Σάββατο 16 Μαΐου 2020

Ορέστης Αλεξάκης, "Μου γνέφουν"




ΕΞΑΡΧΕΙΑ


Κοιτώ μέσα στα μάτια σου βροχές
Διακρίνω φώτα και σκιές να τρέχουν
Υπνοβατώ χωρίς να με προσέχουν
καθώς κυλούν στα βάραθρα εποχές

Δεν έμαθε κανείς για τον νεκρό
Βρέθηκαν ίχνη κήπου στ’ όνειρό του
Πυρομανείς διασχίζουν τη Διδότου
Τα παραμύθια γέμισαν νερό

Χάνομαι σ’ ένα βάθος προσμονής
Κρύβομαι σ’ ένα σώμα δανεισμένο
Φέγγει μπροστά μου βλέμμα δακρυσμένο
μα πίσω από το δάκρυ του κανείς

Η πόλη; Σαν σταθμός του Ηλεκτρικού
Μισόφωτη – με μάτια νυσταγμένα
Σ’ αναζητώ σε βήματα σβησμένα
Στα σχήματα ενός άλλου σκηνικού

Ο χρόνος; Κάτι σαν υποτροπή
Σαν μια παλιά θαμπή φωτογραφία
Γράμματα χαραγμένα στα θρανία
Λόγια που τα σταμάτησε η σιωπή

Κι ο ποιητής; Σ’ ένα τοπίο γυμνό
μεταμφιεσμένος σε κρανιοσκόπο
Πάλι ξυπνώ σ’ αυτόν τον ξένο τόπο
ψάχνοντας δρόμο σπίτι κι ουρανό





ΤΑΡΑΤΑΤΑΜ ή ΤΟ ΞΟΡΚΙ

(Ξόρκι κατά της αϋπνίας. Απαγγέλλεται νοερά σε ρυθμό εμβατηρίου.
Επαναλαμβάνεται συνεχώς μέχρι τελικού αποτελέσματος.)


Χρόνια τώρα στο σκοτάδι περιμένω
Και τα μάτια μου γεμίσανε νερό
Περιμένω τον θεράποντα γιατρό
Τον κλειδούχο που τον ρούφηξε το τρένο

Περιμένω τον ασώματο ιερέα
Τον κουτσό μεταφορέα υαλικών
Τον τραυλό καθηγητή των αγγλικών
Το παιδί με το λιοντάρι στη Νεμέα

Το βαρκάρη που ’χει χάσει τ’ όνομά του
Τη μικρή παραδουλεύτρα Πασχαλιά
Τη Λουντμίλα με τα κίτρινα μαλλιά
Τον πλανόδιο βιολιστή με τα φτερά του

Τον καμπούρη δικαστή με την περούκα
Το χειρούργο με το μαύρο φυλαχτό
Την Οντίν που πια δε βγήκε απ’ το κρυφτό
Το κορίτσι που θρηνεί στην Μπάνια Λούκα

Περιμένω το φαντάρο που κρυώνει
Τη γυναίκα που κοιμάται μοναχή
Την τροτέζα που την έλιωσε η βροχή
Το ζητιάνο που τον σκέπασε το χιόνι

Περιμένω τον τυφλό λαχειοπώλη
Περιμένω τον κουλό θεραπευτή
Περιμένω τον φιλάνθρωπο ληστή
και το δήμαρχο που γκρέμισε την πόλη

Περιμένω την κυρτή πεντικιουρίστα
Τη γριά που θα μου ανάψει το κερί
Τη μητέρα που μου μίλησε νεκρή
Τη Μυρτώ που εξαϋλώθηκε στην πίστα

Περιμένω τον επίγειο ταξιδιώτη
Τον προφήτη που ’χει χάσει το κλειδί
Περιμένω το μονόδοντο παιδί
και το δάσκαλο που ξέμεινε στην πρώτη

Περιμένω το μουγκό θαλαμηπόλο
Περιμένω τον κουφό μπαλωματή
Τον νεκρό στους πάγους εξερευνητή
που επιστρέφει μ’ άλλο σώμα από τον Πόλο

Περιμένω το χαμένο χρυσοθήρα
Περιμένω τον πνιγμένο θερμαστή
Περιμένω τον ανύποπτο εραστή
Περιμένω τον πολύπαθο μνηστήρα

Περιμένω την αθέατη χορωδία
Περιμένω σκοτεινούς εξορκιστές
Περιμένω θυσιαστήριες τελετές
και το πτώμα που ’χει αργήσει στην κηδεία

Περιμένω το Βαρδή και τον Αντώνη
Τη Μαρίνα την Αλκμήνη την Αυγή
Τον Ερμόλαο που αναδύθηκε απ’ τη γη
Τον Νικήτα που βυθίστηκε στη σκόνη

Περιμένω να ’ρθει κάποιος να με σώσει
να μου δώσει κάποιο στίγμα στο κενό
για ν’ αντέξω τον αντίπαλο ουρανό
και τη γυάλινη σιωπή που μ’ έχει ζώσει

Ταρατάμ ταρατατάμ ταράτα τάμταμ
Ταρατάμ ταρατατάμ ταρατατάμ
Ταρατάμ ταρατατάμ ταρατατάμ
Ταρατάμ ταρατατάμ ταράτα τάμταμ
κ. ο. κ.





Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΘΩΟΣ


Ο ποιητής υποφέρει           Ο ποιητής υποφέρει
γιατί έχει χάσει το δρόμο και πού πηγαίνει δεν ξέρει
και περπατά δίχως μνήμη σ’ αυτή τη χώρα του νότου
ενώ ένα μαύρο ποτάμι μπαίνει συχνά στ’ όνειρό του

Ο ποιητής δε γνωρίζει μόνο αγρυπνά και δακρύζει
σαν να τον κράζουν οι ρίζες υπόγειους κήπους σκαλίζει
και μέρα νύχτα τα ερείπια της ύπαρξής του ανασκάβει
κι ένα σκυλί σκοτωμένο μέσα στα τρόχαλα θάβει

Κι άλλοτε πάλι μονάχος κωπηλατεί σε μια λίμνη
και λυπημένος κοιτάζει την άδεια θέση στην πρύμνη
Κι ενώ απ’ τα βάθη των χρόνων ένα παιδί τον φωνάζει
νιώθει που η βάρκα του γέρνει κι αγάλι αγάλι βουλιάζει

Κι ακούει μια μάνα να λέει την ίδια πάντα ιστορία
Κρυμμένη πίσω από ράφια και σκονισμένα βιβλία
Κι όπως η νύχτα ζυγώνει και το σκοτάδι πυκνώνει
Βλέπει −απ’ αλλού− το κορμί του να το σκεπάζει το χιόνι





ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΕΙΑ


Το σώμα σου είναι από κερί
τα μάτια σου σβηστά καντήλια
φοράς στεφάνι από ασφοδίλια
κι είσαι ανεξήγητα νεκρή

Σ’ αναζητώ στις προσευχές
στα πρόσωπα τα ραγισμένα
Τη νύχτα κάρφωναν κι εμένα
δυο μασκοφόρες μοναχές

Σε σκοτεινές καταπακτές
μάτια πνιγμένων βλεφαρίζουν
ανάπηροι άγγελοι ποτίζουν
περιδεείς προσκυνητές

Κι εγώ σαν να ’χω προδοθεί
γυμνός σε πέτρινο κρεβάτι
και με φωτίζει το άδειο μάτι
που από παιδί με ακολουθεί





NOTTURNO


Κάποιος έχει φύγει από το σπίτι
Κάποιος άλλος περπατάει στο δώμα
Νύχτα και δεν φάνηκεν ακόμα
το παιδί που μπαίνει απ’ το φεγγίτη

Εμπνοές σαλεύουν τις κουρτίνες
Όνειρα κι αράχνες με μουδιάζουν
Τα φεγγάρια ασίγαστα κοάζουν
Γέμισε το δέρμα μου λειχήνες

Ίσκιοι του ανυπόστατου επιστρέφουν
Κύλησαν νομίσματα στο χώμα
Νούφαρα σου σκέπασαν το σώμα
Δυο τρελοί απ’ το ξέφωτο μου γνέφουν

Σαν να ψάχνω κάποιο μονοπάτι
Σαν ν’ αναγνωρίζω τα σημάδια
Προχωρώ στ’ αδιάλυτα σκοτάδια
μ’ ανοιχτό το μέσα μόνο μάτι





Από τη συλλογή «Μου γνέφουν» (2000).
Πηγή: «Ορέστης Αλεξάκης - Ποίηση [1960 - 2009]», εκδ. Γαβριηλίδης 2011.

Στην εικόνα: Georges de La Tour: «Joseph the Carpenter».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου