Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2019

Ασημίνα Λαμπράκου, "Στην καρδιά των ποιητών"





I. ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΕ ΤΗ ΜΑΝΝΑ



στην κοιλάδα του θανάτου
η μάννα μου καθιστή στο μπαλκόνι

σε μια καρέκλα γερτή γελαστή
επιθεωρούσε από απόσταση
τη βρύση να στάζει σε θέση άλλη
από τη δική της

προσπάθησα να της φωνάξω
[το γέλιο της ήταν κρύσταλλο]
μετάνιωσα να τη διακόψω
[που απέτυχα να το χαράξω]

στο φόντο το βουνό των σκιών
ένα αεροπλάνο χωρίς βουή
[χωρίς βόμβο μέλισσα, τ’ αεροπλάνο]
από την ουρά βγήκε καπνός
[βυθιζόταν στη χοάνη των βουνών]
όταν η μύτη φαινόταν στο μεταξύ
[στραγγίζοντας το μέλι
το σκόρπιζε από την κοιλιά]
των κορυφών

αδελφό δεν έχω κι έτσι επινόησα
άλλο ποίημα να αναφερθώ στον Ανρί Μισώ

κι ούτε που ενόχλησα άλλο τη μάννα
να την κάνω κοριτσάκι αφού μέσα μου
γερνάει

άλλωστε ήταν ήδη αργά
από καιρό κοιμόταν







II. ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΜΕ ΤΟΝ ΠΑΤΕΡΑ



Κορμοράνος όπως έρχεσαι στο όνειρο και κατοικείς,
Οικείος, σαν από του απόμακρου τον πόνο,
Και στεφάνι μισάνοιχτο μετράω τα φτερά σου,
Νοιώθω φορές, να θέλω για σένα να μιλήσω

Μα μέσα από τον τρόπο που κοιτάς
Πίσω γυρνώ και βλέπω
Ανθρώπους έτοιμους να σε κατασπαράξουν
Άσε, λέω τότε, φύγε!
Δεν ήρθε ακόμη η ώρα εσένα να σε διώξω
Κι αλλάζω ύπνο







III. ΔΙΕΝΕΞΗ ΜΕ ΤΗ ΜΑΝΝΑ



ξέρεις κάτι ρε μάνα;
έτσι όπως τελευταία στα όνειρά μου μπαίνεις
ένα να σου πω θέλω: πάρ’ τους
τους άντρες
όλους που κοντά μου φέρνεις, μακριά μου διώξ’ τους
κι εσύ νάσαι εκείνη που μαζί τους να ξεμπερδεύει

εμένα κορίτσι άφησε μικρό
μ’ όλα τα άλφα τα στερητικά της ηλικίας
σαλιγκάρια τα μαλλιά μου στολισμένα
τις κατηφόρες να κουτρουβαλώ τις παιδικές
αμυγδαλιές να σκαρφαλώνω και τα πεύκα
"βαρελάκια στρατιωτάκια αμίλητα" κι ένα "γκέο βαγκέο"
κρυφτό κι ένα κυνηγητό παίζοντας
με τ’ άλλα τα παιδιά στα χωράφια χάμω

κι αν τον πατέρα δεις
την πέτσα, πες του, από τα μάτια μου να βγάλει
ν’ αποδώσω του κόσμου κάποτε κι εγώ το άσχημο και το κακό
κι αλαφρωμένη στα παιχνίδια των παιδιών επάνω
μια συγγνώμη να ζητήσω
που δεν παράκουσα και σαν κι εμάς τα έφτιαξα
μάννα μου που να σ’ αλλάξω δε μπορώ
γιατί το δέρμα του ποιος τη δύναμη έχει ν’ αλλάξει μόνος;







IV. ΜΕ ΤΟΝ ΡΕΜΠΩ ΣΤΗ ΣΤΕΡΝΑ 



Πίσω απ’ το ηλιοβασίλεμα
Μορφή χλωμή από κάμποτο κι ατλάζι
Και το φως σμυριδόχαρτο πορτοκαλένιο

Στο μέσον του προσωρινού
νερά πρασινωπά, βατράχια και γυρίνοι,
βρύα μύγες γλίτσα και σκουριά του ουρανού
κορίτσια σκοτωμένα και τ’ αγόρια που τ’ αγάπησαν
στο βυθό τους

Θα πρέπει να φοβήθηκα αφού
Τη σύναξη εκάλεσα των ποιητών
Λόγο να δώσουν στη μορφή και τ’ άλλα
Μα ήσαν πολλοί
Ξεχάστηκαν να παραβγαίνουν
Απελπίστηκα

Από το ράφι του πατέρα, απόμερα
Το σκότος ένας μυρμηγκοφάγος ξεθαρρεμένος
Και μια μορφή, μαβί σαν πεθαμένου μάγου
αρχίζει να μιλάει
«Επειδή παιδί σε φόβισα
Για σένα σήμερα εγώ θα απαντήσω:
Τον θάνατο αν θες να μη σκοτώνει
Το βλέμμα το δικό μου ξέχνα το
Με του Αρτύρ να βλέπεις»
Και πιάνει, με μάτια κόκκινα μαυλιστικά
έναν αηδονιού ψαλμό:

Κέρματα κίτρινου χρυσού… κολόνες από μαόνι…
…βέργες ρουμπινιών κυκλώνουνε το ρόδο του νερού.

Μαγεύτηκα, ξεθάρρεψα, το βυθό πήρα να κοιτάω
Στα άκρα των νεκρών, σπάρτα και χοντρό χορτάρι,
είδα να μακραίνουν
Άνθια ασημένια στρογγυλά τη θέση να γεμίζουν των ματιών
Κι από τους σκοτεινούς τους εξώστες
πλήθος από νέα και δυνατά τριαντάφυλλα

Όπως η υπόθεση συγκατένευε στην αλήθεια
Οι δύο ησυχάζαμε και τ’ όνειρο περνούσε απέναντι
Το σμυριδόχαρτο διαλύθηκε
Τα μάτια μου θαμπώθηκαν
Άρχισα να μη βλέπω.







V. ΕΙΧΑ ΔΥΟ ΟΝΕΙΡΑ ΑΠΟΨΕ



στο ένα, η μάννα μου
 πεθαμένη από καιρό, σε βοήθεια με καλούσε
 θα σε βοηθήσω μάννα, είπα, και φώναξα για νερό
 πιο πολύ κι από δροσερό, παγωμένο
στο σαν λαστιχένιο γάντι                  
φουσκωμένο δέρμα της καρδιάς μου
το παγωμένο βούλιαξε ακτινωτά
ορίζοντας τις ύστερες κινήσεις
από δίπλα, η αδελφή της
 ζωντανή αυτή ακόμη
 κοίταζε

στο άλλο
 όνειρο του πραγματικού
στην τύρβη μέσα του κόσμου
που εχθρούς μας θέλει αμίλητους
συναντηθήκαμε
«καλά τα πας», είπες
κι ακούστηκε σαν δώρο σπλαχνικό
 μιας ηρεμίας νεαρής, αφρόντιστης
του, από δρόμους δύσβατους, φτασμένου
«κι εσύ… κάτι κάνεις», απάντησα με ύφος
 και γέλασα
 στην οικειότητα που με αρνήθηκε








Φρικώδης, μανιακή, μονάκριβη
Κατοικεί η ομορφιά
Στην καρδιά των ποιητών
Αλλοίμονο αν ψάξεις να την βρεις
Αλλοίμονο κι αν δεν το κάνεις

 (στον πατέρα)








Πρότερη γραφή του ποιήματος "I. Στο όνειρο με τη μάννα", έχει δημοσιευτεί στο "Ποιείν".
Η εικόνα προέρχεται από το αρχείο της ποιήτριας.

1 σχόλιο: