και με κοίταξε ίσια στα μάτια
μ’ ένα γλυκό παιδικό χαμόγελο
κι εγώ κάπως το κράτησα στο νου
με σκοπό να το αγκαλιάσω αργότερα
το ποίημα σπάνια αναγνωρίζει
έμεινε πικραμένο κι εξατμίστηκε
προς το καταφύγιο των θαυμάτων
ανώφελα θα είναι μετά τα δάκρυά σου
με τα πενήντα τόσα βιβλία μου
και θυμάμαι στην εφηβεία
να δηλώνω με βλέμμα σκοτεινό
κανένας δεν μπορεί να με εμποδίσει
να κάνω αυτό που θέλω
μόνο ο ίδιος μου ο εαυτός
και αυτό που θέλω μια για πάντα
είναι να ταξιδέψω, να ερωτευτώ
και να γράψω ένα ράφι βιβλία
ένας άγριος ποταμός
που σαρώνει όλα τα εμπόδια
πέφτει αργά μια επίμονη βροχή
εκεί που αγριολούλουδα φυτρώνουν
είναι τα αδικαίωτα σ’ αγαπώ
στο μυστικό επουράνιο καταφύγιο
που θυμούνται και δακρύζουν
ήταν γιορτή
ένα τέταρτο με νοικιασμένο ποδήλατο
όπως και μια πάστα στο χαρτί
όλοι ήταν σχεδόν φτωχοί
αλλά κανένας δεν παραπονιόταν
το αυτοκίνητο είναι συνηθισμένο
όπως και ένα ταξίδι στο εξωτερικό
όλοι είναι σχεδόν πλούσιοι
αλλά συχνά παραπονιούνται
την αξία, τη γεύση και το άρωμά τους
εφτά η ώρα ξύπνησα
Δεκέμβρη μήνα με την παγωνιά
και μέσα στο σκοτάδι ανασηκώθηκα
πήγα στο μπάνιο σκουντουφλώντας
έριξα κρύο νερό στο πρόσωπο
και όταν σήκωσα τα μάτια
είδα ρυτίδες κι άσπρα μαλλιά
μια θλίψη στον καθρέφτη
δεν καταλάβαινα τι μου συμβαίνει
αφού το περασμένο βράδυ
είχα βγει ραντεβού στην ερημιά
δεκαοχτώ χρονών με το κορίτσι μου
που έβλεπα όλη τη νύχτα
σπουδές δουλειά ταξίδια έρωτες
λες κι ήταν όλη μου η ζωή
μια νύχτα μονάχα κι ένα όνειρο
Έργο εξωφύλλου: Paul Nash.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου