Δε σηκώνουν οι βροχές εξομολογήσεις
Πέφτουν επάνω τους βίαια
Ένα γίνονται με το χώμα τα μυστικά
Ψάχνεις να βρεις το χαμένο όνομα μες στις λάσπες
Τη μυρωδιά του σε σωρούς από φύλλα
Όλο ακούσιες επιστροφές και αντίο
Δεν ξέρει υποσχέσεις να μοιράζει
Από το τίποτα να χτίζει κόσμους
Ο αέρας του σφυρίζει ανάμεσα
Στους πύργους που αντέχουν απ’ το καλοκαίρι
Το νέο σκηνικό της άμμου εγκαθίσταται στα μάτια
Έγινε πια αόρατη εικόνα που τα τσούζει
Ό,τι περισσεύει διαλύεται στο φως που χαμηλώνει
Τόσοι το ύμνησαν
Κλείνω τ’ αυτιά μου στα κελεύσματα του ατόφιου ήλιου
Τα μάτια μου στα γαλανά της κάλλη
Στο κίτρινο ανοίγομαι με απλωτές μεγάλες
Ο καιρός βοηθάει
Ούτε κρύο ούτε ζέστη
Αυτό είναι το φθινόπωρο
Ένας χρυσός μέσος όρος της θλίψης
Ευλογία όταν μετριέσαι με
Το κενό επαναλαμβάνω ακούραστα
Έρχεται η νύχτα αποφασισμένη
Να σφραγίσει τα στόματα
Να παίξει έναν ρόλο
Το σκοτάδι ευεργετούσε πάντα τους χαμένους
Τους ποιητές και τους αριθμομνήμονες
Δε χάνουν δευτερόλεπτο της μεταμόρφωσης
Μετρώντας από μέσα
Η νύχτα φτάνει γρήγορα
και δίχως τυμπανοκρουσίες
Δεν προλαβαίνεις να θλιβείς ή ν’ ανανήψεις
Να πιεις απ’ το μελάνι της για να πετάξεις
Ή χίλιοι κόμποι να σε δέσουν από λέξεις
Ψέματα ή μάγια
Μια επίπεδη απουσία φωτός στον χρόνο)
Σε ορθογώνιες πληροφορίες διαιρούνται τα κορμιά μας
Πλατφόρμες με επιλογές αναβοσβήνουνε μπροστά μας
Εισάγουμε στιγμές και ανασύρουμε τις μνήμες
Κρατώντας τον ρυθμό σαν κουρδισμένοι
Κι αφού τακτοποιηθούνε οι αισθήσεις στα ντουλάπια
Μια νέα βιοποικιλότητα ανθίζει στα γραφεία
Αναπληρώνει υγρασία απ’ των μισόλογων τα σάλια
Και μέσα στον πολτό των άνευ σημασίας
Ανέλπιδα ψυχομαχούν οι πρώην δωρικές αλήθειες.
Ένα απροσδιόριστο στον χώρο
Χορεύει με αθωότητα ζητάει
Μια εκκρεμότητα ορφανή
Μες τους καιρούς τσαλαβουτάει
Μα –αυτό δεν κρύβεται–
Μοιάζει να στροβιλίζεται τυφλό χωρίς ελπίδα.
Από την ενότητα «Έκκεντρα»
Είναι μια κοπιαστική δουλειά
Στρίβεις εκατέρωθεν την τανάλια
Κι όπως τεμαχίζονται οι συλλαβές
Χαμηλότονες οιμωγές
Από ξέμπαρκα φωνήεντα
Σύμφωνα αιμόφυρτα
Διανθίζουν τον κάματο με ηδονή
Εκτέλεση μετά μουσικής
Η αρχή τόσο εύκολη πάντα
Ή πιο απροσδιόριστο δείχνει
Με κρεμάμενες λέξεις
Και κρεμασμένα όνειρα
Φίλιους γλωσσοδέτες
Κι ανοίκεια περάσματα
Στο φως ή το σκοτάδι
Κρυμμένο στο κωδικό βλέμμα
Του Ποιητή
Αυτό το αίνιγμα
Πρέπει να αποκεφαλίσεις
Πριν σε καταπιεί
Ανάμεσα στους δόλιους στίχους
Γκρέμνια και δαίδαλοι
Ο Ποιητής πάντοτε δραπετεύει
Στις νεώτερες όσο τις χτίζει
Για τον θάνατο η τανάλια
Εκτός αν ίσως
Βρούνε απάγκιο στον μυχό της
Γενετικές πληροφορίες για τις μάχες
Να κάνεις την τανάλ-ι-α φωλιά σου
Το πιο πανούργο απ’ τα ποιητικά τεχνάσματα.
Ό,τι και να γίνει όμως
Οι ποιητές −όλοι το ξέρουν−
Κολυμπούν στις θαμπάδες των γυαλιών τους
Κι είναι φορές που πνίγονται
Από καθημερινά κύματα σκόνης
Κρύβουν τα δάχτυλά τους
Στις ποντικοπαγίδες
Κάθε ξεφωνητό ένας καινούργιος στίχος
Μόνο όταν μαθαίνουνε τη μυρωδιά τους
Τα τρωκτικά δεν καταδέχονται
Τα τελευταία δάχτυλα
Αυτά θέτουν εν τέλει
Επί τον τύπον των ήλων
Με τα κουρέλια των χεριών.)
Από την ενότητα «Ποιητικολογώ»
Για την κόρη μου
Κι ήξερα πως όταν λέω
«κοτσύφι»
Γλιστρώ σημαίνει στο κουκούλι της λέξης
Αλλάζω σε κάμπια εγκυμονούσα
τα τρυφερά της σύμφωνα
το όνειρο της χαμηλής πτήσης
Κι ήθελα να αθροίζω
γέλια
Ακριβά υλικά στο κρησφύγετό της
Χοάνη άχρονες εκπλήξεις στο μαξιλάρι της
Σε ένα σούσουρο νότες σοφές
Ένα σπιτάκι με θηλιές από αγάπη
Κι ήτανε πριν βγούμε στη
σκηνή με τα φώτα
Για να ντυθούμε τις καινούργιες μας πράξεις
Ήσυχα να ξεχειμωνιάσω στον τοσοδούλη λοβό της
Να γεννήσω −το έταξα− ώς την άνοιξη
τα καινούργια φτερά της
(Να με βρίσκει πεταλούδα
άφτερη να τριγυρνώ
στη σκιά απ’ το φως της.)
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΜΑΚΡΙΑ
Όλα τα σηκώνουν οι
καιροί.
Έκαναν μπράτσα γερά από τις βαριές θλίψεις
Αστείρευτες τραγωδίες σέρνονται στα πλακάκια
Γλύφει το αίμα τις ακμές
παρόν πάντα
Κι άλλοτε σα νεροποντή
Τις μικρές πνίγει μαργαρίτες
Πριν προλάβει να τις στολιστεί
η στρατιά των παιδιών που χάνεται
στη χειμωνιάτικη αποστροφή των δρόμων
Περπατούν κατάμονα σε
σκονισμένες μέρες
Περπατούν σε όρθια αγκάθια
Γυρίζουν το κεφάλι στα θυμωμένα σύννεφα
Δεν είναι με το μέρος τους ο καιρός
Μοιάζουν κι οι αστροφεγγιές να τα εμπαίζουν
Περπατούν όμως περπατούν
Πότε ένα ένα πότε πολλά μαζί
Πότε με τους δήμιούς τους αντάμα
Πότε με την ερημιά
Πότε πλάι πλάι με την αντάρα
Πότε δοκιμάζοντας να αντιγράψουν τη φωνή των πουλιών
Κι είναι μια γλώσσα ατέλειωτη
Ένα επίμονο τιτίβισμα στο βάθος του μυαλού
Στη βάση του λαιμού τους
Στήνει αντίσκηνο με βαθιούς λαρυγγισμούς
Θα γίνει ο τρόπος τους
να διηγούνται
Κι είναι ένα ταξίδι
τραχύ το ταξίδι τους
Λίγο Οδύσσεια λίγο τρόμος λίγο θάνατος
Κι είναι ένα αλλοπαρμένο ζώο το ταξίδι τους
Στο τέλος γίνεται φίλος τους
Ή τα καταπίνει
Και κάποτε φτάνουν
Πάντα κάπου φτάνουν
Πάνω ή κάτω απ’ τη γη ξαποσταίνουν
Τα μάτια τους έχουν μεγαλώσει
Πνίγονται από τις εικόνες
Από τα παραμύθια που κύλησαν στις πέτρες
Εκεί τα συνάντησα
Εκεί πήραν μια ανάσα κι
άρχισαν
Να μας λένε την ιστορία τους
Να πιάνουν απ’ την αρχή τη ζωή τους
Στη βαθιά ακατανόητη
γλώσσα των πουλιών.
Από τη συλλογή «Ο ασφαλής ποιητής», Εκδόσεις
Κουκκίδα, 2025.
Εικόνα εξωφύλλου: Φωτεινή Χαμιδιελή.
Γλιστρώ σημαίνει στο κουκούλι της λέξης
Αλλάζω σε κάμπια εγκυμονούσα
τα τρυφερά της σύμφωνα
το όνειρο της χαμηλής πτήσης
Ακριβά υλικά στο κρησφύγετό της
Χοάνη άχρονες εκπλήξεις στο μαξιλάρι της
Σε ένα σούσουρο νότες σοφές
Ένα σπιτάκι με θηλιές από αγάπη
Για να ντυθούμε τις καινούργιες μας πράξεις
Ήσυχα να ξεχειμωνιάσω στον τοσοδούλη λοβό της
Να γεννήσω −το έταξα− ώς την άνοιξη
τα καινούργια φτερά της
στη σκιά απ’ το φως της.)
Έκαναν μπράτσα γερά από τις βαριές θλίψεις
Αστείρευτες τραγωδίες σέρνονται στα πλακάκια
Κι άλλοτε σα νεροποντή
Τις μικρές πνίγει μαργαρίτες
Πριν προλάβει να τις στολιστεί
η στρατιά των παιδιών που χάνεται
στη χειμωνιάτικη αποστροφή των δρόμων
Περπατούν σε όρθια αγκάθια
Γυρίζουν το κεφάλι στα θυμωμένα σύννεφα
Δεν είναι με το μέρος τους ο καιρός
Μοιάζουν κι οι αστροφεγγιές να τα εμπαίζουν
Πότε ένα ένα πότε πολλά μαζί
Πότε με τους δήμιούς τους αντάμα
Πότε με την ερημιά
Πότε πλάι πλάι με την αντάρα
Πότε δοκιμάζοντας να αντιγράψουν τη φωνή των πουλιών
Κι είναι μια γλώσσα ατέλειωτη
Ένα επίμονο τιτίβισμα στο βάθος του μυαλού
Στη βάση του λαιμού τους
Στήνει αντίσκηνο με βαθιούς λαρυγγισμούς
Λίγο Οδύσσεια λίγο τρόμος λίγο θάνατος
Κι είναι ένα αλλοπαρμένο ζώο το ταξίδι τους
Στο τέλος γίνεται φίλος τους
Ή τα καταπίνει
Και κάποτε φτάνουν
Πάντα κάπου φτάνουν
Πάνω ή κάτω απ’ τη γη ξαποσταίνουν
Τα μάτια τους έχουν μεγαλώσει
Πνίγονται από τις εικόνες
Από τα παραμύθια που κύλησαν στις πέτρες
Εκεί τα συνάντησα
Να μας λένε την ιστορία τους
Να πιάνουν απ’ την αρχή τη ζωή τους
Από την ενότητα «Ξόρκια»
Εικόνα εξωφύλλου: Φωτεινή Χαμιδιελή.
Η Ρία Φελεκίδου σπούδασε νομικα στο ΑΠΘ και
δημοσιογραφία στο Εργαστήριο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας στην Αθήνα.
Πτυχιούχος του Μεταπτυχιακού Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής
Μακεδονίας, του ετήσιου προγράμματος παιδαγωγικής κατάρτισης της ΑΣΠΑΙΤΕ, και
απόφοιτος της Σχολής Σεναρίου του Αντέννα.
Εργάστηκε ως δικηγόρος και δημοσιογράφος στη
Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη.
Σήμερα, εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση
με εμπειρία στη διαπολιτισμική εκπαίδευση.
Εξέδωσε δεκατρία παιδικά βιβλία, τρεις ποιητικές
συλλογές και μία νουβέλα.
Αυτή είναι η πρώτη διπλή της συνεργασία με τις
εκδόσεις Κουκκίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου