Η σοφίτα
Ο κύριος Μενέλαος είναι ο πατέρας της φίλης μου,
της Άννας. Η ανάσα βγαίνει και σκαμπιλίζει τα μούτρα του, ακούει μόνο
αναμνήσεις, είναι ένας εξόριστος της αγάπης, γιατί η αγάπη μεταμορφώνεται,
γίνεται μίσος, τιμωρεί με δηλητήριο, ήθελε κάποτε το καλό του, τώρα ορκίζεται
στο κακό του. Είναι ψηλός, αρχοντικός, γερό σκαρί, με περιττά κιλά. Γερνάει
μόνος, χωρίς κουβέντες παρηγοριάς, χωρίς ένα χέρι να τον αγγίξει. Όσο μεγαλώνει
νυστάζει, κοιμάται σε ανύποπτο χρόνο στις καρέκλες και στον καναπέ, λυπάται που
δεν τα κατάφερε, νιώθει έναν οίκτο για τον εαυτό του και βαθιά μέσα του
παρακαλά για μια ελάχιστη συγχώρεση. Ο πατέρας της φίλης μου ζει σε μια μικρή
σοφίτα, που μοιάζει με αποθήκη και είναι παντελώς βρώμικη. Δεν έχει μάθει ποτέ
του να είναι νοικοκύρης. Δε θα ακούσει ποτέ του ότι κάτι πρόσφερε κι αυτός.
«Δεν μπορεί να τα έκανα όλα λάθος», παραμιλάει. Κάποιες φορές από το τηλέφωνο
ξεφεύγει ένας λυγμός, όταν μιλάει με τις κόρες του. Η σοφίτα που μένει έχει μια
μυστική συγγένεια στο μυαλό του με το κιβούρι. Εκεί χώμα, εδώ ουρανός, αλλά
κατά βάθος το ίδιο. Το βλέμμα της γυναίκας του, που δεν τον συγχώρεσε για τις
απιστίες του, θα τον συνοδεύει μέχρι το τελευταίο του βήμα, πριν καταρρεύσει.
Μετά δε θα είναι ο ίδιος, το μυαλό του θα έχει διαλείψεις, θα προκαλεί αμήχανα
μειδιάματα στις νοσοκόμες, με τα αλλοπρόσαλλα λόγια του. Είναι απίθανο πόσες
εικόνες έρχονται στη μνήμη του από την παιδική ηλικία ανάμεικτες με τη δουλειά
του στο εμπόριο, με φίλους, με μαγαζιά που επισκεπτόταν. «Δεν έχει κάποιον δικό
του;» θα αναρωτιούνται οι ασθενείς στον ίδιο θάλαμο. Οι δείκτες κρεατινίνης
αυξάνονται. Εκείνο το μεσημέρι η αναπνοή του ήταν βαριά, με δυσκολία έβγαινε.
Μια έντονη δύσπνοια. Εκείνο το απόγευμα η μία κόρη, η αδελφή της Άννας, τον
επισκέφτηκε, στάθηκε δίπλα του και του είπε πως τον συγχωρεί. Αναρωτιέμαι αν
την άκουσε. Κι αν την άκουσε πώς να αισθάνθηκε. Τα μεσάνυχτα πέθανε. Ένα χέρι
τον μετέφερε, δεν ήταν των παιδιών του, ήταν το δικό μου. Τότε δεν υποψιαζόμουν
ότι το σώμα το άψυχο που έσερνα θα μπορούσε να γίνει η παραβολή του δικού μου
σώματος, της δικής μου τύχης. Τον κύριο Μενέλαο δεν τον αποχαιρέτησε η αγάπη.
Ήταν ένα απλό τελετουργικό, ένα λιτό ξόδι.
Ιγνάτης Χουβαρδάς
Πρώτη δημοσίευση
Στην εικόνα: Michiel Sweerts, «Visiting the Sick» (detail).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου