Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2023

Κώστας Ταχτσής, "Ποιήματα"





ΚΟΙΤΑΖΟΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΦΟΡΑ


Το πλοίο μας σαλπάρισε. Σιγά-σιγά
θ’ αφήσουμε τώρα και το λιμάνι. Ο ήλιος
βυθισμένος στον ορίζοντα, χρυσίζει
για στερνή φορά, ποιος ξέρει, τη γη
όπου πρωτόειδαμε το φως του. Σε λίγο
η απόσταση και το σκοτάδι ίσως για πάντα
θα τη σβήσει. Φεύγουμ’ απ’ την ανόητη
κατακραυγή του κόσμου. Σ’ αυτό τον τόπο
οι άνθρωποι δεν ξέρουν να εκτιμήσουν
τους λεπτοτάτους στίχους μας. Τους θίγουν,
ισχυρίζονται, τ’ αθώα μας καμώματα,
δε βλέπουν, δεν το νιώθουν, πως τα καμώματα
αυτά είναι των στίχων μας η αιτία.
Μακριά από την ενοχλητική μας παρουσία
ίσως τους στίχους μας καλύτερα εκτιμήσουν
ίσως μεγάλους ποιητές μάς πούνε κιόλας.
Μα προ παντός, στα ξένα εκεί –οι ξένοι
είναι πάντοτε επιεικείς στους ξένους–
πιο λεύτεροι, πιο ξένοιαστοι
στις μυστικές συνήθειες θα δοθούμε.

Τι γρήγορα που νύχτωσε. Δεν μπορεί πια κανείς,
μ’ αυτή την ψύχρα, στο κατάστρωμα να μένει.
Γη της πατρίδας, γη αγαπημένη, καληνύχτα.





ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ Σ’ ΑΥΤΟΧΕΙΡΑ


Πήρε μια σφαίρα και τη φύτεψε
σε μια γλάστρα άδεια
του ’χανε πει ότι ο θάνατος
βγάζει ωραία λουλούδια.





ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ


Είμ’ ένα άστρο, μια τρίχα στο κεφάλι του θεού, θα πέσω, στο λαιμό φοράω ένα ποίημα, προτού προλάβει να θερμάνει τις καρδιές μας θα σβήσει, αισθάνομαι τα κόκαλά μου να τρίζουν κιόλας από ανεξήγητες επιθυμίες, μα σωπάστε και θυμηθείτε τα μάτια του, να ζήσω μεσ’ τις τούφες των μαλλιών, στα δάχτυλά του ανάμεσα, εκεί που ενώνονταν με τα δικά σας, μέσα στο σκοτάδι, τα μάτια του, τα μάτια του να λάμπουν σαν φανοί αυτοκινήτων που ’ρχονται καταπάνω σου, και τίποτα να μην ακούγεται, ο θόρυβος κι οι διαφημίσεις του κορμιού να μην υπάρχουν –cette rumeur-là vient de la ville– τίποτα παρ’ αυτός κι εγώ, σε μια βεράντα, το καλοκαίρι.





Η ΖΩΗ ΜΟΥ


Μια μπάλα υπήρξε η ζωή μου
κλώτσ’ από δω
κλώτσ’ από κει
γκολ! γκολ!!!
το χάσαμε το παιγνίδι.





ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ


Μια μέρα θα με πουν φακίρη
μεσ’ απ’ το στήθος μου έβγαλα κόκκινα περιστέρια
μεσ’ απ’ τα μάτια μου καπνό
πέρασα ξίφη στα όνειρά μου
διέπραξα κλοπές δι’ υποβολής
από αγάπη, σας τ’ ορκίζομαι, από τύψεις ίσως
μια μέρα θα με πουν ομοφυλόφιλο
εκείνον ευγενή κι ομοφυλόφιλο
εμένα πονηρό απλώς
θα με πουν οχιά: έναν κοινό προδότη!
εμπρηστή!
οι τίμιοι συμπολίτες μου
θα ’ρθουν και θα κοπρίσουνε στον τάφο μου (εικονικόν)
μα τα παιδιά τους – α, οι έφηβοι!
αυτοί θα μ’ αναστήσουνε, και θα με πούνε ποιητή
ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ





ΣΟΝΕΤΟ


Πολλές φορές την ώρα που νυχτώνει
παίρνουμ’ αργά των ουρανών το δρόμο
ντυμένοι σ’ ένα πάλλευκο σεντόνι
κι αγγελικά φτερά στον ώμο.

Τι ωραία που είχαμε χτες δυο φίλοι τάξει
προορισμό μας τ’ άστρο των ερώτων.
Μα, πριν καν απ’ τη γη έχουμε πετάξει,
μας άφησεν η δύναμη των πόθων μας των πρώτων.

Έτσι συχνά οι στίχοι μας γυρνάνε
απ’ της κορφής τ’ ανέβασμα και πάνε
να ξαποστάσουνε στη ρίζα του βουνού

απ’ τ’ ανεκπλήρωτά μας πάθη διψασμένοι.
Έχει μια κρήνη, μα είναι στερημένη −
και πίνουμε τα δάκρυα ο ένας τ’ αλλουνού.





ΕΛΑΣΣΟΝ


Κανένα σύννεφο δεν πέρασε
καμιά φωνή δεν ζήτησε βοήθεια
η απελπισία του τόπου αυτού εκφράζεται
πιο ζωντανά με τη σιωπή
και το πολύ πολύ τον ψίθυρο
του σκοταδιού που πέφτει πέφτει
(στις ψυχές μας!...)





Από το βιβλίο «Κώστας Ταχτσής, Καφενείο "Το Βυζάντιο"» (Συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων), Εκδόσεις Ψυχογιός, β΄ έκδ. 2021.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου