Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

Γιώργος Σεφέρης, "Ερωτικός Λόγος"




ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ


στι δ φλον ν νθρώποισι ματαιότατον,
στις ασχύνων πιχώρια παπταίνει τ πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων κράντοις λπίσιν.

                                                             ΠΙΝΔΑΡΟΣ



Α΄


Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ’ αγκάθι σου έφευγε του δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ’ αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος· ένας απλός παλμός.





Β΄


Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό·
λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια…
Ω μην ταράξεις… πρόσεξε ν’ ακούσεις τ’ αλαφρό

ξεκίνημά της… τ’ άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί…
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να ’σουν εσύ που θα ’φερνες την ξεχασμένη αυγή!

Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν’ ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ’ ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδι αυλού…

Η νύχτα να ’ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.

Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.





Γ΄


Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς

τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη·
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ’ ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:

«Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ’ όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σα να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

»Με του ματιού τ’ αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στον κόρφο μου τ’ αστέρια.

»Την ακοή μου ως να ’σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.

»Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου…»

Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ’ ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ’ αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

…Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς…





Δ΄


Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ’ ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.

Με γύρους με λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.

Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές…

Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος να ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.

Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.





Ε΄


Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ’ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν’ όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ’ ανοιχτά

τριαντάφυλλα… Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρικύμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός.


                               Αθήνα, Οχτώβρης 1929 - Δεκέμβρης 1930





Από τη συλλογή «Στροφή», (1931).
Πηγή, ο τόμος «Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα», εκδ. Ίκαρος, 20η έκδοση, 2000.



Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2019

Κώστας Θ. Ριζάκης, "Χωρίς χρονολογία, Ένα ποίημα σε δώδεκα μέρη"




1.


άχρωμος κόσμος γύρω μας  Α λ ί κ η
και το δωμάτιο ζεστά μοναδικό
περνά εν πτήσει μήνες μέρες ώρες
μπορεί ακέραιους τους καλπασμούς
μα εσύ
ποτέ δεν έλιωσες σε χρώματα  Α λ ί κ η
έπλευσες στην ανωνυμία του λευκού
κι όπως στην άκρη τού ορίζοντα σε ψάχνω
στου δωματίου τους τοίχους σε ζητώ
μία στο μωβ
μια στο πορτοκαλί

πέντε και δέκα κι εκατό

στο μαύρο





4.


το νιώθω
πως φοβάσαι
ό,τι κρύβω στο βλέμμα

μαντεύεις
πως φοβάμαι
ό,τι κρατάς στα μάτια

με είδες ρακένδυτο  Α λ ί κ η

σε ξέρω γυμνή





10.


οι εποχές να στοιβάζονται     ανυπέρβλητο εμπόδιο
τα συντρίμμια μου σχέδια     στην αλάνα στον νου
καρφωμένος στο χώμα     να υπομένω το θάνατο
να δηλώνω παραίτηση     να τινάζομαι ορθός
έτσι ανήμπορος μόνος     ποτέ δεν κατάλαβα
προτού φτάσω στης μνήμης     την ανέσπερη άνοιξη
ποιος ανήλιος χειμώνας     βαρύς, με αφάνισε

πού ήσουν τότες  Α λ ί κ η     πού χάθηκες πριν
που ακυβέρνητο αφήνεις     το σπασμένο μου χέρι
και ποια είσαι επιτέλους;     σε τι όνομα ακούς;
είσαι σύμμαχος φίλος;     ορκισμένος εχθρός;
είσαι μάνα γυναίκα;     αδελφή ερωμένη;

αν τα χέρια μου γνώριζαν     να κρατούν το μαχαίρι
δίχως τύψεις θα έκοβα     τα ιερά μας δεσμά
ή δειλά τρυφερά     στην κοιλιά σου θα κάρφωνα
το παιδί που αντρώθηκε     πια· κι επιστρέφει





12.


η  Α λ ί κ η  βυθός που βουλιάζω (βοήθεια)
η  Α λ ί κ η  το δίχτυ που απόμεινα άναυδος
η  Α λ ί κ η  το πέλμα του μέλλοντος πάνω μου
η  Α λ ί κ η  ταφόπλακα
η  Α λ ί κ η  σταυρός

αρχή και τέλος
η  Α λ ί κ η  θεός −

χωρίς αντίκρυσμα ουρανός

χωρίς χρονολογία



                                                                        Πρώτη γραφή Μάιος 1985





Από τη συλλογή «Χωρίς χρονολογία, Ένα ποίημα σε δώδεκα μέρη», 2004.
Πηγή, η συγκεντρωτική έκδοση «Κώστας Θ. Ριζάκης - Επιτάφιος δρόμος, Ποιήματα Α΄ [1985 - 2010]», εκδ. Γαβριηλίδης, 2015.
Στην εικόνα: Ramon Casas i Carbó, "Tired" (1895-1900).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Γιώργος Σιώμος, "Tο πιάνο"




Το πιάνο


Τη λέξη, πιάνο, την είχα πρωτοδεί γραμμένη στο πρόγραμμα μαθημάτων του δημοτικού σχολείου. Ανάγνωση, Αριθμητική, Ιστορία… και στο τέλος Πιάνο. «Κύριε» είπα στο δάσκαλο, «εδώ έχουν ένα λάθος, γράφουν το πιάνω με όμικρον». «Δεν είναι λάθος, το πιάνο είναι μάθημα, είναι μουσικό όργανο». «Και πού είναι το όργανο;» «Πουθενά. Δεν υπάρχει για σας». «Πώς είναι αυτό το πιάνο;» «Είναι μεγάλο σαν ντουλάπα ξαπλωτή, έχει κάτι κουμπιά που τα λένε πλήκτρα, τα πατάς και βγάζουν μουσική». «Σαν τη φλογέρα, κύριε;» «Σαν τη φλογέρα». «Και πώς θα κάνουμε μάθημα;» πετάχτηκε άλλος μαθητής, «αφού δεν έχουμε όργανο;» «Δεν θα κάνουμε». Τότε κατάλαβα για πρώτη φορά τη σημασία της λέξης «δούλεμα». Άκου μάθημα πιάνου στο σχολείο του πιο απομακρυσμένου χωριού που αγνοούσε εντελώς την ύπαρξή του.

Αργότερα, πατέρας πια, αγόρασα ένα πιάνο από μια οικογένεια Ελλήνων που είχαν έρθει από τις σοσιαλιστικές δημοκρατίες της Σοβιετικής Ένωσης μετά τη διάλυσή της, για τα παιδιά μου που σπούδαζαν βιολοντσέλο ο ένας και βιολί ή άλλη. Βρισκόντουσαν στο επίπεδο των σπουδών που έπρεπε να κάνουν πιάνο. Ήταν μάρκας Ακόρντ 4, «για τα λαϊκά στρώματα, κάθε σπίτι είχε ένα τέτοιο πιάνο» μου είπαν οι πωλητές, είχε το χρώμα του ξύλου και στην πρόσοψη μια χρυσαφένια κονκάρδα. Σε κάποιο σημείο του ένα έντομο ακουγόταν που το ροκάνιζε. Έφερα κουρδιστή, το κούρδισε, το συνέφερε. Όταν άρχισαν τα παιδιά να παίζουν και να κυλάνε οι νότες από τα πλήκτρα και να χύνονται μέσα στο σπίτι, σώπασε το σαράκι. Έπαψε να το ροκανίζει.

Τα παιδιά, πουλιά είναι και πέταξαν. Τα ρούφηξε η ζωή, οι ανάγκες, η επιβίωση, μεγαλώνουν τα δικά τους παιδιά, κάνουν άλλες δουλειές άσχετες με τη μουσική. Το βιολί είναι στο πατάρι κάπου στη Νέα Σμύρνη. Το βιολοντσέλο καμαρώνει στο σαλόνι του σπιτιού τού παραλίγο τσελίστα στην Τριανδρία. Παίζουν, τρέχουν τα μωρά του αλλά το τσέλο δεν το πειράζουν. Παράξενο. Το πιάνο ως δυσκίνητο έμεινε στο παιδικό δωμάτιο. «Καλύτερα να σας έστελνα σε παραδοσιακούς χορούς ή στον αθλητισμό, δώσαμε ένα κάρο λεφτά για δίδακτρα, για βιβλία, τετράδια, παρτιτούρες, για τα όργανα που κάθονται άπραγα τόσα χρόνια» τους είπα μια φορά. «Α όχι» είπαν με μια φωνή, «το ωδείο ήταν ένας ναός για μας, απέπνεε μια αύρα, οι μελωδίες που ακούγονταν από κάθε όργανο, τα άλλα παιδιά με τις κιθάρες και τα φλάουτα, η δασκάλα μας της θεωρίας, ο δάσκαλός μου ήταν σοφός, μου άνοιξε τα μάτια, είπε το αγόρι, κι ο δικός μου συμπλήρωσε το κορίτσι, μην το ξαναπείς αυτό, με αποπήραν, μουσικοί δεν γίναμε, αλλά γίναμε άνθρωποι, η τριβή μέσα στον χώρο του ωδείου ήταν κάτι ανεπανάληπτο, μια δυνατή εμπειρία. Στη μουσική οφείλουμε αυτό που είμαστε».
«Πουλήστε τα όργανα τουλάχιστον, είναι κρίμα να κάθονται, είναι φτιαγμένα για να τα παίζουν ανθρώπινα χέρια».
«Δεν μπορώ, δεν θέλω», απάντησε ο ένας, «Ίσως τα χρειαστούν τα δικά μας παιδιά όταν μεγαλώσουν», είπε η άλλη.

Τα παιδιά έφυγαν στα δεκαοχτώ τους χρόνια. Το σπίτι άδειασε. Τον πρώτο καιρό, οι βρύσες έσταζαν, τα κουφώματα σαν να είχαν παλιώσει ξαφνικά, οι τοίχοι φούσκωσαν, οι πόρτες έτριζαν, τα κάγκελα στα μπαλκόνια είχαν γεμίσει σκουριά.
Το πιάνο στο παιδικό δωμάτιο, είκοσι χρόνια, μένει βουβό, λυπημένο, ακούρδιστο. Μα είναι κάποιες φορές, κάποιες νύχτες, μια απροσδιόριστη ώρα, κάπου μεταξύ ύπνου, ξύπνου και ονείρου, που από τα κατάπληκτα πλήκτρα του πιάνου, κυλάνε απαλά λευκές στάλες νερού που ολοένα πληθαίνουν, οι ροές δυναμώνουν, γίνονται ρυάκια, αυλάκια, χείμαρροι, πλημμύρες, φουσκώνουν τα φρεάτια, καπάκια και κάδους παρασέρνουν, ξεριζώνουν τα δέντρα των πόλεων, καταστρέφουν τις φωλιές των πουλιών, αυτά φεύγουν για να κρυφτούν, κι ένα πουλί, μαύρο πουλί με μεγάλα κοκκινόμαυρα φτερά εφορμά προς τον ουρανό, κατευθύνεται προς τα πιο μαύρα σύννεφα, φέρνει δέκα διερευνητικούς κύκλους από ψηλά και κάνοντας μια βουτιά με κλειστά τα φτερά, γαντζώνεται αιωρούμενο φτεροκοπώντας στην κινούμενη μπαγκέτα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς που διευθύνει τη συμφωνική ορχήστρα της Μόσχας με τα κρουστά και τα έγχορδα να έχουν οξύνει τόσο τις άκρες των νεφών που θαρρείς κεραυνοί και αργυρά ξίφη θα τρυπήσουν το στερέωμα μέχρι το πέρας του σύμπαντος.



21/8/2019
Γιώργος Σιώμος




Πρώτη δημοσίευση.

Στην εικόνα: Pierre-Auguste Renoir, «Two Young Girls at the Piano», (1892).
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019

Νίκος Σφαμένος, "Αναπληρωτής"




αναπληρωτής


το δωμάτιο ξενοδοχείου
στη σκάλα της Πάτμου
η γκαρσονιέρα στο
Διδυμότειχο
ουρλιαχτά σκύλων
ουρλιαχτά σκύλων

οι κάμαρες στο Βαθύ και
στο Καρλόβασι
«από δω ξέρεις πέρασε ο Ρίτσος!»
μοναχικές βόλτες
μοναχικές βόλτες

οι συνάδελφοι και τα σκόρπια τετράδια
οι διδακτικές ώρες και οι βαρετοί σύλλογοι
σβήσιμο της μέρας που φεύγει
σβήσιμο της μέρας που φεύγει

και σ’ όλα αυτά
η καινούρια κάμαρα που
θα περιμένει
καθώς προχωράω στη νύχτα
−σκιά που πάνω της γέρνουν άνθη−



Νίκος Σφαμένος




Πρώτη δημοσίευση.

Στην εικόνα: Φωτογραφία της Sabine Weiss, 1953.

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019

Νένα Φιλούση, "Σώματα ασφαλείας"




Ειδική προσφορά


Το απόγευμα βγήκαμε στο σφυρί.
Σαν να λέμε προσφορά ένα συν ένα
ή με κάθε δύο θλίψεις παίρνετε ένα σίριαλ
εντελώς δωρεάν.

Το τίμημα όμως ήταν για μια άλλη αλήθεια
που κάθισε ασυνείδητα
πάνω στα χνούδια των φύλλων
και στα κεντίδια μιας προίκας
κληροδότημα γενετικού κώδικα απ’ το παλιό μας σπίτι
όπου μελετώ την ειρηνική επέλαση των σαλιγκαριών
κάτι αδέσποτες γάτες
ένα ρημαγμένο τίποτα
συσκευές χωρίς καλώδια
πετσετάκια προγιαγιάς ξεδοντιασμένα
και σταυροβελονιά παντού.
Υπάρχοντα ακτημοσύνης που μπήκαν λαθραία
σ’ εγχειρίδιο ανάπλασης δέρματος.

Κι εμείς όμως, εκεί
ό,τι έχουμε και δεν έχουμε
όλα εντελώς δωρεάν.





Ενδυματολογική επιμέλεια


Ποίημα είναι όταν φοράς ένα ρούχο πολυκαιρισμένο
χαμένο απ’ όλες τις φρονιμάδες
και γίνεται δέρμα.
Το φοράς σαν πρωτόπλαστος
το βγάζεις σαν αθώος
και δεν είμαι καθόλου προληπτική.

Μ’ άξαφνα, βλέπω έναν εαυτό με προσδοκίες
συγκινήσεις, ευρυαγγείες
σχεδόν κοινωνικό
πασκίζει ο δόλιος να πιαστεί
από φανταστικές ασκήσεις θάρρους
υγιεινή διατροφή και πατατάκια στη ζούλα
έναν εαυτό που περιθάλπει εξεγερμένα βλέμματα
και υποδύεται τον άστεγο πάνω από φλεγόμενα βαρέλια.

Ρούχα πολλά, της ελαφρότητας
και ποιήματα άνευ ουσίας
έτσι λέω στην τράπεζα
αλλά με αγνοούν.





Παραμονές

                                                                  του A.


Αργά γυρίζω το φουστάνι μου από μέσα
το μακραίνω μ’ αλύγιστη κλωστή
όσο το φρόνημα στέκεται ορθό
και γυρίζω σ’ άδειους δρόμους όλο λάσπη.
Τι εποχή έχουμε;
Ο γιος μου γελά με τον Αδάμ που σώζει το τομάρι του
είναι καλό παιδί όμως
έφυγε απ’ το σπίτι, δεν τον έδιωξα
αναλαμβάνει κάθε ευθύνη.

Φεύγουν απ’ το σπίτι σιγά − σιγά και κάποτε γυρίζουν.
Η παραμονή μυρίζει κανέλα, ροδόσταμο κι επιστροφή.
Έχουμε συχνά Χριστούγεννα βλέπετε.
Μεγαλώνω μαζί με το φουστάνι μου.





Πένθη πολυτελείας


Έκανα πολλά ταξίδια ανίας και περιέργειας
για να μάθω τη γλώσσα των σωμάτων
στον ήχο της βροχής - τίποτε
κανένα τραγούδι δεν μπορεί
πιο αφοσιωμένα ν’ αντιγράψει
πώς πέφτουν οι ασάλευτες ώρες μέσα μας
οι χιροσίμες δίπλα μας
η σιωπή μετά την αναχώρηση
σαν νερό που ξέμεινε στις υδρορροές
και στα νεράντζια - έφυγε λέμε
τελευταία φορά που συναντηθήκαμε
μύριζε πούδρα παιδική
και το σπίτι αλμύρα και στάρι βρασμένο – έφυγε.

Οι θάνατοι βγαίνουν σε διάφορα χρώματα.





Επισκέψεις


Η ποίηση σ’ ένα παράθυρο με ξύλο φαγωμένο
όπου στέκομαι για ν’ ανασαίνω φτερουγίσματα ρυθμού
ακούω τις εικόνες και αγγίζω τα θροΐσματα.

Όταν σιγεί από μέσα η πλάση
τα δέντρα περιορίζονται στα καθιερωμένα:
φιλοξενίες πουλιών, αποδέσμευση οξυγόνου, τα γνωστά.
Έκανα ένα έτσι να πιάσω το ποίημα απ’ την ιδέα
αλλά έμεινα με φτερά στα δάχτυλα.

Αργά τη νύχτα, ότι είχα πλύνει σώμα και πιάτα
χτυπά η πόρτα και μπαίνει η κυρία αμίλητη
με τις άγριες ματάρες της υγρές
και κάθεται.
Είμαι πολύ κουρασμένη όμως
κι έτσι, αμίλητες και οι δύο τρώμε ό,τι έμεινε απ’ το μεσημέρι.





Από τη συλλογή «Σώματα ασφαλείας», εκδ. Κύμα, 2019.

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019

Ιγνάτης Χουβαρδάς, "Καλοκαιρινός χάρτης της πόλης"





Καλοκαιρινός χάρτης της πόλης
(Αποσπάσματα)


Στην αρχή βλέπω πολλά πράγματα που χορεύουν...
ύστερα όλα συνδέονται σιγά σιγά.

Τζιμ Μόρρισον
από τις «Σημειώσεις για την όραση»


Θα μπορούσα να χαρακτηριστώ ένας εμπειρικός ερευνητής των αποχρώσεων του μεσογειακού φωτός, όχι μόνο της ημέρας αλλά και της νύχτας. Ο ήλιος και το φεγγάρι και το μισόφωτο της νύχτας. Οι αποχρώσεις που παίρνει το φως και το ημίφως σε κάθε λεπτό. Ο τρόπος που πέφτουν οι ακτίνες του ήλιου στις μορφές των ανθρώπων, κυρίως των κοριτσιών και των γυναικών. Το φως της σελήνης στην κάθε του φάση. Τα φώτα της νύχτας από τις δημοσιές και τις πλατείες και τα πάρκα. Το ποσοστό της διαύγειας του φωτός ανάλογα με την ώρα και τις καιρικές συνθήκες. […]

[…] Υπήρχε βέβαια η θέληση και η ελπίδα μιας απροσδόκητης γνωριμίας αλλά με την πάροδο τόσων χρόνων, η διάθεση αυτή έμοιαζε σαν ένα ταριχευμένο πουλί. Και τώρα ξαφνικά, η Σταυρούλα, με έβαζε να κινούμαι στο κέντρο της πόλης με άλλη ψυχολογία. Η αγορά δεν είναι μόνο μια πολύβουη τεθλασμένη διαδρομή γεμάτη εικόνες αλλά είναι πλέον και είσοδοι κτιρίων, με σκάλες που οδηγούν σε μυστικά δωμάτια και σε σώματα που γδύνονταν και μου προσφέρονταν. Οι εικόνες έπαυαν να είναι μόνο εικόνες, αποκτούσαν πλέον μια οσμή από σάρκα.

*

[…] Να λοιπόν που η καθημερινότητά μου ενορχηστρώθηκε με τρόπο σοφό: διαρκής περιπλάνηση αλλά με σταθμούς σωτήριους που με αναζωογονούν. Κι επίσης σημειώσεις, πολλές σημειώσεις, για πρόσωπα που βλέπω στους δρόμους, για τυχαία περιστατικά, για επιφανειακά ασήμαντες λεπτομέρειες, για περαστικές γυναίκες και κορίτσια. Όλα αυτά μπορεί να φαίνονται ανούσια και άσκοπα αλλά έβρισκαν ένα νοητό συνειρμό μεταξύ τους κάτω από το βλέμμα της δικής μου “Ρενάτας” και της κάθε “Ρενάτας”, που δείχνει πρόσχαρη να τα στεγάσει όλα αυτά μέσα στην αγκαλιά της, να τα φιλτράρει, να τα μετατρέψει σε ενοίκους στον όμορφο διάκοσμό της.

[…] Αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στο μισόφωτο και το απόλυτο φως, η αγωνία της απομνημόνευσης η εμμονή με τις ανατομικές αναλογίες… θα υπάρχουν παντού και θα προσπαθώ μονίμως να τα αποσιωπήσω.
Αναρωτιέμαι όταν λέω παντού, τι θα μπορούσα να εννοώ; Έψαξα την απάντηση στη σκιά που με ακολουθεί αλλά η σκιά είχε χαθεί, δεν την έβλεπα πουθενά.

*

«Ένα σώμα απλωμένο παντού» −αυτό, σκέφτηκα, όπως προχωρούσα στο δρόμο της γειτονιάς το επόμενο πρωινό.
Πυκνή κίνηση από βιαστικούς διαβάτες, δρόμοι με την βουή των τροχοφόρων Κυρίως ο ήλιος, αυτοκρατορικός, κίτρινος, καταστροφικός, ανελέητος, να φωτίζει ισοπεδωτικά. […]

Δυσκολευόμουν να συνέλθω από την έκπληξη. Σα να είχα πλάσει μόνος μου αυτό το κορίτσι, με τα υλικά της φαντασίας μου, κι έρχονταν τώρα το ίδιο το δημιούργημά μου και μου έλεγε ότι είναι αληθινό, ότι είχα καταφέρει από νερό και αστερόσκονη να φτιάξω μια υπαρκτή ζωή. […] Ένιωθα να επαλήθευα τις αναλογίες μιας μορφής που ήδη έχω γνωρίσει εδώ και καιρό. Γιατί τα χαρακτηριστικά αυτής της κοπέλας ήταν η προέκταση εκείνης της κίνησης που με ακολουθούσε τόσο καιρό, μια κίνηση που την είχα κάνει κτήμα μου, που την είχα καταπιεί μέσα μου σαν αψέντι. […]

[…] Ζούσα σε δύο παράλληλους ορίζοντες. Στον ένα δεν υπήρχε καμιά Βιολέτα, ήταν ένα πλάσμα της φαντασίας μου. Στον άλλο η Βιολέτα ήταν υπαρκτή, είχε μορφή, είχε σάρκα, είχε λόγο, με κοιτούσε και μου μιλούσε, Κι αν ίσως τελικά δεν υπάρχει Βιολέτα, κατά βάθος πάλι υπάρχει, είναι ένα αναγκαίο ψεύδος, τόσο αναγκαίο που είναι αληθινό, θα υπάρχει και θα με ακολουθεί για να εξακολουθώ να γοητεύομαι από τη θηλυκότητα, να έχω τη δύναμη να αντέχω την προδοσία και την εγκατάλειψη, να ξαναρίχνομαι στο κυνήγι της ομορφιάς, να η είναι γυναίκα ένα πρόσωπο που βρίσκει τη συνέχειά του σε άλλα πρόσωπα.

*

Το χειμώνα τα δωμάτια γίνονται κρυψώνες ενός καλοκαιριού που προηγήθηκε κι ενός καλοκαιριού που έρχεται, γίνονται σκηνικό μιας καλοκαιρινής παρένθεσης, μια αντιστροφή των ρόλων και μια μεταφορά των αισθήσεων. Το καλοκαίρι σού λέει: έλα σε αυτό το δωμάτιο να με ανακαλύψεις, να με ζήσεις την ίδια στιγμή που με πλάθεις στη φαντασία σου με τις πιο ανάλαφρες εσθήτες, με ηλιοτρόπια και μποστάνια.
...





Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα «Καλοκαιρινός χάρτης της πόλης», εκδ. Οδός Πανός, 2018.





Ένας χάρτης της πόλης, οδηγός εξερεύνησης της γυναικείας ομορφιάς.

Οι περιπλανήσεις του Τριαντάφυλλου Μαβή στους δρόμους της Θεσσαλονίκης.
Η συλλεκτική του φύση.
Τετράδια με θερινές εντυπώσεις.
Η εμμονή του με τα γυναικεία πόδια.
Τα δωμάτια που επισκέπτεται.
Οι ομοιότητες με έναν θείο του.
Ένα παιχνίδι με το βλέμμα και τη σάρκα.
Όσες αισθητικές αναζητήσεις καταγράφονται σε σημειώσεις,
μεταμορφώνονται σταδιακά σε μια θηλυκή σκιά που τον ακολουθεί.

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Καλλιόπη Γιατρουδάκη, "Αρκεί να ηττηθώ"





Το τέλος του παραμυθιού


Μεγάλωσα με παραμύθια
Παραμύθια γεννώ
Ζω μέσα σε διάστιχα
Μοιράζομαι με δράκους και ξωτικά
Ενώ περιφέρεται ο ιππότης γυαλιστερός,
     αψεγάδιαστος
Η σκουριά, εκεί στα περιθώρια,
δεν τον αφορά,
εκτός κειμένου,
υποσημείωση με τρία θαυμαστικά
Όχι για μένα
Για την οικονομία παραμυθιού
δίχως χαρούμενο τέλος
Ανίκανου
να μας παραμυθιάσει





Προσευχή πόλεως


Κύριε των συμπάντων κόσμων
Καθώς λύεται η μέρα
Σχημάτισε το φως εντός
Στιβαρό συμπαγές
Να μας ορίζει
Μέσα στη λύση του φωτός Σου
Στάλαξε την παρηγοριά
Την προσδοκία
Του ωφέλιμου
Κι αν πλείστα ημέτερα παρασιτούν
Κι η χημεία μας σπαράζει
Μες στην κατάλυση της στιγμής καταπόντισε
Πεζοδρομίων, οδών και λοιπών στενορυμίων
συμφιλίωσε το είναι με τα τεκταινόμενα
Καθώς το σκοτάδι εγκαθίσταται
στο ελάχιστο της πόλης
Με παρρησία θωράκισε
Το εύθραυστό μας





Πίσω από


Πολυκατοικίες οι γνωστές
Πίσω από κάθε τοίχο άγνωστες αγωνίες
Κατανοώ τον κυνισμό σας και τον σιχαίνομαι
Παίρνω βαθιά ανάσα μέσα στα καυσαέρια
Περνά η κίνηση
Προσαρμόζω τα κύτταρά μου σε κατάσταση
     ανοχής
Ποτέ δεν τα πολυκατάφερα
Πίσω από κάθε τοίχο
Με επιτυχία
Η κάθε αγωνία συγκαλύπτεται
Πίσω από τοίχους
Η σιωπή με άνεση
χαϊδεύει ό,τι μας έχει απομείνει





Επίλογος


Αρκεί να ηττηθώ
Ο μόνος όρος

Έλα να γιορτάσεις την ήττα μου





Από τη συλλογή «Αρκεί να ηττηθώ», Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 2019.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Ανδρέας Εμπειρίκος, "Ποιήματα και πεζά"




 ΦΕΝΑΚΗ


Καμιά προκοπή. Παντού στάχτη. Παντού φόνοι. Κάθε μέρα φέρνει μιαν άλλη μέρα και εξαντλείται βαθμηδόν η παρακαταθήκη των στιλβωτηρίων. Λίγοι γενναίοι ακολουθούν ξεπετσώνουν τα μπράτσα τους και φορούν μεγάλες ομπρέλλες μπρός σε καθρέφτες γαλακτερούς. Οι νέες που έμειναν ριζωμένες επάνω στα ίχνη τους γονιμοποιούν τις σκιές τους. Δυο νεράιδες ασθμαίνουν. Ένας κόλουρος επιμένει. Οι τρίχες της κεφαλής του απεδείχθησαν τετελεσμένα γεγονότα.





ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ


Της πήραν τα παιγνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ’ ολίγον να πεθάνη. Μα τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερά της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Κανείς δεν μίλησε. Κανείς δεν έτρεξε να την προστατεύση κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μυίγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. K’ έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από τον δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος.




Από την «Υψικάμινο», (1935).






ΤΟ ΡΗΜΑ ΑΓΝΑΝΤΕΥΩ


Τούτη η αιθρία με το σύννεφο που πλέχει στον αέρα
Είναι γαλάζιος πλους μιας κάτασπρης φρεγάδας
Ιστάμενος ακουμπιστός στην κουπαστή κοιτάζω
Και βλέπω τα θηράματα των λογισμών μου
Δελφίνια που αναδύονται κ’ εισδύουν μέσ’ στο κύμα
Πεδιάδες ακρογιάλια και βουνά
Και μια ξανθή νεάνιδα που στέκει στο πλευρό μου
Μεσ’ στης οποίας τα γαλήνια μάτια βλέπω
Το μέλλον της ολόκληρο και το παρόν μου.





ΣΚΟΠΙΑ


Κρατάμε μέσ’ στα χέρια μας τα πρόσωπά μας
Και βλέπουμε χρωματιστές εκτάσεις
Οι σκέψεις μας γίνονται γεννιούνται
Στην κάθε μας ματιά.

Δεν άνθησαν ματαίως τόσα θαύματα
Η χάρη τους είναι ψηλή περιπλοκάδα
Που σφίγγει τα μελλούμενα και την ζωή μας
Μέσα στ’ αστέρια.





ΟΧΘΗ


Eίμεθα στη όχθη σαν προβλήτες
Τα χέρια μας απλώνονται στον ουρανό
Και κατεβάζουν τα πουλιά
Και τα κελεύσματα των οδοιπόρων.

Μία γυναίκα κάποτε μας σταματά
Αν δεν γελάσει πρόκειται να βρέξη.




Από την «Ενδοχώρα», (1945).






ΌΤΑΝ ΟΙ ΕΥΚΑΛΥΠΤΟΙ ΘΡΟΪΖΟΥΝ ΣΤΙΣ ΑΛΛΕΕΣ

     Μνημόσυνον σε μαύρο μείζον
     με βαθυπράσινους κισσούς για έναν
     άνθρωπο που εις την Πρέβεζαν εχάθη.


Όσοι καμιά φορά από την Πρέβεζα περνάτε και στην υγρή κουφόβρασι στα καφενεία κάθεσθε να πιήτε έναν καφέ, ή ένα γλυκό του κουταλιού να φάτε, βαπόρι περιμένοντας ή κάποιο λεωφορείο, ακούοντας βοήν φωνών και συζητήσεων, ήχους ζαριών και επικλήσεις αυτών που σκύβουν επάνω από τα τάβλια, την μοίρα μάταια προσπαθώντας με τέχνη να παραμερίσουν, τα πούλια ζωηρά χτυπώντας, φιλώντας στις χούφτες των τα ζάρια, κουνώντας τα με δύναμιν και τέλος φωνάζοντας, καθώς τα ρίχνουν με ζέσιν ελπιζόντων: «Ντόρτια!... Δυάρες!... Εξάρες!...» όσοι, λέγω, σε αυτά τα καφενεία κάθεσθε, στη ζέστη του καλοκαιριού, την ώρα που φέρνετε στα χείλη σας το δροσερό ποτήρι, ή, μέσα στο ψύχος του χειμώνα τον αχνιστόν καφέ, προσμένοντας κάποιαν υπουργικήν απόφασιν, μετάθεσιν, ή κάποιο κέλευσμα ανεξιχνίαστον της Μοίρας, όσοι στα καφενεία της Πρεβέζης κάθεσθε, προσμένοντας τις οίδε τι − μην τον ξεχνάτε.
Σε όλους τους τέτοιους καφενέδες − Πρεβέζης, Αθήνας, Πατρών − πάντα η ψυχή του πλανάται, όπως και εις τα στυγνά γραφεία τόσων νομαρχιών και υπουργείων, όπου ο ποιητής σε όλον του τον βίον, τις μέρες του εν μέσω τρομεράς ανίας μετρούσε σαν κομπολόϊ βαρετό, αυτός που έσφυζε εν τούτοις − ω, ειρωνεία − από θεσπέσια οράματα, για πράγματα που ο κόσμος ο πολύς, ο κόσμος ο κοντόφθαλμος ή και ο χυδαίος, χίμαιρες ή ουτοπίες τα ονομάζει. Διότι, αναμφιβόλως, ο ποιητής αυτός επάλλετο από τοιαύτα οράματα και αν έλεγε ο ίδιος ότι ιδανικά δεν είχε – είχε, μα από σεμνότητα ή απαλότητα ψυχής ή φόβον, ντρεπόταν να τα περιγράψη, ντρεπόταν να τα πη ή να τα ονομάση, αφού ήσαν όλα εδεμικά και πίστευε ότι ποτέ δεν θα μπορούσε, παρά μονάχα στα οράματά του τ’ απόκρυφα να τα εκφράση, να τα φθάση, ωσάν να ήτο κατηραμένος, κολασμένος ο νέος αυτός, ο τόσον (έξω απ’ την πράξιν την στερνήν και ίσως μέσα σε αυτήν) ο τόσον πολύ εν τη ουσία ευλογημένος.
Ω, ναι, πάντα σε τέτοια μέρη – Κρανίου τόπος, Γολγοθάς, ή χώρες της Στυγός – πάντα η ψυχή του θα πλανάται. Και θα πλανάται πάντα σαν του αδικοσκοτωμένου την ψυχή, που την δικαίωσι ζητεί, σε όλα αυτά τα μέρη, καθώς και στα γραφεία εκείνα, όπου ο ποιητής αυτός, πίσω από σωρούς εγγράφων του δημοσίου (βουνά υψηλά του χαρτοβασιλείου) και εμπρός στην ειδεχθή του κόσμου υποκρισίαν, νυχθημερόν ο ποιητής διαβιών, παρά την σκωπτικήν που κάποτε τον έπιανε μανίαν, με οίστρον σεραφεικόν και εξαίσιον τους ουρανούς της απολύτου αθωότητος ωραματίζετο. Και ίσως να έβλεπε εκ νέου ο ποιητής τα όνειρα των παιδικών του χρόνων, εις μίαν υπέρτατην προσδοκίαν νοσταλγών την άλλην εκείνην Εδέμ, την της ενδομητρίου ζωής, που εγνώρισε εις την κοιλίαν της μητρός του, πριν γεννηθή, πριν να κοπή ο ομφάλιος λώρος, επιθυμών, ίσως, να βρη εκ νέου τας ηδονάς των μη ορατών πλασμάτων, των αγεννήτων την ευδαιμονίαν επιζητών, την ύπαρξιν εν τη ανυπαρξία, που την ωνόμαζε ο ποιητής «μηδέν» (ίσως, εννοών την ένωσίν του με το Παν, ίσως ποθών μίαν αρραγή υπερατομικήν αθανασίαν) επιδιώκων την επιστροφήν του εις την καθολικήν, την αδιαφοροποίητον ύπαρξιν εκ της οποίας προήλθε, αναζητών τον όλβον των μακάρων στην χλωρασιά της μάνας γης, ένθα πάσα οδύνη απέδρα.
Μη πήτε λοιπόν ποτέ, ότι ο ποιητής αυτός δεν είχε ιδανικά, και την ύστατην πράξιν του δειλίαν μη την πήτε, μα πάντοτε να ενθυμήσθε, ιδίως όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλλέες και βλέπετε κάποιον κατάκοπον εις την σκιάν των να κοιμάται, πάντα να ενθυμήσθε ότι αυτό που λέγεται Ειμαρμένη από δρόμους πολλούς μας έρχεται και προς σημεία απροσδόκητα συχνά πηγαίνει. Και να ενθυμήσθε πάντα τις πιστολιές εκείνες (τον Μαγιακόβσκη να ενθυμείσθε, τον Τρακλ, Εσσένιν και Κρεβέλ), τις πιστολιές εκείνες, που τις καρδιές τρυπούν και τις φωνές σωπαίνουν, πάντα να τις ενθυμήσθε, ό,τι και αν λεν, ό,τι και αν γράφουν οι εφημερίδες που τόσα και τόσα λεν − ως παραδείγματος χάριν: «Υπό συνθήκας αυτόχρημα δραματικάς, ο Κ.Κ. δημόσιος υπάλληλος εξ Αθηνών, μετατεθείς εις Πρέβεζαν εσχάτως, έθεσε τέρμα εις την ζωήν του... Στο Λύκειο των Ελληνίδων εδόθη χθες μέγας χορός· αι νεανίδες του Λυκείου, φέρουσαι εθνικάς ενδυμασίας, εξετέλεσαν Ελληνικούς χορούς· το φόρεμα της κυρίας Μ... από οργκαντί με ντεκολτέ πολύ μεγάλο ήτο απεριγράπτου ωραιότητος... Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως εδέχθη χθες τον πρεσβευτήν της Ιαπωνίας... Οι φορτοεκφορτωταί της Ερμουπόλεως απήργησαν... Ευρέθη νέον φάρμακον κατά της σπειροχαίτης... Εις οίκον κακόφημον του Πειραιώς, ο εκδορεύς Ιωάννης Ν... κατέσφαξε την ιερόδουλον Αναστασίαν Χ... μητέρα τριών τέκνων».
Μη πήτε, λοιπόν, ποτέ, ότι ο νέος αυτός δεν είχε ιδανικά, διότι έσκυψε πολύ στο χείλος των αβύσσων (όπως αυτοί που κυνηγούν στα αλπικά βουνά, στην άκρη-άκρη των κρημνών τα εντελβάϊς), ακούων με φρίκην από υψηλά τους στόνους και τας οιμωγάς της Οικουμένης, ενώ, μεσ’ στην ψυχή του αντηχούσαν ίσως νεροσυρμαί κρυστάλλινοι και ήχοι θεσπέσιοι των Παραδείσων. Λόγια μη πήτε που να ισοδυναμούν με ψόγον ή με καταδίκην, δια τον νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη, διότι η Πρέβεζα, όπου και αν βρίσκεσθε, πάντα κοντά σας θα ’ναι. Και πάντα θα σας φοβερίζη, με καταχνιές, κουφόβρασι, με σπίτια που καταρρέουν, με τοίχους λεπρούς, με σκύλους ισχνούς και ψωραλέους, με ανθρώπους και κώνωπας ανωφελείς, με ελονοσίαν, με φυματίωσιν, με αιμοπτύσεις και φρικτήν αβάσταχτην ανίαν, με κάτι σαν πτώσιν λαιμητόμου σε νεκρικήν σιγήν, με κάτι σαν να εκσπερματίζης δίχως να έχης οργασμόν, με κάτι σαν περμαγκανάτ ή στύψι στον αέρα, με κάτι σαν άγονες γραμμές και αναμονές, με φράσεις ως οι ακόλουθες: «Ο κύριος Νομάρχης έρχεται... Δεν έρχεται... Ο κύριος Νομάρχης με το λαντώ του καταφθάνει!...» και με βαθειά, βαρειά μελαγχολία, καρδιοσπαράχτρα θλίψι, που φθάνει ως τους ουρανούς, πενθίμου καπνού τολύπη, πότε αργά, πότε γοργά, σαν σιγανού ή γρήγορου θανάτου λύπη, την ώρα που της καρδιάς, εν ακαρεί, ή με ανεπαισθήτως φθίνοντα βραδύ ρυθμό, σβήνουν για πάντα οι κτύποι.
Μη πήτε λοιπόν ποτέ λόγον κακόν δια τον νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη. Ήτο σπουδαίος ποιητής, που από τρίχα μόλις θα έψαλλε τους οργασμούς της γης και όλους τους έρωτας των άστρων, αν Μοίρα σκληρή δεν έστεφε το μέτωπόν του με βαθυπράσινον κισσόν που εκόπη από τάφους, μα που και έτσι ακόμη είναι κισσός, φυτό σπαρμένο απ’ τους θεούς, όπως και η δάφνη.
Μην τον ξεχνάτε λοιπόν τον νέον αυτόν, το κάθετον τούτο λάβαρον της θλίψεως και του θανάτου, τον νέον αυτόν που εις τας ακτάς τους Αμβρακικού απέπτη, τον άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα πτερά μην τον ξεχνάτε, και, ακόμη, να τον αγαπάτε. Ήτο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις – είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης.

Αθήνα, 9.12.1964




Από την «Οκτάνα», (1980).