Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

Δημήτρης Κονιδάρης, "Ανταύγεια χρόνων παιδικών και άλλα ποιήματα"




ΑΝΤΑΥΓΕΙΑ ΧΡΟΝΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ


Τι λάθος έκανα και ήλθε εκείνη η κυρία
από το παρελθόν,
αυτό το κέρινο ομοίωμα
με τα βαμμένα χρυσαφί μαλλιά,
με τ’ ασημένια νύχια,
που επισκεπτόμουν όταν ήμουνα παιδί
μαζί με τη μητέρα.

Δεν μ’ άφηνε να παίξω στο μεγάλο σπίτι της,
δεν ήθελε αταξίες,
«μη φέρεις άλλο το παιδί, κάνει ακαταστασίες,
δεν το μπορώ»,
την άκουσα να λέει κάποια φορά.

Τι έκανα λάθος και ζωντάνεψε
εκείνη η άκαμπτη κυρία,
η ντυμένη σαν αρχόντισσα,
που μου αποσπούσε τότε θάλασσες και ουρανούς
κι όλες τις χορωδίες μου.

Παραίσθηση θα είναι,
αυτή η κυρία είναι πια συγχωρεμένη,
ανταύγεια μνήμης είναι,

ανταύγεια χρόνων παιδικών
ενός φαντασιοκόπου.





Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΞΙΟΠΡΕΠΟΥΣ


Να φαίνεται στην κοινωνία
αξιοπρεπής,
μεγαλοπρεπής,

ήθελε,

μα πώς να φαίνεται αξιοπρεπής
και μεγαλοπρεπής,
και αψεγάδιαστος,
όσο κι αν ντύνεται καλά,
όσο κι αν πάντα φρεσκοξυρισμένος
και καλοχτενισμένος είναι,
όταν όλα τριγύρω του
διασώζουν τα φαντάσματα της νύχτας.





ΔΕΝ ΣΑΣ ΠΙΣΤΕΥΩ


Δεν σε πιστεύω πια,
ψεύτη λύκε του παραμυθιού,
ψεύτη λαγέ, ψεύτη ιπποπόταμε, ψεύτρα πάπια,
ψεύτρα μέλισσα,
δεν σας πιστεύω πια,
ζώα ψεύτες των παραμυθιών
που μου μιλάτε και σαν άνθρωποι,

κι όμως λυπάμαι, λυπάμαι,
γιατί αν δεν σας πιστεύω σημαίνει ότι πέρασαν
τόσα αμέτρητα χρόνια από τότε
που σας πίστευα.

Μεγάλωσε από τότε κι η πριγκίπισσα,
μεγάλωσε και η βασιλοπούλα,
ούτε κι εκείνες σας πιστεύουν πια,
κι έτσι χαλάει οριστικά το παραμύθι.

Τα μάτια της πριγκίπισσας και της βασιλοπούλας
δεν λάμπουν άλλο,
δεν είναι καταρράκτες,
είναι τώρα κι αυτές κυρίες ηλικιωμένες
βυθισμένες στα πένθη τους
και μόνο εσείς, ζώα των παραμυθιών,
απομείνατε να λέτε
ψέματα συνεχώς
κι όλο να μιλάτε σαν κι εμάς, ανθρώπινα.

Θα βρείτε πια άλλα παιδιά να σας πιστεύουν,
που κι αυτά σε λίγα χρόνια
μαζί με την πριγκίπισσα και τη βασιλοπούλα,
ίσως και καθηλωμένα σε κλίνες μεγάλου πόνου,
θα διαθέτουν κρίση
και θα λυπούνται, θα τραβάνε τα μαλλιά τους,
θα χτυπούν το στήθος τους
που ως σοφότερα, δεν σας πιστεύουν ούτε αυτά πια.

Κι όλοι θα κλαίμε γοερά που μεγαλώσαμε.





ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ


Σαν να είναι δικές μου
αυτές οι αναμνήσεις,
σαν να είναι κτήμα μου,
ιδιοκτησία μου.

Ακούω τις ζητωκραυγές τους
αλλά δεν τους απευθύνω τον λόγο

(άλλωστε δεν είναι δικές μου
και δεν έχω λόγο γι’ αυτές),

παρ’ όλ’ αυτά, τους λέω κρυφά
ότι κανένας τρόπος δεν υπάρχει τώρα
να προωθηθούν στο σήμερα
και να βλαστήσουν
με κάποια μαγική βοτανική.

(Κι όμως, είναι δικές μου τελικά αυτές οι αναμνήσεις,
δεν τις πετώ απ’ το παράθυρο).





Από τη συλλογή «Ανταύγεια χρόνων παιδικών και άλλα ποιήματα», εκδ. Ρώμη, 2020.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου