Πέμπτη 20 Απριλίου 2023

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, "Το παράθυρο"

 


Το παράθυρο

ΙΙΙ



Γιατί έχω μέσα μου ένα νεκρό πουλί κι εσύ το λυπάσαι
Γιατί μου κρατάς τα χέρια και τα δικά σου χέρια τα ’χω
       κρυμμένα στον ύπνο μου
Γιατί το σώμα σου μοιάζει με όνειρο που ακολουθεί τις
       πράξεις μου όλη τη μέρα
Και λίγο-λίγο μου έρχεται στη μνήμη
Γιατί μου λες για την αγάπη
Μου λες πώς αποχαιρετιώνται δυο κι αφήνουν την αγάπη
       μόνη
Σαν το μαργαριτάρι έξω απ’ το στρείδι του
Γιατί μου λες πολλές φορές για την αγάπη ότι είναι σύμπτωση
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ

Γιατί σ’ αγκαλιάζω και σε μυρίζω όπως αρνί που οσφραίνεται
       το χόρτο
Γιατί δέχομαι τη φωνή σου σα να ’ναι σπόρος
Κι εγώ σα να ’μαι φρέσκο χώμα
Γιατί σ’ αγκαλιάζω πάντα κι απέναντί μας μια μέρα σημαδεύει
       την αγάπη μας
Όπως εμένα κάποτε που με πυροβολούσε η νύχτα
Γιατί σε βλέπω σαν πηλό και θέλω να σου δώσω το σχήμα
       της αγωνίας μου
Κι ύστερα πάλι να σε ξαναπλάσω
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ
Γιατί είσαι η αγωνία μου

Γιατί μες στον καιρό είσαι η ελπίδα όπως η γλύκα στου
       καρπού τα βάθη
Όπως τα δακρυσμένα μάτια την ώρα που φεύγουμε
Γιατί είσαι το τρένο κι ο δρόμος και το χέρι που σε
       αποχαιρετάει
Γιατί είσαι η καρδιά μου που χτυπάει μουσικά όταν εγγίζω
       και τα νύχια σου
Που είναι το δέρμα μου σαν σκορπισμένα λουλούδια σε νερό
Γιατί είσαι το τραγούδι μου που λέω τ’ απογεύματα
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ.





IV


Το δωμάτιο με το ένα παράθυρο
Με το ’να δέντρο έξω βουλιαγμένο στην αστροφεγγιά
Η αστροφεγγιά με το βάρος της πάνω μου

Η σκληρή προσφυγή σε σένα Κύριε
Η θέληση γονατισμένη στα πόδια σου
Το πρόσωπο που γαληνεύει αργά-αργά
Όπως το πυρωμένο σίδερο στον αέρα

Η ψυχή σα δάσος που πήρε φωτιά
Και τα ζώα ζωσμένα απ’ τις φλόγες
Θρηνωδούν

Κύριε βγάλε από μέσα μου
Τον κακό άνθρωπο, δίνε του κάθε μέρα κάτι να σκοτώνει
Ή άφησέ τον
Σαν ένα πυρωμένο σίδερο να σβήνει
Απ’ τη δροσιά μου

Κάποτε τα χέρια μένουν στο δρόμο
Σα να ξεκολνούν από το βάρος μιας θωπείας
Κάποτε η αγάπη σαν πουλί τρομαγμένο
Από μία τουφεκιά, ξαναπηγαίνει στον ουρανό της
Κύριε ξαναδώσ’ μου τα χέρια
Γιατί έχω να χαιρετίσω τόσους φίλους
Κι ας έλθει πάλι η αγάπη, τόσο πολύ
Θέλει η ψυχή μας κάτι από ψηλά

Οι σκέψεις να ’ναι ακίνητες σαν ακατοίκητα σπίτια
Να ρωτάς το χτες και το παρόν να σε προτρέπει να
       αντιλαμβάνεσαι το σώμα σου αλλαγμένο
Σάμπως να φύσηξε ένα στόμα
Και μοναμιάς να του έσβησε το φως

Κύριε δώσε ξανά το φως στο σώμα
Τόσο πολύ θέλει το σώμα κάτι από ψηλά.





V


Το λέω ξανά είμαι μόνος
Σα μια μόνη πατημασιά ανθρώπου σε δάσος
Είμαι μόνος σα δάχτυλο σε χέρι
Που η μηχανή του πήρε τα άλλα τέσσερα

Αν ήμουν σταγόνα θα ’χα σβήσει στα έγκατα διψασμένης γης
Δεν είμαι όμως σταγόνα
Είμαι μικρή πέτρα ίσως πολύτιμη
Που ο καιρός την κάμνει άμμο
Και βλέπω το σχήμα της και τη λάμψη
Και την σκληρότητά της
Και το βάρος της να γίνονται άμμος

Το λέω ξανά
Στην καρδιά μου είναι μια προσευχή
Όμως μένει μέσα
Ας ήταν τώρα που δεν υπάρχει στόμα να ’χα μια μαχαιριά
       στο πλευρό
Να βγει από εκεί σαν τρυφερό κορίτσι
Η προσευχή.





Το παράθυρο (1955).
Πηγή: «Δ.Π. Παπαδίτσα, Ποίηση», Μέγας Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα, 1997.

Στην εικόνα: Edvard Munch, «The Girl by the Window».
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου