ΜΙΓΑΔΑ ΦΩΝΗ
Κάτω
απ’ τον κάμπο της φωνής μου η Πολιτεία
αρδευτική Mε σήραγγες κανάλια κι
οδοδείκτες
Ωστόσο
έξω στον αέρα ανατρέφω
μιγάδες λέξεις
Στα
σύμφωνά τους εντοιχίστηκαν λεπτές ανάσες
άλλων
τσέρκια
που σφίγγουν τα φωνήεντα
να
μη χυθούν σαν ποταμοί και πνίξουν κάθε νόημα
και μένα
Ουαί
τοις ηττημένοις
Για
ποιαν ελευθερία μού μιλάς
αν
δεν προηγηθεί πατροφαγία;
Μαμά έχω κι εγώ μαύρη
οργή;
Μικρή
και ναρκωμένη μέσα σου θηλάζει
Όποτε
όμως θεριεύει να θυμάσαι:
Να
την κρατάς από τα κέρατα
και να την οδηγείς
έξω
από την ευγένεια που όρθωσες
Μη
γελαστείς και την αφήσεις λάσκα
Είναι
τυφλή και γίνεται αδηφάγα
Προπάντων
μην της ψιθυρίσεις «όρμα»
Γιατί
κοντά της πρώτη είσαι συ
Εύκολα
θα γυρίσει να σε φάει
που
μια ζωή την είχες λιτοδίαιτη
Μαμά
μυρίζει το σκότος;
Όχι Μονάχα τον αχό του ακούς
Σηκώνεται
αέρας στα βαθιά
Μανιάζει Αναποδογυρίζει τα βουνά
Καρφώνονται
στο χώμα οι κορυφές
Σκουληκιασμένο
το φεγγάρι ξερνά τα σωθικά του
Σκάψε
με λύσσα μέσα σου
ώσπου
να πιάσεις άστρο Φυλάξου εκεί
Τέτοιος
αέρας ξεκαρφώνει απ’ το χώμα
ως και τις σκιές
Από την ενότητα
Μες στο λευκό της Ιστορίας διάστιχο
Πακιστάν. …κοπέλας που λιθοβολήθηκε
μέχρι θανάτου από την οικογένειά της είχε …
29/05/2014
Ματόφυλλα ταμπλαδωτά
βαριά
Όταν ανοίγουν
πέφτει άλλο φως στο
Βέρμιο
και στον κάμπο
χαράζει ο άλλος μου
εαυτός
Υφήλιος
Καδοσδύο
Λαχτάρησε το στόμα μου μια
κι έξω
Σκυμμένοι πάνω από την
κούνια
μού έδωσαν φιλί σε κόψη
μαχαιριού
Έσχισε αθόρυβα στ’
ακρόχειλα
χαμόγελο φαράγγι
Τσακίζεται κι ο ξένος
ύπνος
μες στις χαρακιές
Γύρω τους ζουζουνίζουν οι
χρυσόμυγες
Λάμπουν με το σμαράγδι στα
φτερά τους
ως μέσα στο μυαλό
μου
Μπερδεύονται με τις
πυγολαμπίδες
στα μάτια του πατέρα χρόνια πριν
Πράσινο φως φεγγοβολούν
κι αστράφτει λίγο το
κατάμαυρο τριγύρω
Μονάχα να πιστέψω θέλω
στις πυγολαμπίδες
Στυλώνω εκεί τα μάτια για
να με ναρκώσουν
Καθώς περνώ την πύλη
που οι χρυσόμυγες
βόσκουν
Σιουδάδ Χουάρες Η πόλη
των νεκρών γυναικών − Μεξικό
Το 1993,… στη Χουάρες… σειρά δολοφονιών… 500 νεαρές γυναίκες, με πρώτες τη 13χρονη Αλμα
Τσαβαρία και τη 16χρονη Ανχέλικα Λούνα Βιγιαλόμπος, βρέθηκαν δολοφονημ... πεταμένες
στην έρημο… εκατοντάδες αγνοούμ… συνεχίζοντ… (ΕΞΑΝΤΑΣ)
Στο στέρνο μου χλωρή
ασπίδα
οι καλαμιές του Βάλτου
Φύλλα των δέντρων με
υπερασπίζονται
όταν με σημαδεύει το
κακό
Κι όταν με βρίσκει
με φυγαδεύουν από
παλιά περάσματα
ή
μου δίνουν το
χειμέριο κλαδί τους
Λουδίας ( ή Καρασμάκι* )
Το βοριαδάκι λέει να
χαίρομαι
Μην παίρνω άλλου τη σειρά
να κλάψω
Του λέω δεν κλαίω Θλίβομαι και θυμώνω
Μη βιάζεσαι επιμένει
Μες στη χαρά σου ανθίζει
καρπερή
η δυστυχία
Έφηβο πένθος ταξιδεύει από
το Μεξικό
με άμμο από την έρημο
Σονόρα
Πένθιμη γύρη από τη
Σιουδάδ Χουάρες
γονιμοποίησε τον ανθισμένο
ύπνο στον Λουδία
Από το λίχνισμα της άμμου
πέφτουν λευκές κοκάλινες
φλογέρες:
Πρώτη απ’ το λεπτό χέρι
της Άλμα
Δεύτερη απ’ την κνήμη της
Ανχέλικα
Αριθμημένες φτάνουν οι
υπόλοιπες
Έχασαν τ’ όνομά τους στη
συνήθεια
Το βοριαδάκι λέει να
χαίρομαι
Ο ζέφυρος μού φέρνει τις
φλογέρες
Άλμα
δεν ξέρω ισπανικά
Πάψε να μου μιλάς
Ξάπλωσε μέσα μου και πάψε
Άκου τις καρακάξες
Κοίτα τις ντοματιές
Ή έστω τρέξε στα τσαΐρια
με τα μελαχρινά σου πόδια
Άσε μου λίγο χώρο Άλμα
Το Καρασμάκι σου ’πιασε
κουβέντα
κι εσύ δεν σταματάς να
φλυαρείς
Δεκατριών χρονών κορίτσι
φαρσί την έμαθες τη γλώσσα
των νεκρών
Από
τη συλλογή «Χαράζει ο άλλος μου εαυτός», εκδ. Μελάνι 2015.
Πίνακας
εξωφύλλου: Ειρήνη Χριστοφορίδου
Σημείωση:
* Καρασμάκι-από
το Καρα--ᾱσμακ = Μαύρο νερό, παλιά
ονομασία του Λουδία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου