Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Γιώργος Σιώμος, "Tο πιάνο"




Το πιάνο


Τη λέξη, πιάνο, την είχα πρωτοδεί γραμμένη στο πρόγραμμα μαθημάτων του δημοτικού σχολείου. Ανάγνωση, Αριθμητική, Ιστορία… και στο τέλος Πιάνο. «Κύριε» είπα στο δάσκαλο, «εδώ έχουν ένα λάθος, γράφουν το πιάνω με όμικρον». «Δεν είναι λάθος, το πιάνο είναι μάθημα, είναι μουσικό όργανο». «Και πού είναι το όργανο;» «Πουθενά. Δεν υπάρχει για σας». «Πώς είναι αυτό το πιάνο;» «Είναι μεγάλο σαν ντουλάπα ξαπλωτή, έχει κάτι κουμπιά που τα λένε πλήκτρα, τα πατάς και βγάζουν μουσική». «Σαν τη φλογέρα, κύριε;» «Σαν τη φλογέρα». «Και πώς θα κάνουμε μάθημα;» πετάχτηκε άλλος μαθητής, «αφού δεν έχουμε όργανο;» «Δεν θα κάνουμε». Τότε κατάλαβα για πρώτη φορά τη σημασία της λέξης «δούλεμα». Άκου μάθημα πιάνου στο σχολείο του πιο απομακρυσμένου χωριού που αγνοούσε εντελώς την ύπαρξή του.

Αργότερα, πατέρας πια, αγόρασα ένα πιάνο από μια οικογένεια Ελλήνων που είχαν έρθει από τις σοσιαλιστικές δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης μετά τη διάλυσή της, για τα παιδιά μου που σπούδαζαν βιολοντσέλο ο ένας και βιολί ή άλλη. Βρισκόντουσαν στο επίπεδο των σπουδών που έπρεπε να κάνουν πιάνο. Ήταν μάρκας Ακόρντ 4, «για τα λαϊκά στρώματα, κάθε σπίτι είχε ένα τέτοιο πιάνο» μου είπαν οι πωλητές, είχε το χρώμα του ξύλου και στην πρόσοψη μια χρυσαφένια κονκάρδα. Σε κάποιο σημείο του ένα έντομο ακουγόταν που το ροκάνιζε. Έφερα κουρδιστή, το κούρδισε, το συνέφερε. Όταν άρχισαν τα παιδιά να παίζουν και να κυλάνε οι νότες από τα πλήκτρα και να χύνονται μέσα στο σπίτι, σώπασε το σαράκι. Έπαψε να το ροκανίζει.

Τα παιδιά, πουλιά είναι και πέταξαν. Τα ρούφηξε η ζωή, οι ανάγκες, η επιβίωση, μεγαλώνουν τα δικά τους παιδιά, κάνουν άλλες δουλειές άσχετες με τη μουσική. Το βιολί είναι στο πατάρι κάπου στη Νέα Σμύρνη. Το βιολοντσέλο καμαρώνει στο σαλόνι του σπιτιού τού παραλίγο τσελίστα στην Τριανδρία. Παίζουν, τρέχουν τα μωρά του αλλά το τσέλο δεν το πειράζουν. Παράξενο. Το πιάνο ως δυσκίνητο έμεινε στο παιδικό δωμάτιο. «Καλύτερα να σας έστελνα σε παραδοσιακούς χορούς ή στον αθλητισμό, δώσαμε ένα κάρο λεφτά για δίδακτρα, για βιβλία, τετράδια, παρτιτούρες, για τα όργανα που κάθονται άπραγα τόσα χρόνια» τους είπα μια φορά. «Α όχι» είπαν με μια φωνή, «το ωδείο ήταν ένας ναός για μας, απέπνεε μια αύρα, οι μελωδίες που ακούγονταν από κάθε όργανο, τα άλλα παιδιά με τις κιθάρες και τα φλάουτα, η δασκάλα μας της θεωρίας, ο δάσκαλός μου ήταν σοφός, μου άνοιξε τα μάτια, είπε το αγόρι, κι ο δικός μου συμπλήρωσε το κορίτσι, μην το ξαναπείς αυτό, με αποπήραν, μουσικοί δεν γίναμε, αλλά γίναμε άνθρωποι, η τριβή μέσα στον χώρο του ωδείου ήταν κάτι ανεπανάληπτο, μια δυνατή εμπειρία. Στη μουσική οφείλουμε αυτό που είμαστε».
«Πουλήστε τα όργανα τουλάχιστον, είναι κρίμα να κάθονται, είναι φτιαγμένα για να τα παίζουν ανθρώπινα χέρια».
«Δεν μπορώ, δεν θέλω», απάντησε ο ένας, «Ίσως τα χρειαστούν τα δικά μας παιδιά όταν μεγαλώσουν», είπε η άλλη.

Τα παιδιά έφυγαν στα δεκαοχτώ τους χρόνια. Το σπίτι άδειασε. Τον πρώτο καιρό, οι βρύσες έσταζαν, τα κουφώματα σαν να είχαν παλιώσει ξαφνικά, οι τοίχοι φούσκωσαν, οι πόρτες έτριζαν, τα κάγκελα στα μπαλκόνια είχαν γεμίσει σκουριά.
Το πιάνο στο παιδικό δωμάτιο, είκοσι χρόνια, μένει βουβό, λυπημένο, ακούρδιστο. Μα είναι κάποιες φορές, κάποιες νύχτες, μια απροσδιόριστη ώρα, κάπου μεταξύ ύπνου, ξύπνου και ονείρου, που από τα κατάπληκτα πλήκτρα του πιάνου, κυλάνε απαλά λευκές στάλες νερού που ολοένα πληθαίνουν, οι ροές δυναμώνουν, γίνονται ρυάκια, αυλάκια, χείμαρροι, πλημμύρες, φουσκώνουν τα φρεάτια, καπάκια και κάδους παρασέρνουν, ξεριζώνουν τα δέντρα των πόλεων, καταστρέφουν τις φωλιές των πουλιών, αυτά φεύγουν για να κρυφτούν, κι ένα πουλί, μαύρο πουλί με μεγάλα κοκκινόμαυρα φτερά εφορμά προς τον ουρανό, κατευθύνεται προς τα πιο μαύρα σύννεφα, φέρνει δέκα διερευνητικούς κύκλους από ψηλά και κάνοντας μια βουτιά με κλειστά τα φτερά, γαντζώνεται αιωρούμενο φτεροκοπώντας στην κινούμενη μπαγκέτα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς που διευθύνει τη συμφωνική ορχήστρα της Μόσχας με τα κρουστά και τα έγχορδα να έχουν οξύνει τόσο τις άκρες των νεφών που θαρρείς κεραυνοί και αργυρά ξίφη θα τρυπήσουν το στερέωμα μέχρι το πέρας του σύμπαντος.



21/8/2019
Γιώργος Σιώμος




Πρώτη δημοσίευση.

Στην εικόνα: Pierre-Auguste Renoir, «Two Young Girls at the Piano», (1892).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

2 σχόλια:

  1. Πολύ όμορφο διήγημα... Και συγκινητικό....

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Από αύριο θα προσπαθήσω να μάθω πιάνο, γιατί θλίβομαι να το βλέπω στο σαλόνι άπραγο με φωτογραφίες επάνω του και άλλα μπιμπελό!!! Υπέροχο κείμενο!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή