Σύνδρομο του Ελπήνορα
ή Έτοιμος
Ντυμένος
Περιμένοντας
να ξημερώσει
Πολιορκημένος
από μέθη
Ξυπνούσα
Κοιτούσα
Γεμάτο
σάπια αβγά το κρεβάτι μου
Ξαπλωμένος
Απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα
Του δωματίου μου
Βλέπω πάντα το ίδιο τοπίο
Τη μισάνοιχτη πόρτα του αποχωρητηρίου
Μισή άσπρη λεκάνη
Μισό μαύρο καπάκι
Το σφουγγαρόπανο για τα δάκρυα
Καμένα μάτια φαντασμάτων
Στο λεπρό καθρέφτη
Ντυμένος
Ξαπλωμένος
Βλέπω
την επανάσταση
Περιμένω
το χρόνο
Έτοιμος
να πετάξω
Μ’
αυτήν εδώ την πτήση της τρέλας
Για
τα ξημερώματα
Μ’
αυτήν εδώ τη βαλίτσα γεμάτη
Σκέψεις
παρανοϊκών
Αποφύσεις
κτηνών
Μ’
αυτήν εδώ τη βαλίτσα
Γεμάτη
τα σάπια αβγά του εδώ κόσμου
Ακουμπισμένη
στα πόδια μου
Σ’ αυτήν εδώ τη βαλίτσα
Βρίσκεται το πτώμα μου
Ο
νυχτωμένος κόκορας ο δολοφονημένος
Κι εγώ μέσα στα χειρουργεία της ποίησης
Σπαραγμένος
Κι εγώ μέσα στα χειρουργεία της ποίησης
Ξαγρυπνώντας
Για ποιόν γράφω
Ποια είναι η χώρα μου
Θηρία και λοβοτομημένα ζώα
Νύχτα στρυχνίνης
Ο
σταλαγμίτης λόγος
Και
ποιος
Από
εστιατορίων κρεματόρια
Και
σακακιού πέτα
Απών
ποιητής βγαίνοντας
Αυτή
τη νύχτα
Στρυχνίνης
και καταστροφής
Φόδρα του δέρματος
Γάτα με τις εννιά ουρές
Γέλια γύρω από αλατιέρες
Χείμαρρος από χίμαιρα
Φουσκώνοντας
Και
του διαβόλου ακόμα το σοκάκι
Περισσότερη
νύχτα
Και
περισσότερες νυχτερίδες
Ο
υδράργυρος να πέφτει να πέφτει
Μεσάνυχτα
να στάζουν
Σ’
ένα τελείως άσπρο δωμάτιο
Δε θα μπορέσεις να φύγεις από τους τοίχους
Τώρα που το ταβάνι συνέχεια κατεβαίνει
Στίχοι τερμίτες φάγαν τις σελίδες
Ύστερα άρχισαν να περπατάν
Μες στο κεφάλι σου
Δεν
επαρκείς Δεν επαρκείς
Δεν
έχεις λόγο να αρκείσαι
Μέσα
σ’ αυτό το πράμα
Στις οχτώμιση πόλη
Τα μεσάνυχτα τάφος
Υπόνομοι λέξεων
Και ποιητές εγγαστρίμυθοι
Φύλακας ερειπίων
Μέρες
σέρνοντας πίσω τους
άδεια
περίεργα αντικείμενα
Ώστε
να ζεις πάλι τα πράγματα
Απ’
όπου κάποτε αναχωρήσεις για πάντα
Βρώμικα
παγωμένα νερά
Σκόνη
νεκρών αετών βαθιά
Σε
τεράστια κοιμισμένα κτίρια
Το
απαγχονισμένο τοπίο κι η φρίκη του
Με
τους τέσσερις τοίχους του ορίζοντα
Να
κλείνει το πρωινό
Γκρίζα
κηλίδα μέσα στο μάτι σου
Ν’ ανοίγει το καφενείο πληγή
Για να μοιράσεις ξανά τα χαρτιά σου
Στο τίποτα
Αδόλφε παλιέ αδελφέ του Θανάτου
Σε μαγαζί στη στοά
Στο πάτωμα πριονίδια
Και μια μαύρη γριά
Μ’ έναν αργό μπόγο μοναξιάς
Σε μια δίχως τέλος κι αρχή
Τρίτης Κατηγορίας ιστορία
Όπου εσύ πεθαμένος θαμώνας
Ξύνεις τα μολύβια σου
Ξύνεις τα χρόνια σου
Ξύνεις τον εγκέφαλο
Όλων αυτών των τρελών
Να δεις αν μπορούν να ξεχωρίσουν
Μερικά βασικά χρώματα
Ίσως
να γράψεις το αριστούργημά σου
Σ’
ένα κοσμικό ψυχιατρείο
Να
κοιτάς συνέχεια το χειμώνα
Βέβαια
καθόλου παράξενο
Αφού
σε τόσες περιπτώσεις
Μ’
αυτό το αφηνιασμένο
Απ’
την αιμορραγία αίμα σου
Κατορθώνεις
την πτώση
Έτσι
Που
με τα μάτια σου της νυχτερίδας
Ακουμπάς
το σκοτάδι
Και
με τα δάχτυλά σου της νυχτερίδας
Περπατάς
πετάς
Μέσα
στις φέτες του καλοριφέρ
Που
τόσα καλοκαίρια έχεις φωλιάσει
Νιώθεις έτσι το κρότο τις νύχτας
Ήσυχη μες στα έπιπλα πλήξη
Εσύ που θα φύγεις
Με τα πρώτα σκουπίδια
Τα αποτσίγαρα τα άδεια μπουκάλια
Τα ξεραμένα λουλούδια
Φύλακας ερειπίων
Βαλμένος κι εσύ σε μια νάιλον σακούλα
Με μια υποψία πως κλέφτες θα έρθουν
Για αυτά τα λείψανα έστω
Κι αυτό το μακρύ
Κίτρινο
Χαλασμένο
Δόντι του ήλιου
Από
την συλλογή «Το σύνδρομο του Ελπήνορα» (1984).
Πηγή:
«Αλέξης Τραϊανός, Φύλακας ερειπίων - Τα ποιήματα», εκδ. Πλέθρον, 1991.
Στην εικόνα: Marc Chagall, "The Soul of Elpenor" (detail).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου