ΔΡΑΜΑ
Κάθε
τόσο ξαναγυρίζω εκεί,
ας
ρίχνουν πέτρα οι άλλοι πίσω τους
κι
ας τη μισούν για την αδράνεια και τη λάσπη της.
Εγώ
την αγαπώ για την επίμονη βροχή της,
για
τα νεκρά της καπνομάγαζα,
για
τα σοκάκια τα στενά με τις ροδιές.
Καρφί
τους άλλους δεν τους καίγεται,
να
φύγουν θέλουν,
τη
Γερμανία έχουν στα μάτια τους μπροστά,
το
μάρκο.
Εγώ
την αγαπώ, ξαναγυρίζω εκεί,
πίνω
απ’ της πλήξης το βαρέλι και μεθώ.
Από τη συλλογή «Καλυκοτόμη».
10
Άλλαξε
η Δράμα.
Άγνωστος
τώρα μέσα σ’ άγνωστους κινούμαι.
Καινούργια
κτίρια, γραμμές αντιποίησης,
όγκοι
κακόηχοι με ζώνουν.
Δρόμοι
που ξόδεψες το είναι σου,
δεν
θέλεις τώρα να τους δεις.
Η
ακακία κείνη η πυκνόφυλλη
στην
άκρια των σπιτιών στα Καμινίκια,
στο
τελευταίο φως της πόλης στέκει ακόμη.
Του
δρομίσκου μένουν κάποια ίχνη:
οι
λεύκες, η ξερολιθιά, οι φουντωμένοι βάτοι.
Το
ξέρω δε θα ’ρθείς ποτέ,
κοινοτοπίες
δε σ’ αφήνουν να σκεφτείς το άλλοτε,
συμβατικότητες
που ασπρίζουν.
Εγώ
πηγαίνω προς τα κει,
δούλος
μιας μνήμης αδυσώπητης.
Από
τη συλλογή «34 ποιήματα για τη Domenica».
ΔΡΑΜΑ
Φθινοπώριασε
πάλι·
χρόνια
και χρόνια φθινοπωριάζει
στη
μικρή μας πόλη.
Νυχτώνει
νωρίς στις μικρές ανηφόρες·
τα
φύλλα πέφτουν.
Κάτω
από κείνη τη συκιά
που
ακουμπισμένοι ρίμες πλέκαμε.
τώρα
μια σουσουράδα μόνη
ανιχνεύει
τη βρεγμένη γη.
Φθινοπώριασε
πάλι,
νυχτώνει νωρίς
και
το κάθε μας βήμα
απόηχος
μοιάζει
στις
μικρές ανηφόρες.
Από
τη συλλογή «Οπτική γωνία 11».
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
ΣΕ ΦΙΛΟ ΠΟΙΗΤΗ
Τάκη,
κανένας
δεν το ξέρει εδώ,
γιατί
προτίμησα ετούτη τη γωνιά,
το
καφενείο του Τάσου Μπέλλη.
Κανείς
δεν ξέρει ότι εγώ
στους
δρόμους τούτους γύριζα καιρό
εκλιπαρώντας
ένα βλέμμα εκείνης.
Και
τώρα ακόμα που είναι μάταιο
στους
δρόμους τούτους να γυρνώ,
να
περιμένω έξω από το καφενείο τούτο,
να
ξεμακρύνω δεν μπορώ,
πάθος
παλιό δεσμώτη με κρατά.
Κανένας
δεν το ξέρει εδώ απ’ τους θαμώνες,
γιατί
προτίμησα ετούτη τη γωνιά,
το
καφενείο του Τάσου Μπέλλη.
Κανείς
δεν ξέρει πως περνούσε κείνη απ’ έξω
−
κάποτε −
κρατώντας
γιασεμί στο χέρι.
5.11.99
Από
τη συλλογή «Οπτική γωνία 12».
Σ’
ΑΥΤΗ ΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΕΓΑΛΩΣΑ
Σ’
αυτή τη γειτονιά μεγάλωσα
όπως
ένα σκυλί του δρόμου.
Οι
χρόνοι ήταν μίζεροι.
Οι
άνθρωποι βουβοί από την προσφυγιά·
από
το πρωί και ως το βράδυ ήταν στην αγορά για το ψωμί.
Οι
παγεροί χειμώνες με το μαγκάλι,
που
τ’ άναβαν με ξυλοκάρβουνα οι νοικοκυρές στο ξώπορτο.
Τα
παιδιά που έκλαιγαν για να τους βράσει
η
μάνα τους κάστανα,
που
τα ’βλεπαν στην αγορά και τα λιμπίζονταν.
Τα
χέρια τους μελανιασμένα από την παγωνιά.
Η
σάκα των βιβλίων τους ραμμένη από τη μάνα τους
μ’
ένα παλιό κομμάτι ύφασμα που βρήκε κάπου.
Με
τα μαλλιά τους περίτεχνα ατημέλητα.
Με
τόπι φτιαγμένο από κουρέλια το παιχνίδι τους.
Σφύριζαν
και πήγαιναν στο δρόμο όπως
ο
Γαβριάς του Βίκτωρος Ουγκώ
στα
σκοτεινά στενά του Παρισιού.
Το
τραγούδι πικρό − τουρκικός αμανές −
ακουγόταν
στο δρόμο τη νύχτα,
όταν
ο άνδρας γύριζε από τη δουλειά
κι
ο κάματος γινότανε τραγούδι των καημών.
Σ’
αυτή τη γειτονιά η χαρά
ποτέ
δεν ήρθε να χτυπήσει τις πόρτες των σπιτιών της.
Η
γειτονιά αυτή είχε και το επίσημο όνομά της
«Προσφυγικός
Συνοικισμός Περιθάλψεως Δράμας».
Εύκολα
την αναγνώριζε κάποιος από την ομοιόμορφη
σειρά
των μονώροφων σπιτιών της.
Από
το καταπονεμένο προφίλ των ανθρώπων της.
Από τη συλλογή «Οπτική γωνία 15».
Πηγή: Περιοδικό «Δίοδος», Περίοδος Α΄, Τεύχος 7,
Νοέμβριος 2014.
Στην εικόνα: Αθανάσιος Σταθακόπουλος, «Ταξιαρχία»
(2009).
Λάδι σε μουσαμά (70x90 εκ.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου