ’ την στο παράθυρο». Σε λίγο της έφερε το νερό. Έφυγε.
Ησυχία. Κλειδώνει και τις δυο πόρτες. Ακούγεται τώρα και το ρολόι από δίπλα. 9.
9 και τέταρτο. 10. 10 και μισή. Μπροστά στον καθρέφτη. Ξεβάφεται. Γδύνεται.
Πεσμένα στήθη. Σημάδια απ’ το σφίξιμο του κορσέ στην κοιλιά. Οι δαχτυλιές του
χρόνου στους μηρούς. 11. Βγάζει τα περιδέραια. Το δέρμα, κάτω απ’ το σαγόνι,
χαλαρό, κρεμασμένο. 11 και τέταρτο. Παίρνει το κηροπήγιο στ’ αριστερό της χέρι.
Πλησιάζει στον καθρέφτη. Με τον παράμεσο του δεξιού χεριού τραβάει το δέρμα
κάτω απ’ τα μάτια. Ο βολβός θολός μ’ ένα λεπτό δίχτυ κόκκινες φλέβες. Φέρνει
τώρα τα δάχτυλά της στα βαμμένα μαλλιά. Οι ρίζες άσπρες. Έκφραση ναυτίας στο
ακίνητο πρόσωπο. Τραβηγμένες οι άκρες των χειλιών. 11 και μισή. Αρχίζει να
βάφεται. Ντύνεται μ’ ένα κόκκινο φόρεμα. Φοράει πάλι τα κοσμήματα. Ξαπλώνει
στην κόκκινη, βελουδένια πολυθρόνα, αντίκρυ στον καθρέφτη. Κλείνει τα μάτια.
12. Εφτά χτυπήματα σιγανά στην πόρτα. Σιωπή. Και πάλι εφτά χτυπήματα, πιο
δυνατά. Σιωπή. Και πάλι τα χτυπήματα. Ύστερα, τίποτα. Μεγάλη σιωπή. Το ποτήρι
γυαλίζει. Σηκώνεται. Πλησιάζει στον καθρέφτη. Βάφεται πάλι. Άσπρη σα γύψος. Τα
μάτια πελώρια, κατάμαυρα. Ένα γύψινο προσωπείο. Αλλάζει. Φοράει ένα φόρεμα της
αδελφής της, κλειστό, ριχτό, πτυχωτό, καστανόχρωμο. Βάζει μια ζώνη με φαρδιά
πόρπη. Ανοίγει το συρτάρι του κομοδίνου. Κάτι παίρνει. Με τη ράχη γυρισμένη στο
κηροπήγιο και στον καθρέφτη, πίνει με μικρές διακεκομμένες γουλιές το νερό, σα
να παίρνει ασπιρίνες. Ξαπλώνει στο κρεβάτι ντυμένη και με τα σαντάλια της.
Ακίνητη. Ήσυχη. Κλείνει τα μάτια. Χαμογελάει. Κοιμήθηκε; Απ’ την πλαϊνή αίθουσα
ακούγεται το ρολόι).
ΑΘΗΝΑ,
Σεπτέμβρης–Δεκέμβρης 1966, ΣΑΜΟΣ, Δεκέβρης 1971
Από
την ποιητική σύνθεση «Ισμήνη» (1972).
Πηγή:
«Τέταρτη διάσταση (1956–1972)», 28η έκδ. Κέδρος
1990.
Στην εικόνα: «Antigone and Ismene» by Emil Teschendorff (1892).
Πηγές
για την εικόνα: Wikimedia Commons.
[Internet Archive Book Images /
“Character sketches of
romance, fiction and the drama (1892)” /
(https://www.flickr.com/photos/internetarchivebookimages/14784688512/)