Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2022

Κική Δημουλά, "H εφηβεία της λήθης"





Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ


Περιμένω λίγο
να σκουρήνουν οι διαφορές και τ’ αδιάφορα
κι ανοίγω τα παράθυρα. Δεν επείγει
αλλά το κάνω έτσι για να μην σκεβρώσει η κίνηση.
Δανείζομαι το κεφάλι της πρώην περιέργειάς μου
και το περιστρέφω. Όχι ακριβώς περιστρέφω.
Καλησπερίζω δουλικά όλους αυτούς τους κόλακες
των φόβων, τα αστέρια .Όχι ακριβώς καλησπερίζω.
Στερεώνω με βλεμμάτινη κλωστή
τ’ ασημένια κουμπάκια της απόστασης
κάποια που έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.
Δεν επείγει. Το κάνω μόνο για να δείξω στην απόσταση
πόσο ευγνωμονώ την προσφορά της.

Αν δεν υπήρχε η απόσταση
θα μαραζώνανε τα μακρινά ταξίδια
με μηχανάκι θα μας έφερναν στα σπίτια
σαν πίτσες την υφήλιο που ορέχτηκε η φυγή μας.
Θα ήτανε σαν βδέλλες κολλημένα
πάνω στα νιάτα τα γεράματα
και θα με φώναζαν γιαγιά απ’ τα χαράματά μου
εγγόνια μου και έρως αδιακρίτως.
Και τι θα ήταν τ’ άστρα
δίχως την υποστήριξη που τους παρέχει η απόσταση.
Επίγεια ασημικά, τίποτα κηροπήγια τασάκια
να ρίχνει εκεί τις στάχτες του ο αρειμάνιος πλούτος
να επενδύει ο θαυμασμός την υπερτίμησή του.

Αν δεν υπήρχε η απόσταση
στον ενικό θα μας μιλούσε η νοσταλγία.
Οι σπάνιες τώρα ντροπαλές της συναντήσεις
με την πληθυντική ανάγκη μας
μοιραία τότε θ’ αφομοίωναν
την αλανιάρα γλώσσα της συχνότητας.

Βέβαια, αν δεν υπήρχε η απόσταση
δεν θα ’τανε σαν άστρο μακρινό εκείνος ο πλησίον
θα ’ρχοταν στην πρωτεύουσα προσέγγιση
μόνο δυο βήματα θ’ απέχανε τα όνειρα
από τη σκιαγράφησή του.
Όπως κοντά μας θα παρέμενε
η ύστατη φευγάλα της ψυχής.
Προς τι η τόση περιπλάνηση. Χώρος
κενός υπάρχει. Εμείς θα κατεβαίναμε
να ζήσουμε στο υπόγειο κορμί μας
κι εκείνη με τον μύθο της και τα συμπράγκαλά του
θα μετεμψυχωνότανε σε σώμα.

Αν δεν υπήρχες εσύ απόσταση
θα πέρναγε πολύ ευκολότερα
πιο γρήγορα εν μια νυκτί η λήθη
τη δύσκολη παρατεταμένη εφηβεία της
αυτό που χάριν ευφωνίας ονομάζουμε μνήμη.

Όχι ακριβώς μνήμη. Στερεώνω
με βλεμμάτινη κλωστή ομοιώσεις
έχουν ξηλωθεί τρέμουνε και θα πέσουν.
Όχι ακριβώς στερεώνω. Δουλικά περιστρέφομαι
γύρω απ’ αυτούς τους κόλακες του χρόνου που
χάριν συντομίας τούς ονόμασα μνήμη.
Όχι ακριβώς μνήμη. Ανεφοδιάζω διάττοντες
με παρατεταμένη εκμηδένιση. Επείγει.





ΤΟ ΣΠΑΝΙΟ ΔΩΡΟ


Καινούργιες θεωρίες.
Τα μωρά δεν πρέπει να τ’ αφήνετε να κλαίνε.
Αμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Αλλιώς
υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη
το αίσθημα εγκατάλειψης ενηλικιώνεται
αφύσικα το παιδικό τους τραύμα
βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια.

Για τους μεγάλους, ούτως ειπείν τους γέροντες
–ό,τι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πια–
ισχύουν πάντα οι παμπάλαιες απόψεις.
Ποτέ αγκαλιά. Αφήστε τους να σκάσουνε στο κλάμα
μέχρι να τους κοπεί η ανάσα
δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους.
Ας κλαίνε οι μεγάλοι. Δεν έχει αγκαλιά.
Γεμίστε μοναχά το μπιμπερό τους
με άγλυκην υπόσχεση –δεν κάνει να παχαίνουν
οι στερήσεις– πως Θα ’ρθει μία και καλή
να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα
η αγκαλιά της μάνας τους.
Βάλτε κοντά τους το μηχάνημα εκείνο
που καταγράφει τους θορύβους του μωρού
ώστε ν’ ακούτε από μακριά
αν είναι ρυθμικά μοναχική η αναπνοή τους.
Ποτέ μη γελαστείτε να τους πάρετε αγκαλιά.
Τυλίγονται άγρια
γύρω απ’ τον σπάνιο λαιμό αυτού του δώρου,
θα σας πνίξουν.

Τίποτα. Όταν σας ζητάνε αγκαλιά
μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε.





ΣΑΝ ΝΑ ΔΙΑΛΕΞΕΣ


Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή
να κάνω έναν περίπατο στ’ αποκεφαλισμένα περιβόλια
να δω την ευωδιά της ρίγανης
σκλάβα σε ματσάκια.

Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων
βρίσκεις το πράσινο εύκολο
σε φασολάκια κολοκύθια μολόχες και κρινάκια.
Ακούω εκεί τι θαρρετά εκφράζονται τα δέντρα
με την κομμένη γλώσσα των καρπών
ρήτορες σωροί τα πορτοκάλια και τα μήλα
και παίρνει να ροδίζει λίγη ανάρρωση
στις κιτρινιάρικες παρειές
μιας μέσα βουβαμάρας.

Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε.
Είναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά
πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο
που έχει η εκλογή σου.
Ενώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή.
Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες.
Ασήκωτες κι αυτές. Κατά βάθος είναι σαν να διάλεξες.

Το πολύ ν’ αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια.
Για εξοικείωση.
Εκεί δεν έχει διάλεξε. Εκεί με κλειστά τα μάτια.





ΠΡΟΤΟΜΗ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑΣ


Ι

Πόσοι θεοί χρειάστηκαν για ν’ αποτύχει ένας.

Εσύ φήμη μείνε εδώ στον ξακουστό Ερμή
να μαγνητίζεις βλέμματα − περίφερέ τα
στους όρθρινους μηρούς και το παφλάζον φύλο
δείξε τη χαλαρή αυταρέσκεια του χεριού
σαν να μαδάει η στάθμη της ανύψωσης
αλλά μακριά από τον φόβο πως θα πέσει
ανάσυρε τη σκίαση που σέρνεται μεταξωτή αναβολή
ανάμεσα στο γόνατο και την τεμπέλα κάμψη.

Εγώ συρρέω υμνητική
γι’ άλλο κεφάλι έφηβο διστακτικά ωραίο.
Σε σιδερένια ανάρτηση μπηγμένο
φαντάζει λάφυρο εξαίσιο που έφερε
ο αποχωρισμός απ’ το χαμένο κάπου σώμα.

Έχει το μάρμαρο το χρώμα της γαρδένιας
αρχή αρχή μόλις την κόψουν απ’ το άσπρο
όταν ακόμα δόλια την πλησιάζει το κιτρίνισμα φορώντας
το δήθεν αθώο προσωπείο μιας θαμπάδας
πριν να της δώσει μια και πλαφ βυθίζεται
σ’ αυτό το μαύρο πράμα πώς το λένε.

Με ωριμάζουν κι άλλο σε ακοίταχτη
τ’ ανεστραμμένα μάτια σβηστά
κι η αδρανής του στόματος ευχέρεια
με κλείνει ντροπαλή και ξαφνιασμένη
στην περασμένη αγκαλιά της ιστορίας των φιλιών.

Διαβάζω: Ίσως ανήκει στον Αντίνοο.
Ίσως; Είναι εδώ ο πασίγνωστος γλύπτης
της αναμονής
ο σκασιάρχης χρόνος
ο άσωτος υιός της αβεβαιότητας;

Γοητευτικός όσο κανένα ναι.
Φοράει το δήθεν αθώο προσωπείο μιας θαμπάδας
και τάζεται εραστής στις αρρωστιάρες πιθανότητες.
Ώσπου τους δίνει μια και πλαφ βυθίζονται
σ’ αυτό το μαύρο πράμα πώς το λένε.

Σμιλεύομαι αναμονή.
Μια κι είναι εδώ αυτός ο εραστής
υπάρχει καμιά αρρωστιάρα πιθανότητα να ’ρθεις;

Α, και να ’ρχόσουν έστω ώς τα μισά τού ίσως.
Ποιος ήρθε ποιος επέστρεψε ποτέ εξ ολοκλήρου.





ΚΑΤΩΤΕΡΑ ΤΑΞΙΣ


ΙΙΙ

Αηδόνια ξεναγούν την ακοή
στα ψηφιδωτά του Μάη αγριολούλουδα.

Το Ηραίον, Η εξέδρα του Ηρώδη, Το Πρυτανείον.
Δες τι προϊστορία κατατρόπωσε μια σταλιά παρόν.

Πολιτισμοί και τύμβοι της δυσαναλογίας
άνω κάτω μέσα στο μυαλό μου.
Ξεχνώ σε ποιο χαμό τους στρατοπέδευσαν
τόσες επιφανείς χρονολογίες
πότε ανακηρύχθηκε απώτερος σκοπός η εξουσία
συγχέω πάντα όσα έγιναν προ της υπάρξεώς μου
με το σαν να μην έγιναν. Μετά την ύπαρξή μας
να μου το θυμηθείς
ετούτη μου η σύγχυση θ’ αποδειχτεί προφήτης.

Κατανοώ ευκολότερα
τις διασκορπισμένες ολόγυρα πέτρες
όπως τις έφερε ανώνυμες στο φως η ανασκαφή
τμήματα κάποιας αρτιότητας που
άγνωστο σε τι κατώτερά της
στρώματα χώματος υπέπεσε.
Μου είναι οικείο το χαμένο νόημά τους.
Τις παρηγορώ επιγράφοντάς τες
όπως επιγράφουν οι κινήσεις των κλαδιών
αχνές τον σκόρπιο ανοιξιάτικο αέρα:

Απόσπασμα δραπέτη δούλου τάφου
ημιτελές επιτύμβιον αμούστακου θριάμβου
σκαλάκι εναρκτήριο μονώροφης εταίρας
περβάζι από παράθυρο που έλιαζε τη γλάστρα της
ενάρετη πλατύφυλλη εστία
και τούτη δω που κάθομαι
πεζοδρόμιο εντόμων και σκιερών εικασιών.

Αλήθεια πού να κείνται σκόρπιες
ανεπίγραφες οι δικές μου ήττες.
Πολεμώντας νικήθηκα ή διαβαίνοντας;


                                                                              Ολυμπία





MΟΝΟΚΛΙΝΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑ


Απορούν κάθε φορά οι ξενοδόχοι
που ζητώ μονόκλινο δωμάτιο στην πρόσοψη.
Με κοιτάζουν σαν ν' απαιτώ θάνατο με θέα.

Έβαλα ενέχυρο τη θάλασσα
κι είπα να κάνω φέτος διακοπές σε βουνό
μη και ξορκίσουν τα θροΐσματα τους δάσους
εκείνο το δαιμονισμένο σύνδρομο επιστροφής
που κυριεύει αυτοστιγμεί κάθε διαφυγή μου.
Αν μ’ αγκαλιάσει σκέφτηκα ενός δέντρου
ο σάτυρος κορμός μπορεί και να ριζώσω.

Και στο βουνό τα ίδια.
Σαν να ’ταν σιδερένιο το δωμάτιο
κι ο καθαρός ανάλαφρος αέρας απέπνεε κλειδαριά.
Να ξεκλειδώσω πάλευα με τα ηρεμιστικά μου
αλλά εκείνα ήτανε πιο άρρωστα από μένα.
Τα ίδια που έγιναν στην Πύλο
η ίδια άτακτος φυγή πρόπερσι από τη Σύρο
στην Καλαμάτα πέρσι τρισχειρότερα
γεμάτο το τραίνο και θέλανε τα κλάματα
να πάμε πίσω στην Αθήνα με τα πόδια.
Τέτοια μανία καταδιώξεώς μου κυριεύει τους τόπους.

Να μου λείπει η απουσία σου;
Δεν έρχεται μαζί μου την αφήνω σπίτι.
Όρος ρητός τής αλλαγής να μην ακολουθήσει.

Άπληστο που είσαι Ανεξήγητο.
Τόση διαφάνεια καταπάτησες για τη διασφάλισή σου
κι έκανες θέρετρό σου τώρα
αυτό το ανεξήγητο σύμπτωμα εχθρικό μου.
Να επιστρέφω αμέσως. Με λεωφορείο ταξί
αν πετύχω κανένα φεγγάρι που επιστρέφει κι εκείνο
στην πιάτσα του αδειανό.

Ολέθρια συνήθεια. Όχι τίποτ’ άλλο
μα αν δεν μ’ αρέσει να δούμε πώς θα επιστρέψω
από τον κάτω κόσμο σου Ανεξήγητο.





Από τη συλλογή «H εφηβεία της λήθης» (1994).
Πηγή: «Κική Δημουλά - Ποιήματα», Ίκαρος, δ΄ έκδοση, 2002.

Στην εικόνα: Evelyn de Morgan, «Hope in a Prison of Despair» (1887).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου