απέραντη ανάσα γκρίζου και λευκού.
Στέκω εκεί
μόνος με τις σκέψεις μου,
το βλέμμα χαμένο στα κύματα.
κανένα σέλας. Μου αρκεί
το παγκάκι αυτό
κάτω απ’ τους φοίνικες της Νέας Μάκρης,
τα λιγοστά καΐκια στο μικρό λιμάνι.
Μου αρκεί ο δυνατός βοριάς,
η απουσία του ήλιου,
το γκρίζο παραπέτασμα των σύννεφων
(από παιδί ανακούφιζε τη θλίψη μου).
Επέστρεψε πια παράτησε
τη ζωή στη θάλασσα.
Δεν την ξεγελά κανένα πλοίο
με τ’ όνομα ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ.
Έναν ήσυχο θάνατο,
αυτό περιμένω.
αγγίζουν την άκρη του ορίζοντα
όπως αγγίξαμε κάποτε τα όνειρα−
με δισταγμό με πυρετό
χωρίς ποτέ να τα κρατήσουμε.
Κι η σκέψη μου καράβι χάρτινο
έτοιμο να βουλιάξει. Το βαραίνουν
που δεν καταλαβαίνουμε.
Κι η θάλασσα κάτω
δεν είναι θάλασσα.
Είναι μάτι ψυχρό ψαρίσιο
κάλεσμα χωρίς φωνή.
−κάποιο βλέμμα μια ανάσα−
επιμένει να υπάρχει
στην παγωμένη της μανία.
Πού είναι
το ζεστό γάντι του χεριού σου;
το κεφάλι σου που έγερνε στον ώμο μου;
δεν με τρομάζει το φως που μεγαλώνει.
Το μαγκάνι του χρόνου
γυρίζει μόνο του.
Παραμορφώνει
τους ανόητους Νάρκισσους.
Πώς να σταματήσεις με μάσκες ομορφιάς
την κλεψύδρα;
Ας έρθει λέω κι αυτό το καλοκαίρι
κι ας περάσει λιγότερο σκληρό
γι’ αυτούς που η θλίψη δυναστεύει.
σπασμένο μισοειπωμένο
της ψάθινης καρέκλας
πεταμένης στην άμμο.
Ήσουν ποτέ εδώ; Η μήπως
σε γέννησε η καταιγίδα;
δίχως να με βλέπει.
Ο ουρανός σκίζεται στα δυο.
Το κρύο περνάει μέσα μου.
Πού είναι
το ζεστό γάντι του χεριού σου;
το κεφάλι σου που έγερνε στον ώμο μου;
Πηγή για την εικόνα: Wikimedia Commons.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου