Μνήμη του σώματος
Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τα ʼκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά ‒
έτσ’ οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν
χωρίς να
εκπληρωθούν· χωρίς ν’ αξιωθεί καμιά
της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, «Επιθυμίες»
Να λιώνει σαν κερί από πόθο. Σίδερο στη φωτιά. Να
ρέει το αίμα μετά. Από κάτω. Στα σκέλια. Να το νιώθει. Να κυλά ζεστό. Να την
υγραίνει. Να μουσκεύει το εσώρουχο, τους μηρούς. Να ξυπνά ταραγμένη. Αυτό ήταν.
Δε θα ξαναερωτευτώ ποτέ πια, σουβλιά να τη διαπερνά η σκέψη.
Ποτέ. Ο πόθος δεν θα με κατοικήσει πλέον. Ξεθύμανε. Έφυγε από πάνω μου
δια παντός.
Γιατί ήρθε και τη βρήκε το
όνειρο; Τι ήθελε τάχα να της πει; Εντάξει, ζούσε συμβατικά. Δουλειά, σπίτι,
παιδιά. Γιατί, όμως, το όνειρο; Γιατί τώρα; Τι γινόταν μέσα της; Γιατί αυτή η
ενορατική αίσθηση του τέλους του ερωτικού πόθου στη ζωή της; Δεν την είχαν
πάρει τα χρόνια. Πλησίαζε τα σαράντα. Το κεφάλι να κουδουνίζει γεμάτο
ερωτήματα.
Το είχε δει την
προηγούμενη νύχτα. Το θυμήθηκε πάνω στο τρένο ατενίζοντας το τοπίο λίγο μετά τα
Τέμπη. Πήγαινε στην Αθήνα, για να παρακολουθήσει ένα Πανευρωπαϊκό Συνέδριο
Ψυχοθεραπείας. Την είχε ξεσηκώσει να δηλώσει συμμετοχή η Μόνικα, φίλη και πρώην
συνάδελφος. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία να συναντιόντουσαν, είχε γράψει. Κι οι
δυο τους κοινωνικοί λειτουργοί με εξειδίκευση στην Ψυχοθεραπεία εργάζονταν σε
μια πρωτοποριακή Μονάδα Ψυχικής Υγείας στη Στοκχόλμη. Παρείχαν στήριξη και
ψυχοθεραπεία σε μετανάστες και πολιτικούς πρόσφυγες στη μητρική τους γλώσσα.
Πολυτέλειες, θα έλεγε κανείς σήμερα. Ποιος θα το φανταζόταν τέτοιο πισωγύρισμα;
Κι δυο τους είχαν παραιτηθεί με βαριά καρδιά, όταν αποφάσισαν να επιστρέψουν στον
τόπο τους. Η Μόνικα είχε μετακομίσει στο Σουηδικό Βορρά, στο Λούλεο, τον
γενέθλιο τόπο, η Καρμέλα στον Ελληνικό Βορρά, στη Θεσσαλονίκη, στη γενέτειρα
του συζύγου, του Μάνου. Η ίδια είχε γεννηθεί στη Στοκχόλμη. Ο παππούς με την
οικογένεια είχαν καταφύγει στη Σουηδία από τη δικτατορία του Φράνκο. Παιδί
τρίτης γενιάς μεταναστών η Καρμέλα προσπαθούσε σθεναρά να βρει τις ρίζες της.
Γι’ αυτό αφοσιώθηκε στη δουλειά με ισπανόφωνους πρόσφυγες. Παράλληλα,
παρακολουθούσε μαθήματα ισπανικής και φλαμένγκο, για να τα βελτιώσει. Η μάνα
της ήταν πολύ καλή στο φλαμένγκο, αλλά χόρευαν τόσο σπάνια σε δικά τους
γλέντια.
Με την ισπανική τα
κατάφερνε αρκετά καλά η Καρμέλα. Στο φλαμένγκο πετούσε. Το είχε στο αίμα της.
Γινόταν άλλος άνθρωπος. Λες και της συνέβαινε κάτι το υπερβατικό, όταν χόρευε
φλαμένγκο. Έτσι τη γνώρισε ο Μάνος και είχε παθιαστεί μαζί της. Έλληνας
αντιστασιακός της Χούντας, που είχε ζητήσει άσυλο στη Σουηδία. Κάναν
οικογένεια, παιδιά. Όμως μετά την Μεταπολίτευση ο Μάνος δεν κρατιόταν άλλο στη
Στοκχόλμη. Έτσι εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλονίκη. Αποτυχημένος δικηγόρος, έτρεχε
πίσω από προπαγανδιστικές κομματικές δραστηριότητες. Έτσι κι αλλιώς το κόμμα
του ήταν στην εξουσία. Πάλευε με νύχια και με δόντια να δικαιωθεί για τους
πολιτικούς αγώνες του. Και τα κατάφερε. Αρκετά καλά. Εκλέχτηκε δήμαρχος για δυο
τετραετίες σε δήμο της περιοχής. Η ίδια είχε σχεδόν εγκαταλείψει τα θέματα
προσφυγιάς και ψυχοθεραπείας. Βρήκε δουλειά με μειωμένο ωράριο σε ένα
γηροκομείο. Για να λέει ότι δουλεύει δηλαδή. Να έχει κάποιο εισόδημα. Είχε
αναλάβει το σπίτι και τα παιδιά. Ο Μάνος ήταν σε πλήρη απασχόληση με τα δικά
του. Δεν είχε χρόνο για σπίτι, για παιδιά, για την ίδια. Μια ζωή μες στη
σύμβαση.
Η Καρμέλα ποτέ δεν
εγκλιματίστηκε στη Θεσσαλονίκη. Η σχέση τους χλιαρή με ενδιάμεσες εκρήξεις και
απειλές διαζυγίου. Με συναισθήματα δυσαρέσκειας και τάσεις φυγής. Την κρατούσαν
τα παιδιά. Την χρειάζονταν. Το ήξερε ότι ακόμη και χωρίς αυτά μια ημέρα θα τα
μάζευε και θα επέστρεφε στη γενέτειρα. Έπρεπε να πιαστεί από κάπου. Αισθανόταν
φτερό στον άνεμο. Με τον Μάνο λες και κάτι την κρατούσε συνεχώς πίσω, αλλά δεν
ήταν μόνο αυτό. Διαισθανόταν ότι είχε να κάνει κυρίως με την ίδια. Λες και δεν
τολμούσε να δοθεί ολοκληρωτικά στη ζωή. Στον έρωτα. Αυτό το σκέφτηκε για πρώτη
φορά πάνω στο τρένο.
Της είχε συμβεί να την
κυριεύσει ερωτικό πάθος. Δυο φορές. Δεν τόλμησε, όμως, να το ζήσει. Και τις δυο φορές κιοτής· το είχε βάλει στα
πόδια. Την πρώτη λάκισε κυριευμένη από αισθήματα ενοχής τάχα. Τη δεύτερη
ξεγελούσε τον εαυτό νομίζοντας πως ήταν αποφασισμένη να μπει γυμνή στην πυρά.
Αρκεί να της το ζητούσε εκείνος. Πάλι δεν είχε καταφέρει να το βιώσει. Έλιωνε
σιγά σιγά σιωπηλά μονάχη μέχρι που σίγασε η φλόγα. Ατόνησε ο παθιασμένος έρωτας
χωρίς να ξεδιψάσει. Μόνο νοερά. Με την κίνηση, με τον χορό τόλμησε τουλάχιστον
να το ομολογήσει. Το φλαμένγκο της ομολογίας. Άραγε να ήταν εκείνη η μνήμη που
ξύπνησε στο όνειρο και ενεργοποίησε το συνειδητό του νου; Να ήταν εκείνη η
ματαίωση, άραγε, που προκάλεσε την αίσθηση της παραίτησης, της απώθησης της
λιμπιντικής ορμής και της σαρκικής ικανοποίησης;
Ήταν ο Ότο, ο Ουρουγουανός
ψυχίατρος. Τον είχε συναντήσει τυχαία σε μια ημερίδα με θέμα την κοινωνική ένταξη
των προσφύγων. Γοητευτικός, καστανόξανθος, απόγονος Γερμανών με βλέμμα
σαγηνευτικό. Με την πρώτη ματιά ένιωσε ένα κύμα να τη διαπερνά σύγκορμα, να την
παραλύει. Προσπάθησε να δείχνει νηφάλια, όταν τους σύστησαν. Έκπληκτη τον
ξανασυνάντησε σύντομα στη Μονάδα. Θα ήταν μαζί τους για ένα χρόνο. Ήταν
νεοφερμένος. Έκανε πρακτική να πάρει πιστοποίηση, για να εργαστεί στην
ειδικότητά του. Αντάρτης, μέλος των Τουπαμάρος, πολιτικός κρατούμενος για
χρόνια. Είχε καταφέρει να διαφύγει και να ζητήσει άσυλο. Λες και τα χρόνια
εγκλεισμού και αποστέρησης τον είχαν μεταμορφώσει σε σαρκοφάγο ανθό, που
περίμενε ναρκισσευόμενος να πλησιάσει το ερωτικό θήραμα για να το καταπιεί. Σε
άγιο του έρωτα και του ερωτισμού. Αυτός δεν έκανε τίποτε. Δεν χρειαζόταν
άλλωστε. Απλά άφηνε τις πόρτες ορθάνοιχτες, όπως τα πέταλα του σαρκοφάγου.
«Είμαι ερωτεύσιμος»,
κραύγαζε με τη στάση του, με έναν ανεπιτήδευτο τρόπο, έτσι που κέρδιζε το
ενδιαφέρον. Είχε κατακτήσει όλον τον γυναικείο πληθυσμό στη Μονάδα. Ακόμη και
τον Κρίστερ, τον ομοφυλόφιλο ψυχίατρο που τον επόπτευε. Μόνο αυτή δεν είχε
εκδηλώσει ενδιαφέρον, παρότι καιγόταν από ασίγαστο πάθος. Έλιωνε στο πέρασμά
του. Τόσο που δεν άντεχε να τον κοιτάζει στα μάτια. Ήταν και το γινάτι που την
έπιανε. Δεν θα του έκανε τη χάρη να πέσει κι αυτή κότα στο κοτέτσι του.
Προσποιόταν την αδιάφορη. Η Καρμέλα έλιωνε, αλλά δεν καταδεχόταν να τον
πολιορκήσει. Ούτε ανεχόταν να τον μοιράζεται με άλλες. Περίμενε αφελώς από
αυτόν να την κυνηγήσει. Και το ήθελε τόσο πολύ. Δεν την ένοιαζε για τον Μάνο.
Ας γινόταν ό,τι ήθελε με τη σχέση τους. Της τα είχε φορέσει άλλωστε κι αυτός.
Είχε πληγωθεί πολύ τότε. Ένιωσε, όμως, μια απελευθέρωση. Να μπορεί να κάνει ό,τι
ποθεί χωρίς να νιώθει ενοχές.
Μόνο όταν θα έφευγε, στο
αποχαιρετιστήριο γλέντι που της ετοίμασαν, αποπειράθηκε κάποια ιδιότυπη
ομολογία. Με τη γλώσσα του δονούμενου από έρωτα και ερωτισμό σώματος. Σηκώθηκε
να χορέψει φλαμένγκο. Χόρεψε μόνο για κείνον. Το βλέμμα, τα χείλη, το πρόσωπο,
τα μαλλιά, το αγέρωχο σώμα, το τρέμουλο των γλουτών, τα χτυπήματα με το τακούνι
στο δάπεδο, οι στροφές, όλα ομολογούσαν τον πόθο της για κείνον. Λίγο πριν
τελειώσει τον είδε να την κοιτάζει κάπως αποσβολωμένος. Λες και μόλις είχε
αντιληφθεί κάτι. Ήταν μια απεγνωσμένη ερωτική ομολογία που εκφράστηκε,
επιτέλους, έστω κι έτσι. Για την Καρμέλα δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Ήταν η
μοναδική, η τελευταία ευκαιρία να το εξωτερίκευε. Να ανακούφιζε λίγο τη φλόγα
που την έκαιγε. Την πλησίασε μετά τον χορό. Για πρώτη φορά κοιτάχτηκαν
παρατεταμένα στα μάτια. Το βλέμμα της Καρμέλας βαθύ, πύρινα εξομολογητικό. Του
Ότο επίσης βαθύ μα γεμάτο απορία, τρυφερότητα, συγκατάβαση. Της έλεγε ότι δε θα
τολμούσε να του περάσει από τον νου ότι κάτι τόσο όμορφο, θα μπορούσε να
συνέβαινε για κείνον. Της έπιασε τρυφερά το χέρι και της είπε με τρεμάμενη
φωνή: «Καρμελίτα εγώ... είμαι μεγάλος εγώ... είμαι κουρασμένος, μικρή μου
Καρμελίτα». Αυτό, τίποτε άλλο. Έτσι σίγασε σιγά σιγά με τα χρόνια
ανικανοποίητος ο πόθος της Καρμέλας. Η μνήμη του σώματος, όμως, τον είχε
καταγράψει βαθιά.
Ξέσπασε σε βουβό κλάμα ενώ
λικνιζόταν απαλά πάνω στο τρένο. Την κυρίευσε αίσθημα ανησυχίας. Αγωνίας
σχεδόν. Αναρωτήθηκε μήπως θα ήταν καλύτερα να ακύρωνε τη συμμετοχή στο συνέδριο
και τη συνάντηση με τη Μόνικα. Φοβόταν πως δε θα το άντεχε να ερχόταν
αντιμέτωπη με τα παλιά. Να μιλούσαν για τη δουλειά στη Μονάδα, για συναδέλφους
κι επισκέπτες και, κυρίως, για κείνον. Και το κυριότερο, να ερχόταν επιτέλους
αντιμέτωπη με τον καταχωνιασμένο εαυτό της. Μήπως, όμως, ήταν καιρός να το
αποτολμούσε επιτέλους, αναλογίστηκε και σκούπισε τα μάτια και τη μύτη που
έτρεχαν.
Προδημοσίευση από την
υπό έκδοση συλλογή διηγημάτων «Ο τόπος μέσα μας»,
(εκδόσεις Αρμός).
Η Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη είναι
Κλινικός ψυχολόγος (Msc), Πανεπιστημίου Ουψάλα Σουηδίας. Μέλος της Εταιρίας
Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Εξέδωσε: Ποιητικές συλλογές: «Λιγοστεύουν οι λέξεις»,
Μελάνι 2017· «Διαδρομές», Γαβριηλίδης 2015· «Συναισθηματικό αλφαβητάρι»,
University Studio Press 2009· «Ο Δρόμος», Δήμος Σερρών 2006, Μετάφραση ποίησης:
«Δέρμα από Πεταλούδες - Επιλογές Σουηδικής Ποίησης», Ιntellectum 2018. Ποιήματά
της μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά και βουλγαρικά και
συμπεριλαμβάνονται σε ποιητικές ανθολογίες. Δημοσιεύει, ποιήματα, διηγήματα και
κριτικές αναγνώσεις της σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.
Στην
εικόνα: Hans Baluschek, “Speeding express train”.
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου