θ’ αφήσουμε τώρα και το λιμάνι. Ο ήλιος
για στερνή φορά, ποιος ξέρει, τη γη
όπου πρωτόειδαμε το φως του. Σε λίγο
η απόσταση και το σκοτάδι ίσως για πάντα
θα τη σβήσει. Φεύγουμ’ απ’ την ανόητη
κατακραυγή του κόσμου. Σ’ αυτό τον τόπο
οι άνθρωποι δεν ξέρουν να εκτιμήσουν
τους λεπτοτάτους στίχους μας. Τους θίγουν,
ισχυρίζονται, τ’ αθώα μας καμώματα,
δε βλέπουν, δεν το νιώθουν, πως τα καμώματα
αυτά είναι των στίχων μας η αιτία.
Μακριά από την ενοχλητική μας παρουσία
ίσως τους στίχους μας καλύτερα εκτιμήσουν
ίσως μεγάλους ποιητές μάς πούνε κιόλας.
Μα προ παντός, στα ξένα εκεί –οι ξένοι
είναι πάντοτε επιεικείς στους ξένους–
πιο λεύτεροι, πιο ξένοιαστοι
στις μυστικές συνήθειες θα δοθούμε.
μ’ αυτή την ψύχρα, στο κατάστρωμα να μένει.
σε μια γλάστρα άδεια
του ’χανε πει ότι ο θάνατος
βγάζει ωραία λουλούδια.
κλώτσ’ από δω
κλώτσ’ από κει
γκολ! γκολ!!!
το χάσαμε το παιγνίδι.
μεσ’ απ’ το στήθος μου έβγαλα κόκκινα περιστέρια
μεσ’ απ’ τα μάτια μου καπνό
πέρασα ξίφη στα όνειρά μου
διέπραξα κλοπές δι’ υποβολής
από αγάπη, σας τ’ ορκίζομαι, από τύψεις ίσως
μια μέρα θα με πουν ομοφυλόφιλο
εκείνον ευγενή κι ομοφυλόφιλο
εμένα πονηρό απλώς
θα με πουν οχιά: έναν κοινό προδότη!
εμπρηστή!
οι τίμιοι συμπολίτες μου
θα ’ρθουν και θα κοπρίσουνε στον τάφο μου (εικονικόν)
μα τα παιδιά τους – α, οι έφηβοι!
αυτοί θα μ’ αναστήσουνε, και θα με πούνε ποιητή
ΔΕΝ ΝΤΡΕΠΟΜΑΙ
παίρνουμ’ αργά των ουρανών το δρόμο
ντυμένοι σ’ ένα πάλλευκο σεντόνι
κι αγγελικά φτερά στον ώμο.
προορισμό μας τ’ άστρο των ερώτων.
Μα, πριν καν απ’ τη γη έχουμε πετάξει,
μας άφησεν η δύναμη των πόθων μας των πρώτων.
απ’ της κορφής τ’ ανέβασμα και πάνε
να ξαποστάσουνε στη ρίζα του βουνού
Έχει μια κρήνη, μα είναι στερημένη −
και πίνουμε τα δάκρυα ο ένας τ’ αλλουνού.
καμιά φωνή δεν ζήτησε βοήθεια
η απελπισία του τόπου αυτού εκφράζεται
πιο ζωντανά με τη σιωπή
και το πολύ πολύ τον ψίθυρο
του σκοταδιού που πέφτει πέφτει
(στις ψυχές μας!...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου