Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

John Mateer, "Τρία ποιήματα", (μετάφραση - επίμετρο: Νικολέττα Σίμωνος)




ΣΤΟ ΑΓΑΛΜΑ

Όταν στον Καθεδρικό του Σαντιάγο δε Κομποστέλα κληθώ
να αγκαλιάσω, για καλοτυχία, του Αγίου τον μαρμάρινο κορμό,
δεν θα το πράξω. Όχι για λόγους ηθικής.

Το ν’ αγκαλιάζει κανείς κάποιον εκ των νώτων τοιουτοτρόπως
μου θυμίζει έντονα τον τρόπο που, στα στρατόπεδα εκπαίδευσης του Απαρτχάιντ,
μας μάθαιναν να πλησιάζουμε τον εχθρό,

για να του κόψουμε το λαρύγγι.




ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΩΝ ΕΜΙΡΑΤΩΝ

Η λέξη «εξόριστος» στο λεξιλόγιό μας πια δεν υπάρχει,
κι ας ανταμώνουμε στο Εμπορικό Κέντρο των Εμιράτων,
το σπήλαιο εκείνο της υπερβολής, παραγγέλνοντας παραδοσιακό
φαγητό πολυτελείας, τις προοπτικές μας
σε δυο, ίσως και τρεις, ηπείρους αναλογιζόμενοι,
κι ομολογώντας πως στην πατρίδα πια δεν ξαναγυρνάμε.
Με τους ταξιτζήδες μας δεν μοιάζουμε, εμείς με τις ολοένα
ανανεώσιμες βίζες μας και την ενσυνείδητή μας αμνησία,
έστω κι αν θα μπορούσαμε και εμείς μια ζωή πήγαινε-έλα
τους αυτοκινητόδρομους του Ντουμπάι να διασχίζουμε,
τις στούπες της Ανουρανταπούρα αναπολώντας,
πώς μες στο ηλιόφως λάμπουν σαν αναποδογυρισμένα μπολ με ρύζι.
Μόνη μας παρηγοριά όλα όσα ήταν κάποτε Λογοτεχνία,
η μεταμόρφωσή της, τα αερικά εκείνα, οι άλλες μας ζωές.
Ή μήπως δεν συνέβη το αντίθετο; Δεν απελαθήκαμε μήπως
από τον Κήπο της Ανυπαρξίας, για να περιπλανηθούμε, μιαν ολάκερη δεκαετία,
στις σκέψεις μας χαμένοι, να φανταζόμαστε την λεωφόρο Αλ Μουτίνα σαν μια
         λεωφόρο της Τύνιδας,
σταχτόχρωμοι φοίνικες τον ίσκιο τους να μάχονται να δώσουν κόντρα
         στην χρυσίζουσα αχλή των καυσαερίων;
Αλή, θυμάσαι ’κείνο τ’ όνειρο για το οποίο μου ’χες μιλήσει: ο Χαφίζ
να παρουσιάζεται σ’ έναν λόγιο Αυστραλό και Δραγουμάνο του
να τον διορίζει; Μάλλον έτσι καταλήξαμε κι εμείς εδώ πέρα
στην εμπορική τούτη όαση του πλούτου και της υπερβολής,
σαν ένα ποίημα που γεννιέται στην άκρη της γλώσσας αλλουνού,
σαν πλήρως μεταφράσιμα συνώνυμα της λέξεως: «εξόριστος».




ΠΙΝΤΖΑΡΑ*

Κάτω στο μέρος όπου γίνηκε η μάχη που ’μοιαζε πιότερο με σφαγή
κάτι τύποι της φυλής Νούνγκαρ το πέρασμα τού δείξαν
κει όπου, κάτω χαμηλά πάνω απ’ τα μελανιασμένα τα νερά,
τη βολίδα είχανε δει να αιωρείται λευκή σαν μάτι τυφλό,
κι όταν τους ρώτησε αν είχαν προσπαθήσει να καλέσουν τα πνεύματα
εκείνα,
οι τύποι γέλασαν:
Με τίποτα, φίλε, είχαμε φύγει σα βολίδα!



Mετάφραση: Νικολέττα Σίμωνος


________________
*Σ.τ.Μ.: Pinjarra: πόλη της Δ. Αυστραλίας, στα περίχωρα της οποίας το 1834 έλαβε χώρα η ονομαζόμενη Μάχη (ή Σφαγή) της Πιντζάρα. Εικοσιπέντε Βρετανοί άποικοι (στρατιώτες, αστυνομικοί και απλοί πολίτες), με επικεφαλής τον Κυβερνήτη James Sterling, επιτέθηκαν σε μια ομάδα ογδόντα Αβοριγίνων ιθαγενών της φυλής Νούνγκαρ (και γυναικόπαιδων συμπεριλαμβανομένων) και σκότωσαν γύρω στις σαράντα ψυχές, αρκετές από τις οποίες άφησαν την τελευταία τους πνοή στα νερά του ποταμού Μάρεϊ. 




Επίμετρο

Ο Τζον Ματίαρ (John Mateer) είναι Νοτιοαφρικανός ποιητής, κριτικός σύγχρονης τέχνης και συγγραφέας, γεννηθείς το 1971 στην πόλη Roodepoort της Νοτίου Αφρικής. Σε ηλικία δεκαεπτά ετών, μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Περθ της Αυστραλίας, όπου και ζει έκτοτε. Σπούδασε ιστορία της τέχνης και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Δυτικής Αυστραλίας και, στην πορεία, έζησε για μια τριετία στην Ινδονησία. Είναι πολυταξιδεμένος, πολυβραβευμένος και πολυγραφότατος, με μερικές από τις ποιητικές συλλογές του να είναι οι ακόλουθες: Burning Swans (1994), Anachronism (1997), The Ancient Capital of Images (2005), Ex-White: South African Poems (2009), The West: Australian Poems 1989–2009 (2010), Southern Barbarians (2011) και Unbelievers, or the Moor (2013). Για τη συλλογή του Barefoot Speech (2000), το 2001 απέσπασε το Βικτωριανό Πρώτο Βραβείο Ποίησης C. J. Dennis (Αυστραλία). Μεταξύ άλλων, έχει τιμηθεί με το Μετάλλιο της Εκατονταετηρίδας για την πολύτιμη συμβολή του στην κοινωνία και λογοτεχνία της Αυστραλίας. Στο πεζογραφικό corpus του, περιλαμβάνεται και ένα ταξιδιωτικό ημερολόγιο με τίτλο Semar's Cave: an Indonesian Journal (2004). Έργα του έχουν μεταφραστεί στα ιαπωνικά, ισπανικά και πορτογαλικά.
Ως ποιητής, ο Ματίαρ έχει χαρακτηριστεί ως «σύνθετος», ως «ο ποιητής των πολλών τόπων, γλωσσών και πολιτισμών», αλλά και ως «η πιο πρόσφατη μετενσάρκωση του παγκόσμιου ποιητή». Ωστόσο, όπως ο ίδιος εξηγεί, δεν σκέφτεται με όρους γεωγραφικούς, γλωσσικούς και πολιτισμικούς, αλλά με όρους ιστορικούς, και αντιμετωπίζει τον κάθε τόπο σαν πράξη πολιτισμική και τον κάθε άνθρωπο σαν ενσάρκωση της Ιστορίας. Για κείνον, ο τόπος συνδέεται άμεσα τόσο με τον Άνθρωπο όσο και με την Ιστορία. Για τούτο και ταξιδεύει πολύ. Η ποίησή του συχνά τοποθετείται σε ποικίλα μέρη με διαφορετικούς πολιτισμούς, κάτι που αντικατοπτρίζει τις μετακινήσεις και τα ταξίδια που έλαβαν χώρα καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του (εδώ να αναφέρουμε πως μικρός έζησε και στον Καναδά όπου είχε, για κάποια χρόνια, μεταναστεύσει η οικογένειά του). Αξιοσημείωτο είναι δε το γεγονός πως συνηθίζει να επισκέπτεται περισσότερο μέρη μη αγγλόφωνα, αφού εκεί αισθάνεται πιο οικεία, όπως π.χ. στην Ιαπωνία και την Κίνα και γενικότερα στην Ασία, σε αντίθεση με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Παρόλο που αισθάνεται σε αρκετούς τομείς Ευρωπαίος, η οικειότητά του με χώρες της Ασίας έγκειται, κατά κύριο λόγο, στην προσπάθεια ψυχολογικής αποσύνδεσής του από τις συνήθεις ταυτοποιήσεις με το «Λευκό» και το «Δυτικό», και τούτο εξαιτίας του απαρτχάιντ, το οποίο στιγμάτισε, στην ουσία, όλους τους λευκούς πολίτες της πατρίδας του, ακόμα και όσους δεν σχετίζονταν μαζί του.
Η ποίησή του διαχέεται από μιαν έντονη πνευματικότητα και μια βαθιά φιλοσοφική αναζήτηση. Διακρίνεται δε, μεταξύ άλλων, για το αισθητικό της ύφος, τις πολυσύνθετές της αντηχήσεις, τον συλλογιστικό της λυρισμό και την πλούσια (κοινωνικο-ιστορικο-πολιτισμική) εικονοκλασία της. Αποπνέει, θα λέγαμε, έναν αέρα Ανατολής και στηρίζεται, σε επίπεδο υπαρξιακό, στην ιδέα της «διαφάνειας του Εαυτού», μ’ έναν τρόπο, ωστόσο, που σχετίζεται άμεσα με την βουδιστική θεωρία του Εαυτού, σαν έναν «καθρέφτη δίχως είδωλο». Στη βουδιστική φιλοσοφία, ο ποιητής μυήθηκε από το έργο του ομοίως Νοτιοαφρικανού ποιητή Breyten Breytenbach (1939–). Μέσα από το εν λόγω έργο ξεκίνησε, επίσης, η γνωριμία του με τον ευρωπαϊκό ποιητικό μοντερνισμό και το έργο ποιητών όπως οι Μπωντλαίρ, Σεζαίρ, Πεσσόα, Ελυάρ και Λόρκα.
Ο Ματίαρ έχει ασχοληθεί και με τη μετάφραση, αποδίδοντας ποίηση από τα αφρικάανς στα αγγλικά. Δηλώνει, μάλιστα, εξοικειωμένος με το αντικείμενο, γεγονός που οφείλεται, κατά τον ίδιο, εν μέρει στην επίσημη διγλωσσία της γενέτειράς του. Και μολονότι αφενός έχει ως μητρική την Αγγλική και αφετέρου είναι υπήκοος αγγλόφωνου κράτους, ο ίδιος ομολογεί πως, όλως περιέργως, επικοινωνεί με περισσότερη άνεση στην Αφρικάανς, προσθέτοντας δε, με μια διακριτική περηφάνια, ότι τον κόσμο της ποίησης, σε αυτήν την γλώσσα τον πρωτογνώρισε. Χαίρεται να διαβάζει παρέα με τον μεταφραστή του και συχνά αισθάνεται πως πρωτότυπα δεν είναι τα δικά του ποιήματα αλλά τα μεταφράσματά τους. Αυτό, βεβαίως, στην πραγματικότητα ισχύει μονάχα όταν η θεματική του ποιήματος αφορά τον τόπο όπου ομιλείται η γλώσσα στην οποία το ποίημα μεταφράζεται (όπως λ.χ. συνέβη με τα ποιήματά του που αφορούν την Πορτογαλική Αυτοκρατορία, όταν αυτά αποδόθηκαν στα πορτογαλικά). Εξού και δεν λογίζεται μονάχα Αυστραλός ποιητής ούτε μονάχα αγγλόφωνος· αντίθετα, αν υπάρχει κάτι που χαρακτηρίζει, εν γένει, την ποίησή του, αυτό δεν είναι άλλο από την οικουμενικότητα. Άλλωστε, μέσα από την ποίησή του, και μέσα σε μερικούς στίχους μόνο, ο «χωρίς ταυτότητα» ή ο «πληθώρας ταυτοτήτων» ποιητής κατορθώνει να μας ταξιδέψει σε μέρη, σε εποχές και σε πολιτισμούς μακρινούς και αλλιώτικους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου