Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Γιάννης Βαρβέρης, "Πεταμένα λεφτά"





ΣΑΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ


Έχει ο καθένας μας, πέρα απ’ το φθόνο
έναν άνθρωπο, για τον εαυτό του και μόνο
άυλον άνθρωπο − που του απλώνει φυλλωσιά
χωρίς να ’ναι δένδρο ή ομπρέλα, μονάχα δροσιά.

Τον κρατάει κρυφόν από τον κόσμο, αλλά
ο ίδιος τις νύχτες τον αγγίζει απαλά
κι ας είναι άυλος· όμως μεσουρανεί
στα χαρούμενα όνειρα, σε χρώμα ουρανί.

Γιατί ο άυλος στ’ όνειρο γίνεται υπαρκτός
πιάνεις το σώμα του, τα στήθη, εκτός
αν χάσεις ποτέ το αόρατο νήμα·
θα μείνεις μόνος, με τα δάκρυα και τη ρίμα.





Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΕΝ ΠΙΝΕΙ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ

Στον Γιώργο Μαρκόπουλο


Χθες είδα πάλι στον ύπνο τον πατέρα. Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο. Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί. − Είσαι καλά; του λέω. − Καλά, καλά, και μου ’πιασε το χέρι. − Άντε στην υγειά σου, είπε. Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι. − Δεν πίνεις; ρώτησα. − Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω.





Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΒΑΦΗΣ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΙΓΥΠΤΟΥ


Από το 1932, Κωνσταντίνε,
υγιής γύρισες στην Αθήνα
μόλις πρόσφατα. Στέρεος πια,
στο σφρίγος τού μαρμάρου.
Η πολιτεία μερίμνησε: Πλατεία Αιγύπτου.
Από τη θέση αυτή, όπως παλιά, θεάσαι αθέατος
με συντροφιά όλο κι όλο ένα παγκάκι.
Στο ρόλο της στοργής
λίγο η περίοπτη θέση που κανείς δεν υποπτεύεται
και λίγο η αφελής συνωμοσία
των γύρω φυλλωμάτων.

− Νεαροί μου άγνωστοι φίλοι
αν τύχει και σταθείτε
μείνετε κάτι περισσότερον επίτηδες.
Μ’ όλην την φαντασία, και με το μάγο πρόσωπο,
πρόκειται γι’ άγαλμα·
χρειάζεται να βλέπει και τα χείλη σας
τα σώματά σας χρειάζεται
να ’ναι κοντά.





ΠΑΡΑΙΝΕΣΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΝΘΟΔΕΣΜΗ


Ξεφτίζουμε
σαν υγρασία πάνω σε κάγκελο, το θέρος.
Τι παρδαλός καιρός
πότε ήλιος πότε αφρός
τι βαρετός μοχλός
για να φουντώνουνε παράκτιες χαρές
πριονίζοντας των μισθωτών την κατάνυξη.

Ζηλεύουν·
τους τόκους που θα πάρουμε απ’ το λύκο
δανείζοντάς του πρόβατα
τον κόκκο εκεί πληροφορίας
που μας μπαρκάρει πια στα λιπαρά
και στα καφέ λουλούδια και στα μοβ πουλιά.

Όχι, δεν θα κωφεύσουμε ποτέ
σε τέτοια κελαηδίσματα
σε τέτοιο αναβρασμό των λουλουδιών, ποτέ.

Ω ιδιοκτησία, γοερή ανθοδέσμη.





ΑΓΟΡΑΠΩΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΒΑΤΟΥ


Το αγροτεμάχιο που επωλήθη για να ενοικιαστεί
βιαία πνοή
οι μετοχές των πλοίων αμετάβλητες
στον όρμο τού αχανούς
ένα πανάκι που αγοράστηκε να περιμένει
τον κρίσιμο ούριο
κι όμως ετύλιξε το ιστίο του ναυαγού
παλιό κρασί που το πλαγιάσαμε σε κάβα
στου καπηλειού την πτώχευση
ο μεθυσμένος πόθος μας για παλαβό καρφίτσωμα
των σταφυλιών σε δάσος δέντρων με κλαδιά

και περαιτέρω
αγορασμένοι συγγενείς σαν πουλημένοι φίλοι
χαλιά χειρός κεντήματα που αθλούνται στο ξεθώριασμα
μαζί κι οι ανακαινίσεις τους (restaurations)
− ανακαινίσεις είπα; χρυσές δουλειές της καλλονής
σε βάρος της μελέτης
πούδρες εταίρες θέλγητρα καμώματα του δόλου
στα καταγώγια της αισθητικής
σε βάρος της αγάπης
και μια γυναίκα όλο τρελή
στον ύπνο λογικεύεται
χαλάλι όλα τα χρήματα −

οι άνθρωποί τους
πεταμένα λεφτά.





Από τη συλλογή «Πεταμένα λεφτά» (2005).
Πηγή: «Γιάννης Βαρβέρης, Ποιήματα, Τόμος Β΄ [2001-2013]», εκδ. Κέδρος, 2013.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου