Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Έφη Καλογεροπούλου, "Στο μονοπάτι των σκύλων"





ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΜΟΥ ΔΕΞΙΑ
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΑ ΔΕΝΤΡΟ


Τα δεμένα ζώα
που χάθηκαν με έναν τελευταίο καλπασμό
στα όνειρά τους
μια πυρακτωμένη στιγμή του χρόνου
τόση δα, στιγμή σφιχτά δεμένη
σε φράχτη που άρπαξε φωτιά

Τα δεμένα πόδια των δεμένων
ζώων
που καλπάζουν χρόνια
ασάλευτα και στέκονται όρθια
υπομονετικά σα δέντρα
μπροστά σε συμφορά
τα είδα
να με κοιτάζουν

Κι ήθελα στη θάλασσα το βλέμμα μου
να στρέψω άλλο να μη βλέπω
και γύρισα το κεφάλι
θάλασσα μόνο να δω

μα θάλασσα πια δεν υπήρχε





ΣΩΜΑ ΜΕ ΣΩΜΑ


Υπάρχουν ιστορίες ολόκληρες
που μοιάζουν με αμμόλοφους
πατάς πάνω τους και βουλιάζεις
σε αμίλητο παράπονο
Άλλες χάσκουν ανοιχτές, ερείπια
που τα ρήμαξε ο χρόνος
Κι άλλες κρεμασμένες στη ράχη
μιας λέξης μένουν εκεί μετέωρες
για πάντα

Να ζεις γενναία τη φθορά σημαίνει
να διασώζεις το άφθαρτο
μες στην αγάπη


Από την ενότητα «Χώμα»





ΙΟΥΛΙΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ


Έρχομαι απ’ τη χώρα που κανείς
δεν είναι για κανέναν
άγριο αίμα από χαρτί είν’ τα παιδιά μου
χαρά που με έσπρωχνε κοντά σου
λέξεις που δεν είχα κι άλλες που άνθιζαν

Άνοιγε τότε η αυλαία και ξεσπούσε
η ομορφιά σαν απειλή

— είμαστε ζωντανοί λοιπόν;





ΛΕΥΚΟ


Ν ύ χ τ α
Η λέξη αυτή έχει σκοτάδι
Τη δίπλωσε
μα δεν χωρά πια πουθενά

Έκλεισε τα μάτια

Χιονίζει
σε μια απόσταση που δεν μπορεί πια
να διακρίνει


Από την ενότητα «Νύχτες»





ΙΣΩΣ Η ΣΙΩΠΗ


Απόψε
Καθώς βαδίζει δίπλα στο ποτάμι
ρίχνει τα φύλλα της σα δέντρο

Η σιωπή της γλιστρά σαν λάμψη
πάνω στο νερό

Νιώθει ευτυχισμένη από τύχη
Χρήσιμη ίσως όσο μια καρδιά
ή όσο ένας μικρός
κόκκος σκόνης


Από την ενότητα «Ίσως η σιωπή»





Η έβδομη ποιητική συλλογή της Έφης Καλογεροπούλου επιχειρεί να συνδέσει —με υπαρξιακή ένταση και λυρικές αρθρώσεις— τα αιχμηρά θραύσματα της μνήμης, τις χειροπιαστές ψηφίδες της ζωής, τις αιφνίδιες αιωρήσεις του αοράτου. Πρόκειται για μια περιδιάβαση σε ό,τι διασώζει η μνήμη, για μια οντολογική περιπλάνηση στον χρόνο και τον χώρο, όπου η αβεβαιότητα και το τυχαίο κυριαρχούν σε έναν ορίζοντα διαρκούς μεταμόρφωσης.
Από την έκδοση




Από την ποιητική συλλογή «Στο μονοπάτι των σκύλων», εκδ. Περισπωμένη, 2024.




H Έφη Καλογεροπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Είναι φυσικός και θεατρολόγος και εργάζεται στην εκπαίδευση. Ποίησή της και θεατρική κριτική έχει δημοσιευτεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά, σε ανθολογίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και έχει μεταφραστεί στα αγγλικά, ισπανικά, γερμανικά και ιταλικά. Συμμετείχε στα 5ο και 7ο διεθνές φεστιβάλ ποίησης Αθηνών. Ήταν φιναλίστ του ευρωπαϊκού διαγωνισμού ποίησης Mediterranean Poetry Prize (Ρώμη, 2021). Είναι μέλος του Κύκλου Ποιητών.
Έχει εκδώσει της ποιητικές συλλογές:
Σκεύη ταξιδίου, Ενδυμίων, 2008.
Ήχος από νερό, Ενδυμίων, 2010.
Άμμος, Μετρονόμος, 2013.
Έρημος όπως Έρωτας / Desert as Desire, δίγλωσση έκδοση, μτφρ. Γιάννη Γκούμα, Μετρονόμος, 2015.
Χάρτης ναυαγίων / Chart of shipwrecks, δίγλωσση έκδοση, μτφρ. Γιάννη Γκούμα, Μετρονόμος, 2017.
Στην εξορία του βλέμματος / Banished look, δίγλωσση έκδοση, μτφρ. Γιάννη Γκούμα, Κουκκίδα, 2019.
Στο μονοπάτι των σκύλων, Περισπωμένη, 2024.


Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

Κατερίνα Γκιουλέκα, "Οδοδείκτες"





Οδοδείκτες


Κι ας ήξερα ότι καμιά φορά
άτσαλα διάβαζα διαγώνια
για κοίτα πάλι χτες πως βιάστηκα
εκεί στη ρεματιά κοντά του Χαλανδρίου
κι η οδός Λιθαγωγίας λοξά ως
ληθαγωγία (μου) αντήχησε
−σε εποχές βλέπεις ακούσιας μα
σκληρής προπόνησης στη λήθη−
αμέσως έδωσα συγχαρητήρια στις αρχές
Τι οξυδέρκεια θαύμασα
τι οξύνοια –αντιπολιτευτική−
πόσο λεπτή και ακαριαία ειρωνεία
Αμ δε!
πού τέτοιες να βρεθούν σ’ αυτούς χορδές
αρχαιο-λόγοι μόνο περιγράφουν μ’ επιμέλεια
τεχνικές κύλισης −προς το άστυ−
του άσπιλου μαρμάρου
οι λίθοι και το σπάνιο άσπιλο
έχουν ωστόσο πλέον ξοδευτεί
δεν επιμένω εντατικά ξανά να τα εξετάζω
τις μνήμες πώς
πώς άοκνα οι μνήμες πες μου
οι α-λήθειες πώς ν’ ακονίστουν
που σκονισμένες περιμένουν και σπαράζουν


                                       Κατερίνα Γκιουλέκα





Η Κατερίνα Γκιουλέκα γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μονάχου και ασκεί την αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, έχοντας τιμηθεί με διακρίσεις. Είναι συντάκτρια και εικαστική επιμελήτρια του ιστολογίου “Μηχανικό Μολύβι”, όπου αναρτά αποκλειστικά δικά της μικρά πεζά και στίχους.
Μερικά από τα ποιήματα της συλλογής "Πλάνης στην πλάνη της" −σε μία πρώτη μορφή τους− δημοσιεύθηκαν στα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και ιστολόγια: Με ανοιχτά βιβλία, Κανονική Ποίηση, Κατερίνα Λιάτζουρα, Μηχανικό Μολύβι, ΠΟΙΗΤΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ, Το Κόσκινο, ΦΡΕΑΡ, Bibliotheque, Deyteroς, Ologramma, Verbalistes.
Επιπλέον συμμετοχές της έχουν δημοσιευθεί στα ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και τους ιστότοπους: fractal, Diastixo, Μονόκλ κ.α. καθώς και στα έντυπα περιοδικά ΑΠΙΚΟ και ΑΝΩΝΥΜΩΣ − όλα με το ψευδώνυμο Πουπερμίνα (Μηχανικό Μολύβι).
Η ποιητική συλλογή Πλάνης στην πλάνη της (εκδόσεις Θίνες, 2024) αποτελεί την πρώτη της εκδοτική απόπειρα.




Πρώτη δημοσίευση

Στην εικόνα
: Rob Strati, «We the people», 2024.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

Κική Δημουλά, "Το τελευταίο σώμα μου"




ΕΛΑΝΘΑΝΕ


Ότ’ ήμουνα ένας άνθρωπος
που όλο με σκυμμένο το κεφάλι
με περπατάγανε οι δρόμοι,
αυτό πράχθηκε φανερά σας.
Σας το αφήνω. Απάνω του λοιπόν,
αποκεφαλίστε το,
μοιράστε το σ’ όσες υποτιμήσεις θέλετε
−πως γην και ύδωρ έδωσα σε φόβους
και σήκωσε κεφάλι η ηττοπάθεια−,
ρίξτε το ολόκληρο
σ’ όσες αδιαφορίες σας κι άλλο πεινάνε,
πετάξτε το σε δυο παλιογραμμούλες τύμβο.

Όμως πως σκύβοντας
ατένιζα ουρανό,
αυτό δεν θα τ’ αγγίξετε.
Επράχθηκε κρυφά σας,
το έκρυψα καλά
στην ασφαλή του κεφαλιού μου
τη λιμοκτόνα στάση.

Σκύβοντας ουρανό ατένιζα.
Που έφτιαξα από πτώσεις.
Μαζεύοντας σπυρί σπυρί
ό,τι δεν αφομοίωνε το ύψος.

Έζησα,
τεντωμένο δίχτυ από κάτω,
να συγκρατώ, να περισώζω
λογής λογής διάττοντες αυτοκτόνους,
τα φωτεινά τους υπολείμματα,
εκεί που όλο και χάνει ύψος,
όλο και πιο πολύ αποχρυσώνεται
της μολυβιάς τους η κραυγή
και λυπηρά απολεπταίνει η αιχμή
της εξαφάνισής τους.
Έζησα,
τεντωμένο δίχτυ από κάτω,
να σώζω λυπηρότητες,
κραυγών αποχρυσώσεις,
αιχμών τα φωτεινά υπολείμματα,
εξαφανίσεων αιχμές.
Έζησα,
συνταιριάζοντας τις πτώσεις
με τις παράταιρες αιτίες τους,
για να μην πάει χαμένο το χαμένο.

Αυτό δεν θα τ’ αγγίξετε.
Είναι από εύφλεκτο εγώ,
θα με τινάξει όλη στον αέρα σας.





ΤΟ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΟ


Κάτι πρωτόβγαλτα ως φαίνεται
στον κόσμο και τους νόμους του πουλάκια
κι εντούτοις ήδη κουρασμένα
γιατί δεν είναι τα φτερά
άπτωτη εύνοια και προνόμιο,
ρωτούν εμένα, ποιον, εμένα,
πού ειν’ το πλησιέστερο κλαδί
για ν’ ακουμπήσουν.
Δεν είμαστε καλά. Αν ήξερα εγώ
πού ειν’ το Πλησιέστερο
ότι έχει και βαθμό συγκριτικό
το ανύπαρκτο Πλησίον,
θα ’τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγαν πουλάκια
δίκαια και προτεραιότητες
− κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο.
Ας πάνε τα πουλάκια
τη μεγάλη Πείρα να ρωτήσουν
ν’ ακούσουν ό,τι είπε και σ’ εμένα
όταν ξεθεωμένη από κούραση άφτερη
τη ρώτησα πού είναι ν’ ακουμπήσω
το πλησιέστερο κλαδί.
Δεν είμαστε καλά είχε καγχάσει
η μεγάλη Πείρα: αν ήξερα εγώ
πού είν’ το Πλησιέστερο
θα ’τρεχα να το πιάσω πρώτη,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγες εσύ
γιατί το πλησιέστερο κλαδί
είναι ο θάνατος σου η ζωή μου.





ΒΡΟΧΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ


Εγώ, όταν θα μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέμβρης, έλεγε ο Αύγουστος.

Έβρεξε δω λιγάκι.
Δοκιμαστικά, σαν έλεγχος
αν λειτουργούν καλά οι πτώσεις.
Όπως χτυπάνε κάθε τόσο
ξαφνικά οι σειρήνες, δοκιμαστικά,
αν λειτουργεί καλά
ο τρόμος του πολέμου.
Ελάχιστη βροχή,
ίσα που την πλατάγισε στο στόμα του
το χώμα τη σταγόνα
–καθώς δοκιμαστής κρασιών–,
μόλις που πρόλαβε η υγρόεσσα ευωδιά
παραπονιάρα να τριφτεί
πάνω στα περιβόλια.

Δέναν οι παραθεριστές
στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα,
μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.
Πεθαίναν απ’ τη ζήλια τους τα σπίτια
κοιτώντας τα τροχόσπιτα
στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου.
Απ’ τ’ ανοιχτά παραθυράκια τους,
μικρά όσο ένα σάντουιτς ματιάς,
κουρτινάκια φτερακίζαν κατά έξω,
νάιλον γλάροι εμπριμέ, δεμένοι.
Λοξά στημένη
νανούριζε τα τέλια της
μια κιθάρα ηλιοκαμένη.

Ευτυχώς βελτιώθηκε
το βιοτικό επίπεδο της βάρκας.
Γίνανε βάρκες κατοικίδιες
– αστυφιλία των σκαριών.
Αστραφτερές, εξωλέμβιες,
πάνω στα τρέιλερ κουρνιασμένες,
ακολουθούν τ’ αφεντικά τους,
σκυλάκια ράτσας
χωρίς καθόλου τρίχωμα θαλάσσης.
Γαύροι πηδάνε κατά πάνω,
μια τελευταία ασημένια περιέργεια.

Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι’ αυτό το προς το τέλος.
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέρι.

Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο.
Είσαι μες στην αλμύρα και τ’ αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα.





ΣΥΝΔΡΟΜΟ
Κοιτάζοντας τον πίνακα του Πικάσο «Το Όνειρο»



Έχω κρεμάσει αυτόν τον πίνακα σαν δόλωμα
στη συμπαγή επιπεδότητά μου
μήπως τσιμπήσει τανυσμός γκρεμιστής,
τον έχω σαν φουρνέλο
μη και την ανατίναζε συθέμελα
τη συμπαγή επιπεδότητά μου.

Καθιστό κοιμάται το κορίτσι.
Καθιστός
απαγκιάζεις καλύτερα στο σώμα σου,
είσαι πιο έτοιμος να γίνεις πιο δικός σου:
να ονειρευτείς.
Του υπερβατικού η ανατομία
επέτρεψε στο σώμα
αυθαιρεσίες σάρκινες.
Κοιμάται το κορίτσι
ενώ πίσω απ’ το χαλαρό φουστάνι της
ο ένας μαστός ανατέλλει
για να θηλάσει η λαίμαργη αφαίρεση.

Σπασμένη του λαιμού η αντίσταση
και το κεφάλι, απελεύθερο,
σαν γελαστό αυτί ακούμπησε στον ώμο
που, περιγελαστής της συμμετρίας,
είναι πολύ πιο υψωμένος απ’ τον άλλο,
στοιβάδα τόλμης.
Την ύπαρξή του αφουγκράζεται το κορίτσι:
παράνομες κλεφτές μετακινήσεις,
μια μετατόπιση του Είναι
λίγο πιο δω λίγο πιο κει,
θέσεις που ανεφοδιάζονται με θέσεις.

Η μύτη, πράσινη χαρακωτή γραμμή
που προσπερνάει αδιάφορη το τέλος της,
χύνεται ανάμεσα στα μάτια και το μέτωπο,
χάνεται μέσα στα μαλλιά,
αγγείο αιμοφόρο του ενδόμυχου.
Μισό χαμόγελο στη θέση του
τ’ άλλο μισό ψηλότερα,
ασυμμετρίας μειδίαμα·
σαν ένα στραβοπόδαρο σκαμνάκι,
εκεί για να πατήσουν και να βγουν
από τις τουλπανένιες άμαξες
οι τουλπανένιοι επιβάτες:
τα όνειρα του κοριτσιού.

Της πολυθρόνας τα μπράτσα
υποσυνειδίζονται: λυγίζουνε σαν χαλαρό
αγκάλιασμα στου κοριτσιού τη μέση,
γιατί το ξέρουνε ακόμα και οι πολυθρόνες
πως όποιος ονειρεύεται δονείται
κι υπάρχουνε και όνειρα
που σε πετάνε χάμω.
Εμένα η μύτη μου
τελειώνει ακριβώς στο τέλος της.
Δεν πάει αίμα στο ενδόμυχο.
Κι οι ώμοι μου
συμμετρικά πεσμένοι και οι δύο.


Καιρό έχω να μιλήσω για όνειρα
καιρό δεν έχω
όνειρα δεν έχω,
συμμετρική ανέχεια.
Οι ώμοι μου
συμμετρικά πεσμένοι και οι δύο.
Κι ότι αντέχω τέτοια ανέχεια
λέω μην είναι όνειρο.
Μην είναι όνειρο
πως όνειρα δεν έχω.
Όνειρο να ’ναι
κι ας μην με γυμνώνει από όνειρα.

Όνειρο να ’ναι,
σπόρος να περιφέρεται στον ύπνο μου
κι έχει ο Θεός για μήτρα.
Το πίνω κι ας μην είναι πόσιμο,
έστω τη λέξη να ονειρεύομαι
και δεν ρωτάω καμιά Εξακρίβωση
αν είναι όνειρο πως όνειρα δεν έχω.
Για να μιλήσει η κάθε Εξακρίβωση
θέλει να πληρωθεί με όνειρα.
Κι όνειρα να πληρώνω
μια ακόμα Εξακρίβωση
δεν έχω.

Η μητέρα μου Ώθηση πέθανε νέα
κι ο πηλός που είμαι, ο πηλός που είμαι,
με πιέζει να σπάσω.
Ώς πότε, λέει, θα θυσιάζεται ο θάνατος
για να ζεις εσύ.
Κι όνειρα δεν έχω να πλάσω
πήλινη περιφρούρηση της ύλης μου.


Και τι σημαίνει όνειρο;
Τι δηλαδή δεν έχω;
Θα ’ναι αυτό
που θέλει να ’χει μέσα του ο πηλός
για να μη σπάζει,
θα ’ναι οι τουλπανένιοι επιβάτες
στις τουλπανένιες άμαξες.

Όνειρο σημαίνει
φτερούγα ύπνου από κερί
που ήλιο ερωτεύεται και λιώνει,
φύλλα που θαυμαστά ισορροπούν
σα να πατάνε σε κλαδιά
ενώ το βλέπεις καθαρά
πως δεν υπάρχει δένδρο,
ν’ ακούς να τραγουδάνε χίλια ναι
απ’ το λαρύγγι του όχι.

Όνειρο σημαίνει
να μην υπάρχουν σύνορα
κι οι βλοσυροί καχύποπτοι φρουροί τους.
Ελεύθερα να μπαίνεις σ’ άνθρωπο
κι ούτε τις ει, ούτε τις οίδε.

Δεν ήρθε κι ένα απόγευμα
που να μη γίνει βράδυ.
Και όνειρο σημαίνει
να έρθει κι ένα απόγευμα
που να μη γίνει βράδυ,
να έρθει κι ένα όνειρο
που να μη γίνει άνθρωπος,
να έρθει κι ένας άνθρωπος
που να μη γίνει όνειρο,
τις οίδε, τις ει.

Ξανοίχτηκα πολύ σε ορισμούς
κι είν’ επικίνδυνο να κλαις χωρίς πυξίδα.

Φύλαγέ μου, Θε μου, τουλάχιστον
όσα έχουν πεθάνει.





ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ


Σε διαιωνίσαμε Μητέρα
θα μού μηνύσουν αύριο τα παιδιά μου:
δώσαμε στα παιδιά μας τ᾿ Όνομά σου.

Άγνωστους προμηθεύουνε
στο Άγνωστο τα Ονόματα.

Δεν ξέρει τίποτα για μένα το Όνομά μου.
Το σώμα μου,
για κάθε χωριστή στιγμή που το επαλήθευε,
φορούσε κι άλλο όνομα,
αστραφτερά και κοφτερά καινούργιο.
Και την ψυχή μου άλλο όνομα,
κάθε φορά αλλιώτικο, την έσερνε
κάθε φορά στην αναβάπτισή της
σ᾿ ακόμα περισσότερο ψυχή.
Στο ίδιο ποτέ δεν πήγα με ίδιο όνομα
και στο άλλο πήγα με πολύ καλύτερό του.
Ονόματα ξόρκια
να μη με πιάνει το κακό μάτι τής ευκολίας:
η μια πληγή την άλλη μου πληγή
να μη την αντιγράφει,
η κάθε μια δικό της να χαράζει αγιάτρευτο.

Ξόρκια, για να μπορώ
από μικρής βελόνας τρύπα να περνάω
το απόλυτο, χοντρό σχοινί.
Ραβδοσκόποι ονόματα,
που έβρισκαν σε βάθος ποιο
πηγάζω αληθινή
και με διατάζαν γίνε.

Ναι, ναι, εμένα που με βλέπατε
ήσυχα ήσυχα να τρίβομαι σε ψίχουλα
και να ταΐζω κάθε μέρα τις δουλειές σας,
πολυφωνάχτηκα αλλεπάλληλη
και πολυκυματίστηκα σ᾿ ονόματα αφρισμένα.

Δεν ξέρει τίποτα απ’ αυτά το Όνομά μου.
Είναι απλά μια ηχομόνωση,
να μην ακούτε πως ουρλιάζει ο μέσα άλλος
όταν τον τρώνε τα αγρίμια οι αλλαγές του.
Οι αναβαπτίσεις τής ψυχής
κάθε φορά σε περισσότερο ψυχή,
δεν είναι ευδαιμονία κατευθείαν.
Πρέπει πρώτα να βυθιστείς ολόκληρος,
ώρες, μέρες, μπορεί και χρόνια,
ολόκληρος, και το κεφάλι μέσα,
στη φρικαλέα τελετή τής ασφυξίας.
Κι αν αντέξεις.

Κι αυτά είναι για να σωπαίνονται απόλυτα,
θάνατος σιγαστήρας να τα παίρνει,
να φεύγουνε μαζί μας αδιαιώνιστα
πίσω από το Πρόσχημα-Όνομά μας,
που μια ζωή κρατάει τσίλιες
ενώ αλλού παίζεται το παιχνίδι.
Στέκει εκεί σαν υδρορροή
σε μέρος που δεν βρέχει.

Άγνωστους προμηθεύουνε
στο Άγνωστο τα Ονόματα.





Από τη συλλογή «Το τελευταίο σώμα μου», 1981.
Πηγή: «Κική Δημουλά, Ποιήματα», εκδ. Ικαρος, δ΄ έκδοση, 2002.

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

Στέλλα Δούμου, "Βαθιά στον κύκλο ν’ ασημίζει"





Boule de neige


Τις μέρες γελώ σαν να ’μαι κάποιος άλλος. Αγαπώ όπως πονά κανείς όταν του βγάλουν όλα του τα νύχια.
Στο μισοσκόταδο κυματίζω. Μου λείπει μία σταθερά.
Κι όμως στη φωλεά των αναπνοών μου, στον γυάλινο ουρανό του νου
υπάρχει πάντα κάτι κι αναδεύεται με την επίφαση μιας παρηγορητικής θωπείας.
Όταν ανοίγω την κολόνια σου, βγαίνει ήλιος αναμνηστικός σε δάσος κέδρων.
Επικάθεται στους πόρους μου. Για λίγο, σου μοιάζω.
Βρίσκω ένα κουμπί απ’ το πουκάμισό σου. Το γυρίζω μηχανικά σαν το κουμπί του ραδιοφώνου. Σε κάθε σταθμό που βρίσκω, σε περιμένω και χιονίζει.
Ανοίγω την ομπρέλα κι επιθυμώ το ρήμα εκείνο που μεταμορφώνει τη στάχτη σε άνθρωπο. Εφεξής όλες οι επιφάσεις θα περιγράφουν μια ήττα στην εκφορά του έρωτα. Ακόμα κι αυτές που μιλούν για το γλυκό χιόνι των αεί ευτυχισμένων τόπων σε κώδωνα κενού.
Τα ποιήματα, ας πούμε, είναι γυάλινες σφαίρες boule de neige που κάθε φορά πέφτουν και γίνονται θρύψαλα.
Μοιάζουν στο μισοσκόταδο, με μάτια λαμπερά που με κοιτάζουν.
Η μεταφυσική θα είναι ένα ακόμα τέχνασμα
Για ν’ ανασαίνεις.
Και ν’ ανασαίνω.





Τα βαλς των ηττημένων


Φυσάει ένας Μάρτης όλο κόκαλα
Μουδιάζουν τα παράθυρα
Στο σβέρκο το σπάσιμο της βροχής
Γαλάζια κρίνα παντού
Το όνομά σου γυαλίζει με λεπτομέρεια σταγόνας
Σιγεί με πειθώ σκοταδιού μέσα στο Άκου του βλέμματος.
Η διαγώνια ύφανση της νύχτας
Ξεγελά τις αποστάσεις και
Νομίζω πως ανεπαίσθητα κεντρώνεις έναν δρόμο
Με βήματα και ψιθυρίσματα.
Αχ, ίλιγγος στην ακοή το χεράκι σου
Που ψέλνει την αντάρα του χαδιού
Εφτά νερά σηκώνονται για να περάσεις
Εύρωστος, χωμάτινος, διηνεκής κι εγώ
Σε χαιρετώ που εκπληρώνεσαι σαν το ξημέρωμα
Μετά από νύχτα κατασκότεινη.

Ύστερα, θρομβώνει μια στιγμή που όλα χάνονται.
Τα βαλς των νικημένων αχνίζουνε σκουριά.
Αυτό, πέρα από κάθε αμφιβολία.





Ζήτημα αίσθησης


Είναι μια κίτρινη μέρα
Από αυτές που μοιάζουν με καψαλιασμένους φοίνικες
Στην έρημο
Από αυτές που ξέρεις ήδη πως κάποιος έχει πεθάνει
Μα δεν γνωρίζεις ποιος
−άλλωστε τόσοι θάνατοι κάθε λεπτό στον κόσμο.
Αφού πιεις τον καφέ σου
Μπορείς να φυτέψεις στον κήπο κίτρα ή φρούτα του πάθους
Μπορείς να λύσεις ένα γρίφο ή ένα σταυρόλεξό
Καθισμένος κοντά στο συντριβάνι μινιατούρα
Που έφτιαξες πρόπερσι
Ή να σιγανοσφυρίξεις έναν σκοπό, έτσι απλώς, έναν σκοπό
Κοιτώντας μια μέλισσα που γυρίζει
Και επικάθεται και γονιμοποιεί
Τα μελλοντικά άνθη της φυσικής ιστορίας
Και μετά να γυρίσεις στο δωμάτιο
Να γράψεις μια βροχή
Από φθαρτές λάμψεις, σε χαρτί μεταξωτό
Κι αργά-αργά ν’ αρχίσεις να καλείς
Τα ονόματα των πεθαμένων αυτής της μέρας
Που μόλις άρχισε και είναι κίτρινη
Σαν καψαλιασμένος φοίνικας
Στην έρημο.





Στο χεράκι σου που λάμπει
το θυμίαμα του βρύου


Θα ’θελα να κατέβω στον Δεκέμβρη σας
Και χωρίς δικαιολογία
Να πάρω τα χέρια σας που είναι χλωμά,
Τα χλωμά σας χέρια να πάρω
Να τα βυθίσω σε Ιούληδες νερούς, σε μέλι Αυγούστων
Τα χέρια σας
Πέτρα να στύψουν να τους δώσω, ρόδων αίμα ζεστό
Οψιδιανούς και φεγγαρόπετρες
Χάδια, ρόδια, φιλιά πυρά
Ζυμάρι και κάντιο να τους δώσω,
Λάδι απ’ το κερί που ανάβει στον λευκό τους κόσμο.
Να τους δώσω αγαπημένη μου νεκρή
Το ζωντανό τους χώμα, είπε
Στη ραγισμένη ταφόπλακα επάνω
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς στην πέτρινη ακριβή του
Λίγο προτού τον ενταφιάσουν
Με τους ολοζώντανους νεκρούς
Του Ψυχιατρείου Κέρκυρας.





Σε θυμάμαι Μητέρα, να ψάχνεις
όνομα και τόπο να σταθείς

                          Στον Αλέξη Γρηγορόπουλο


Σε θυμάμαι Μητέρα, να ψάχνεις όνομα
Και τόπο να σταθείς όταν
Ριπές από άλιωτο φεγγάρι
Γαζώνανε το κόκαλο
Και μες στη φλέβα χτυπούσε σύγκρυο
Από άγνωστη θύελλα.


Σε θυμάμαι Μητέρα, να ψάχνεις όνομα
Και τόπο να σταθείς όταν
Άλαλος ουρανός μ’ έκανε εξάψαλμο σφυγμό
Στα ερειπωμένα σπλάχνα κομητών
Και δίφθογγο θεό στο αδειανό σου στόμα.


Άθροισμα είμαι ολόλευκο
Κυλιέμαι αθώος σε φέγγη.





Εντροπία


Μίσχοι αμυγδαλωτών σφυγμών
Και βύσσινο αίμα
Σε ανορθόδοξα τέμπλα Σεπτέμβρη ουρανού
Σαλεύει ο χρόνος υπό μάλης
Στον γύψινο όρθρο μια ρωγμή:
      η παρθενία της σιωπής
Η πιθανότητα να αναστηθείς
Είναι όση του αγριόχορτου η λεπτομέρεια
Στο καλογυαλισμένο σύμπαν.

Η πιο μαβιά εξίσωση εσύ
λάμνεις στην εντροπία.





Από τη συλλογή «Βαθιά στον κύκλο ν’ ασημίζει», εκδ. Κουκκίδα, 2024.
Εικόνα εξωφύλλου: Φωτεινή Χαμιδιελή.




Η Στέλλα Δούμου γεννήθηκε στην Αθήνα και κατάγεται από τη Μάνη. Πέρασε τα νεανικά και μαθητικά της χρόνια στην Αθήνα, σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού. Ασχολείται με τη δημιουργία κοσμήματος. Γράφει ποίηση, ποιητική πρόζα και πεζά σε μικρή φόρμα. Κείμενά της δημοσιεύονται σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.

Εργογραφία:
Χαμηλές οκτάβες (Φαρφουλάς, 2013) Α΄ βραβείο Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός»
Έρως αρόδο (Κουκούτσι, 2015)
Χρονορυχείο (Θράκα, 2017)
Το άλογο που έγραφε (Σμίλη, 2020)
Βαθιά στον κύκλο ν’ ασημίζει (Κουκκίδα, 2024)

Συμμετοχή σε συλλογικές εκδόσεις:
diP generation (Θράκα, 2016)
diP generation (Μανδραγόρας, 2017)
Παράξενες ιστορίες με γάτες (Κύμα, 2018)
Εφ’ ενός γίγνεσθαι; 2 (Ρώμη, 2021).


Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

Διονύσιος Πλατανιάς, "Ο σωσίας"




Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
 
 
Ο σωσίας του βρισκόταν ήδη εκεί
Με τη βαλίτσα αφημένη κάτω και
 
Με το βλέμμα χαμένο να κοιτάζει
Τη ρεσεψιόν, με λένε Ντράγκο, είπε
 
Παίρνοντας το κλειδί και γρήγορα
Περνώντας στη συνομιλία, μπορείς
 
Να φανταστείς έναν άνθρωπο χωρίς
Το είδωλό του; Ή μην και νόμισες ότι
 
Ζωή και θάνατος καλείται άλλο τι ει μη
Το πέρασμα στην άλλη πλευρά του
 
καθρέφτη,
 
του δήλωσε,
 
Καθώς φάνηκε για μια στιγμή πως η νύχτα
Δεν ήθελε πλέον να υπάρξει – ένα οριστικό
 
αυγερινό φως
 
είχε επικαθήσει
 
στη σκάλα που οδηγούσε
 
Στους ορόφους, εκ δεξιών αυτής στεκότανε
Ο ένας και εξ αριστερών ο άλλος, ως εάν
 
Η κλίμακα που βυθιζότανε σε ύψος
Να ήταν όχι άλλο τι απ’ τον αιώνιο
 
μητροπολιτικό καθρέφτη
 
της δημιουργίας
 
ανάμεσά τους,
 
Ενώ ο πρωτότοκος
 
Φάνηκε να μην παίρνει στα σοβαρά
Τα λόγια του σωσία του, Ντράγκο,
 
του αντέτεινε,
 
Η ομοιότητα είναι πλήρης τόσο που
Καταλήγει πια ανομοιότητα, δεν μας
 
είναι εύκολο πάντα
 
να ξέρουμε
 
Αν είμαστε δεξιά ή αριστερά του
Σύμπαντος, όσο βέβαια δύσκολο
 
είναι
 
Να έχουμε ιδέα για το ποιο το πάνω
Και ποιο το κάτω, καταμεσής του
 
αστρικού
 
διαστήματος,
 
Είμαστε, Ντράγκο, για αυτό, συνέχισε ο
Πρωτότοκος, οι αιχμάλωτοι του πρώτου
 
κόσμου
 
έτσι όπως κάποτε εφάνη εν αρχή,
 
Εν αρχή ήταν το όμοιο, φάνηκε να θέλει
Να εξηγήσει στον σωσία του ευρισκόμενος
 
σε ευχάριστη
 
νοητική έξαψη,
 
Και αμέσως το όμοιο χωρίστηκε σε τόσα
Όμοια μεταξύ τους ώστε από μόνο του
 
αυτό κατέστη μια
 
τέτοια ανομοιότητα,
 
που λογικά θα οδηγούσε
 
Στο τέλος του χρόνου πάλι στο όμοιο
Μόνο που μας φαίνεται πια τόσο ανοίκειο
 
όπως εγώ κι εσύ,
 
Που απορρέοντας από την ίδια ταραχή
Εκείνη που φυγάδευσε τον νου μας
 
κάποτε από τον
 
παράδεισο
 
Είμαστε ορισμένως οι από παλιά αντίπαλες
Όψεις του θεού μέσα στον παγετό του
 
ανθρώπου
 
Που αν και ίδιοι τόσο, είμαστε γι’ αυτό
Οι υπέρτατοι ξένοι, το κρίμα των αιώνων
 
Μα δες, ωσάν τον Νάρκισσο στη Λίμνη,
Εισήλθαμε κάποτε μ’ ελευθερία σεισμική
 
Στα παγωμένα νερά του καθρέφτη
Ξεχάσαμε όμως να τραβήξουμε
 
και τον εαυτό μας μέσα,
 
Ντράγκο,
 
Ξεχάσαμε τον εαυτό μας απάνω και
Ας είμαστε εδώ, σε μια κρύπτη ονείρου
 
που καλύπτοντάς μας,
 
ανέτοιμους
 
μας εμφανίζει
 
Στην απατηλή θάλασσα, είμαστε όμοιοι
Κι ωστόσο τόσο διαφορετικοί, α, μάλλον
 
εναντιοδρομούμε
 
στα παρασκήνια
 
των εαυτών μας,
 
Δεν ξέρουμε αν κάποτε θα βγούμε απ’ τον
Καθρέφτη,
 
Όμως δεν ξέρουμε εξίσου ποιος απ’ τους
Δυο μας
 
είναι ο αληθινός
 
Ποιος απ’ τους δυο μας είν’ ο δικαιούχος
Του ενός και μόνον εαυτού,
 
είπε ο πρωτότοκος
 
Σπεύδοντας αμέσως μία παρατήρηση
Να κάνει για τον τρόπο που διένεμε
 
ο ρεσεψιονίστ
 
Τα αφημένα παλτά και τις καμπαρντίνες
Παραπλεύρως της κοιμισμένης φωτιάς
 
και αποσύρθηκε στο δωμάτιό του
 
Που είναι αλήθεια ότι δύσκολα
Εντοπιζόταν πλέον ανάμεσα
 
Στα ετοιμόρροπα σεληνιακά δώματα
Της προϊστορίας
 
 
 
 
 
Ο ΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ


Μόργκενσεν, έλεγε βαριά ο γέρος στον
Πρωτότοκο μες στην σπηλιά του ονείρου,
 
Ο κόσμος κλίνει προς την εσπέρα του ξανά
Απόψε, και οι σταγόνες της βροχής οι που
 
μία μία
 
Πέφτουν απ’ την φλογόσημη σήραγγα του
Ουρανού προς το μυαλό του ανθρώπου,
 
Βυθίζουν ακόμα πιο πολύ την πλάση στην
Αρχαία οπτασία της δικής της λησμονιάς,
 
Οι αιώνες που έφυγαν μακριά, Μόργκενσεν,
Τίποτε περισσότερο από μια κατακράτηση
 
φωτός
 
στο
 
έρεβος της ομιλίας,
 
Και ποιος μέλλεται να εγερθεί κάθε φορά
Ο ζωντανός από τους πληθυσμούς, τούτο,
 
Σου λέγω αλήθεια, πως είναι μόνον μία
Εύθυμη αστραπή στον απέραντο ζόφο
 
του
 
παρωνύμου
 
είναι
 
Μία εκχέρσωση χρόνου προς όφελος της
Αιωνικής χαράς των δελφινιών, όταν στις
 
Ημικύκλιες πτήσεις τους πάνω απ’ τα νερά
Σαρώνουν το πέλαγος της αμφιβολίας και
 
Καθιστούν ακόμα τον άνθρωπο εγκάτοικο
Της μακράς σιωπής του θεού, όμως αυτήν
 
τη
 
φορά
 
με μια νέα σιγουριά,
 
Τίποτε δεν υπάρχει αν δεν ομιλείται και
Μηδέν εκ των πραγμάτων φαίνει χωρίς
 
την λάμψη
 
του λέξασθαι,
 
Μόργκενσεν,
 
Ότι το όνομά σου δείχνει πως είσαι
Ο υιός της αυγής του κόσμου, ωστόσο
 
Εσύ περιφύεσαι ακόμη τους σκοτεινούς
Βλαστούς του λόγου σε λίθινους τάφους
 
Οι που τα μυστικά τους ποτέ δεν κρατούν
Για πολύ, ιδού, πρόσεξε μόλις δίπλα σου,
 
Μια σαύρα που προσπαθεί να γλιστρήσει
Από τον βράχο που κάθεσαι, αυτός είναι
 
Ακόμα ο κτιστός άνθρωπος στον χρόνο,
Ένας αναρριχητής και καθεύδων σε μια
 
Πρωτοφανή παραίσθηση ζωντανού ονείρου
Με μόνη τη συμπαγή πειθώ στερεότητας και
 
διάρκειας
 
Το άχραντο μυστήριο της ομιλίας, ο κόσμος
Συνεχίζει ακόμα να υπάρχει επειδή ομιλούμε
 
Μόργκενσεν,
 
Έλεγε ο γέρος στον πρωτότοκο και του έδειχνε
Την οροφή της σπηλιάς απ’ όπου ο δεύτερος
 
Έσχε σαφέστατα την εντύπωση κάποια στιγμή
Πως εισέβαλαν λέξεις γυμνές, με αστραίο φως
 
Που δεν αντιστοιχούσαν σε κανένα ον, μα και
Ο γέρος ήταν παράξενος, γιατί τον καλούσε με
 
Αυτό το όνομα, τούτο ήταν πιο αλλόκοτο και
Από την ξαφνική αίσθηση που τον κατέσχε
 
Πως ο κόσμος ολόκληρος μαζί με τη σπηλιά
Έμπαινε σ’ ένα σύννεφο ομιλίας, άκουγε από
 
Παντού λόγια ανθρώπων που στη θορυβώδη
Μείξη τους ξεκολλούσαν κάθε φορά και από
 
Έναν όροφο του ειδέναι, αφήνοντας μια νέα
Φωταψία στα μάτια του, γύρισε τότε προς τον
 
Γέρο και δεν έβλεπε μήτε σπηλιά και μηδέ τις
Εσωδαίμονες λίμνες, ενώ ο ίδιος κρατείτο από
 
Μια λαβή ενός τραμ που τον μετέφερε μέσα
Στην πόλη, και ο γηραιός συνομιλητής του,
 
αυτός
 
Ήλεγχε
 
τα εισιτήρια των επιβατών,
 
Κοίταξε προς το βάθος του κόσμου, Μόργκενσεν,
Του ψιθύρισε η φωνή του γέρου, και πρόσεξέ την,
 
Αυτή είναι η γριά-Λενόβκα, ρήγμα της τρέλας
Μέσα στην νομιμότητα του όντος, οι εποχές την
 
Άφησαν να περιφέρεται από βαγόνι σε βαγόνι
Ζητώντας και η ίδια τι δεν είναι πλέον σε θέση να
 
Γνωρίζει, του έλεγε, ενώ ο πρωτότοκος ένιωθε
Την βαρεία μοίρα της γυναίκας που έσταζε επ’
 
Αυτής ωσάν η πτώση του αργού θανάτου, όταν
Πυορροεί στα απομείναντα εκτάρια ζωής τη
 
Με δίχως ελπίδα
 
ελπίδα,
 
Ναι ναι, ξερόβηξε ο γέρος δίπλα του, αυτή είναι
Σου λέω η Λενόβκα, ύαινα του ανθρώπου και
 
Κατάρα για τον εαυτό της μόνον, είναι τόσο
Γηραιά όσον η δημιουργία, και τόσο τρελή όσο
 
Και ένας σκουριασμένος γάντζος θαμμένος στην
Άμμο που αναμένει τον απρόσεχτο περαστικό,
 
Βλέπω μόνο μια τυπική κυρία προχωρημένης
Ηλικίας, του είπε τότε ο πρωτότοκος, τίποτε το
 
Περισσότερο η λιγότερο, θα μπορούσε να είναι
Η θεία της ανθρωπότητας και αν όχι, τότε ίσως
 
Το ξεχασμένο στάχυ του ιμέρου στα μετόπισθεν
Της ύπαρξης, όμως είναι απλά ένα αδειασμένο
 
σαρκίο
 
στα
 
τραμ του χρόνου
 
Και μια θολή ανταύγεια ζωής στους πυλώνες
Της αποφθοράς των παρόντων καθώς αυτά
 
Κατατρώγονται από ανήκουστες σκέψεις που
Ο λόγος των ανθρώπων ποτέ δεν φανερώνει,
 
Είναι τέτοιο απόρριμμα από το εύρυθμο θάλλος
Της ζωής αυτή η γυναίκα, όσον παράταιρα δεν
 
ηχεί
 
Ακόμα η πιο άγνωστη ιστορία των σκέψεων του
Ανθρώπου, είπε ο πρωτότοκος και πρόσεξε τη
 
Γριά-Λενόβκα που κοιτούσε σαν σε όνειρο τους
Διπλανούς της, ζήτησε μάλιστα από έναν να της
 
Πει ποιο το όνομα της πόλης, και άκουσε τότε
Χιλιάδες στόματα να της απαντούν, Λενόβκα,
 
Λενόβκα, η πόλη δεν έχει όνομα, για σένα θα
Είναι πάντα η πολιτεία του θανάτου, ότι από
 
Τα αποφάγια της ζωής μεν τρέφεσαι, σε ζωή
Ωστόσο δεν τ’ αφομοιώνεις ποτέ, και ιδού, της
 
Έλεγαν τα στεντόρεια χείλη του σύμπαντος με
Άγριο ύφος, δεν έμεινε για σένα πλέον νόστος,
 
Μόνο η καταδίκη ενός τραμ που κινείται τόσο
Αργά, όσον γρήγορα τρέχει η νύχτα να σε λάβει
 
για
 
πάντα
 
δική της,
 
Δική της για πάντα Λενόβκα, της έλεγαν ξανά
Οι φωνές και καταβαρύνονταν απότομα ωσάν
 
Μεγαλίθοι που σωριάζονταν σε ένα εκατομμύριο
Αβύσσους και σπάζαν σε χοντρά τεμάχια άλγους
 
και
 
μαχόμενης ακόμα
 
παραφροσύνης,
 
Λενόβκα, άκουσε να της λέει από δίπλα της και
Ο παράξενος γέρος, ώρα να κατέβεις, και της
 
χαμόγελασε
 
με νοηματική
 
φρίκη,
 
Ώρα να κατέβεις Λενόβκα,
 
Και την οδήγησε αγκαζέ προς την έξοδο ενώ
Οι παραφωνές της ομιλίας μέσα στα αυτιά
 
του
 
πρωτότοκου
 
τον οδηγούσαν
 
Για άλλη μια φορά σε έναν άλλον όροφο του
Πραγματικού, είχε αυτή την φορά την οξεία
 
εντύπωση
 
Πως ίπτατο μέσα στους αχανείς εγκεφάλους
Των ανθρώπων και έβλεπε καθαρά τις λέξεις
 
Των σκέψεών τους, καθώς παλεύαν να βγουν
Ή να μη βγουν έξω από τα οστέινα σπήλαια,
 
Και πρόσεχε τις φράσεις τους την στιγμή που
Διετυπώνοντο, σχεδόν δεν απείχαν πάνω από
 
Ένα δύο χάσματα χρόνου από την έξοδο στη
Βοή του κόσμου· ενώ τα στόματά τους ήταν
 
φανερό
 
Πως ανοιγόκλειναν άηχα σαν ανήκαν σε
Αυτόματα μιμητικά ανθρώπων και όχι στους
 
Κατόχους τους, η δε ταραχή που του επέφερε
Η παρακολούθηση της ομιλίας καθ’ ον χρόνον
 
Ακριβώς επέσχιζε τα θολά σκότη της μήτρας
Του κόσμου, τον έκανε να στραφεί προς το
 
χώμα
 
Κοιτάζοντάς το επίμονα, σε μια προσπάθεια
Να αρπαχτεί ξανά από την ηδεία βεβαιότητα
 
μιας
 
πιο κοινής
 
αλήθειας,
 
Όμως ένοιωθε πια πως πετούσε μόνο σε έναν
Εγκέφαλο κι εκείνου τις λέξεις ακολουθούσε,
 
και αυτός
 
ήταν
 
ο δικός του εγκέφαλος,
 
Αναζητώ εδώ και ώρα τον σερβιτόρο αλλά
Φαντάζει να έχει εξαφανιστεί από παντού,
 
Άκουσε τη γνώριμη φωνή του Ντράγκο από
Δίπλα του, ενώ ο ίδιος καθότανε αναπαυτικά
 
Στη μεγάλη σάλα του ξενοδοχείου και δεν
Έβλεπε πουθενά τον γέρο, τη σπηλιά, και
 
Ακόμα, το τραμ και τη γριά-Λενόβκα, είμαι
Ο εκκρεμής των ημερών, είπε τελικά ενώ ο
 
Σωσίας του τον κοιτούσε απορημένα, αλήθεια
Σου τονίζω, Ντράγκο, τίποτε σε αυτό τον οίκο
 
Δεν είναι μια προφάνεια για τον εαυτό του και
Μηδέν εκ των όντων που δεν λαγοκοιμάται στη
 
Σιγανή φωτιά της μεταμόρφωσης, είμαστε μια
Επίμαχη ορατότητα νότια του παραδείσου, ένα
 
Κομμάτι ομιλίας από φωτιά και πάγο που απλά
Προσπαθεί να συντηρήσει τον κάματο της ζωής
 
Προς έτερον όφελος, προς την μακροκαθεδρία
Μιας στιγμής αρπαγής του πυρός μπροστά στα
 
Έκπληκτα μάτια μας και από τα δικά μας χέρια,
Κάτω από ένα φως που συγκρατεί το κόσμο σε
 
έναν
 
ενιαίο
 
ίλιγγο
 
Μεσημβρίας και μεσονυχτίας μαζί στα άδεια
Οστεοφυλάκια των λέξεων, τι βρίσκεται πέρα
 
Από τους ήχους των, αυτό Ντράγκο, είναι μια
Παλινωδία στα καμπανοστάσια του φαίνεσθαι,
 
Και τι θα απομείνει, όταν κάποτε θα παύσουν
Ν’ αγκιστρώνονται από τα όντα τους, και αυτό
 
Έχω την εντύπωση, Ντράγκο, πως μας άγει μια
Ώρα αργότερα στην τελεολογία της αφθαρσίας,
 
Ότι σε προχωρημένη νύχτα επηγέρθη ο κόσμος
Της απτής ομιλίας, και έως σήμερα στιλβοκοπεί
 
το
 
άπειρο
 
του ηλίου
 
Μοιράζοντας λέξεις στα πετεινά του μυαλού
Που με αυτές στα ράμφη τους, πετούν πέρα
 
Μακριά
 
τόσο
 
κοντά
 
Όσον ποτέ του δεν θα μπορέσει να λογίσει ο
Πολιτισμός, Ντράγκο, αυτό το λυμένο στη
 
Θάλασσα πέπλο που θρυλείται πως κρύβει
Μόνον μία λέξη από πίσω του, ή που άλλη
 
δεν
 
είναι
 
παρεκτός
 
Εκείνης που σημαίνεται από την καταδρομή
Της χρυσόμαυρης βασιλείας του αιώνα στα
 
Λιοστάσια της ανάμνησης και της αφύπνισης
Εν τω μέσω του διαφανούς ναού της αληθείας
 
Ο άνθρωπος είναι προορισμένος να μην πάσχει,
Ντράγκο, και ο ποιητής, αυτός δεν είναι παρά
 
Ο Ιητήρ της Ιστορίας που για ένα μόνο πράγμα
Κατέστη βέβαιος έως σήμερα, ότι τα όντα είναι
 
γεννημένα
 
για την σωτηρία τους
 
και όχι την καταστροφή τους,
 
Πάσα άλλη σκέψη είναι, απλά, χάσιμο χρόνου
Όταν δεν είναι χάσιμο στα χαρτιά της μοίρας
 
που ψάχνει για άνοστη εκδίκηση,
 
Έλεγε ο πρωτότοκος και το βλέμμα του έπεσε
Τυχαία στην είσοδο του ξενοδοχείου στο που
 
Με κάποια μικρή ταραχή διεπίστωσε πως οι
Δύο μορφές που περιμέναν από ώρα να έλθει
 
Ο ρεσεψιονίστ να τους παραλάβει ήταν κάτι
Παραπάνω από γνώριμές του, το ζευγάρι των
 
ηλικιωμένων
 
Που κοντοστεκόταν στην πόρτα, φάνταζε να
Έχει επιστρέψει από τη χώρα της κενότητας
της δικής του κοινής μνήμης
 
−μα ναι, ο γέρος και η Λενόβκα−,
 
Καθήστε, τους λέγαν, μα αυτοί σαν ζαλισμένοι
Από τον ίδιο τον θεό της μεσημβρίας λέγεται
 
Πως ακόμα
 
Προσπαθούσαν να θυμηθούν που είχαν βάλει
Τις ζωές τους, ψάχναν ξανά μες στις αποσκευές
 
Όμως δεν εύρισκαν τίποτε εκεί
 
εκτός από δυο
 
εισιτήρια για το τραμ στη πόλη διαιωνίως
 
Που επέμεναν να τα παρουσιάζουν όχι ακριβώς
Ως οι ταυτότητές τους, αλλά μάλλον ως τα δελτία
 
παραλαβής τους
 
Από την μακρά, ατέλειωτη δόξα της ζωής
Στην ίδια πάλι γνώριμη εξορία του Λόγου
 
την
 
Τόσο μα τόσο απόμακρη ώστε να καταλήξει
Στο τέλος σε πηλώδη σάρκα, σε εκείνον τον
 
παραδόξως εμφανιζόμενο
 
άνθρωπο
 
ενώπιον της μάγισσας δημιουργίας
 
 
 
 
 
Από την ποιητική ενότητα «Ο σωσίας», ΑΩ Εκδόσεις, 2023.





Ο Διονύσιος Πλατανιάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Σπούδασε για ένα διάστημα στη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά γρήγορα ασχολήθηκε με τη μελέτη της γλώσσας και της φιλοσοφίας. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Πλανόδιον, Χάρτης, Oστρακο, Σπείρα, Μανδραγόρας, Ελί-τροχος, Νέο Επίπεδο, Ψυχάδι, Ποιητική, Ο Σίσυφος κ.ά., ενώ το 2008 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πλανόδιον» η ποιητική ενότητά του «Οι Τρώες». Eχει συγγράψει μια Παγκόσμια Μυθολογία που εκδόθηκε από τις εκδόσεις του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (2004). Το 2018 κυκλοφόρησε το ποιητικό βιβλίο του με τίτλο «Το όρος της ομιλίας και οι χοροί των νεκρών» (εκδ. 24 Γράμματα). Το τελευταίο ποιητικό βιβλίο του κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΩ και φέρει τον τίτλο «Ο σωσίας».