Τοπίο
Ερειπωμένοι
τοίχοι. Εγκατάλειψη.
Περασμένες
μορφές κυκλοφορούνε αδιάφορα
Χρόνος
παλιός χωρίς υπόσταση
Τίποτα
πια δε θ’ αλλάξει δω μέσα.
Είναι
μια ήρεμη σιωπή μην περιμένεις απάντηση
Κάποια
νύχτα μαρτιάτικη χωρίς επιστροφή
Χωρίς
νιότη, χωρίς έρωτα, χωρίς έπαρση περιττή.
Κάθε
Μάρτη αρχίζει μιαν Άνοιξη.
Το
βιβλίο σημαδεμένο στη σελίδα 16
Το
πρόγραμμα της συναυλίας για την άλλη Κυριακή.
Επιτύμβιον
Λυπηθήκαμε,
ίσως, που θα ’φευγε μια μέρα από κοντά μας
Απρόσιτος,
έστω, χειρονομούσε με κινήσεις ανέλπιδες
Ίσως
αξιαγάπητος, ίσως −ή μάλλον− συμπαθητικός
Μέσα
σ’ εναντιότητες, σ’ αβλεψίες, μ’ αξιοπρέπεια
Με
μια χλαμύδα οδύνης ανιστόρητης
Καλλιεργώντας
με σύνεση μαραμένα τριαντάφυλλα
Σε
σχήμα καρδιάς ή ξεθωριασμένων αναμνήσεων.
Λυπηθήκαμε,
ίσως, που θα ’φευγε μια μέρα από κοντά μας
Τόσο
μονήρης, άψογος, κύριος μέσα σε κάθε αποτυχία
Μ’
έναν ήχο αναπότρεπτο −ολέθριος επίλογος−
Ο
τελευταίος, αναντίρρητα, μιας παρακμής.
Στον Νίκο Ε… 1949
Φίλοι
Που
φεύγουν
Που
χάνονται μια μέρα
Φωνές
Τη
νύχτα
Μακρινές
φωνές
Μάνας
τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα
παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν
τρυπημένες σάπιες σημαίες.
Εφιάλτες,
Στα
σιδερένια κρεβάτια
Όταν
το φως λιγοστεύει
Τα
ξημερώματα.
(Μα
ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;).
Από
τη συλλογή «Παρενθέσεις», 1956
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου