Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

Διονύσιος Πλατανιάς, "Ο σωσίας"




Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
 
 
Ο σωσίας του βρισκόταν ήδη εκεί
Με τη βαλίτσα αφημένη κάτω και
 
Με το βλέμμα χαμένο να κοιτάζει
Τη ρεσεψιόν, με λένε Ντράγκο, είπε
 
Παίρνοντας το κλειδί και γρήγορα
Περνώντας στη συνομιλία, μπορείς
 
Να φανταστείς έναν άνθρωπο χωρίς
Το είδωλό του; Ή μην και νόμισες ότι
 
Ζωή και θάνατος καλείται άλλο τι ει μη
Το πέρασμα στην άλλη πλευρά του
 
καθρέφτη,
 
του δήλωσε,
 
Καθώς φάνηκε για μια στιγμή πως η νύχτα
Δεν ήθελε πλέον να υπάρξει – ένα οριστικό
 
αυγερινό φως
 
είχε επικαθήσει
 
στη σκάλα που οδηγούσε
 
Στους ορόφους, εκ δεξιών αυτής στεκότανε
Ο ένας και εξ αριστερών ο άλλος, ως εάν
 
Η κλίμακα που βυθιζότανε σε ύψος
Να ήταν όχι άλλο τι απ’ τον αιώνιο
 
μητροπολιτικό καθρέφτη
 
της δημιουργίας
 
ανάμεσά τους,
 
Ενώ ο πρωτότοκος
 
Φάνηκε να μην παίρνει στα σοβαρά
Τα λόγια του σωσία του, Ντράγκο,
 
του αντέτεινε,
 
Η ομοιότητα είναι πλήρης τόσο που
Καταλήγει πια ανομοιότητα, δεν μας
 
είναι εύκολο πάντα
 
να ξέρουμε
 
Αν είμαστε δεξιά ή αριστερά του
Σύμπαντος, όσο βέβαια δύσκολο
 
είναι
 
Να έχουμε ιδέα για το ποιο το πάνω
Και ποιο το κάτω, καταμεσής του
 
αστρικού
 
διαστήματος,
 
Είμαστε, Ντράγκο, για αυτό, συνέχισε ο
Πρωτότοκος, οι αιχμάλωτοι του πρώτου
 
κόσμου
 
έτσι όπως κάποτε εφάνη εν αρχή,
 
Εν αρχή ήταν το όμοιο, φάνηκε να θέλει
Να εξηγήσει στον σωσία του ευρισκόμενος
 
σε ευχάριστη
 
νοητική έξαψη,
 
Και αμέσως το όμοιο χωρίστηκε σε τόσα
Όμοια μεταξύ τους ώστε από μόνο του
 
αυτό κατέστη μια
 
τέτοια ανομοιότητα,
 
που λογικά θα οδηγούσε
 
Στο τέλος του χρόνου πάλι στο όμοιο
Μόνο που μας φαίνεται πια τόσο ανοίκειο
 
όπως εγώ κι εσύ,
 
Που απορρέοντας από την ίδια ταραχή
Εκείνη που φυγάδευσε τον νου μας
 
κάποτε από τον
 
παράδεισο
 
Είμαστε ορισμένως οι από παλιά αντίπαλες
Όψεις του θεού μέσα στον παγετό του
 
ανθρώπου
 
Που αν και ίδιοι τόσο, είμαστε γι’ αυτό
Οι υπέρτατοι ξένοι, το κρίμα των αιώνων
 
Μα δες, ωσάν τον Νάρκισσο στη Λίμνη,
Εισήλθαμε κάποτε μ’ ελευθερία σεισμική
 
Στα παγωμένα νερά του καθρέφτη
Ξεχάσαμε όμως να τραβήξουμε
 
και τον εαυτό μας μέσα,
 
Ντράγκο,
 
Ξεχάσαμε τον εαυτό μας απάνω και
Ας είμαστε εδώ, σε μια κρύπτη ονείρου
 
που καλύπτοντάς μας,
 
ανέτοιμους
 
μας εμφανίζει
 
Στην απατηλή θάλασσα, είμαστε όμοιοι
Κι ωστόσο τόσο διαφορετικοί, α, μάλλον
 
εναντιοδρομούμε
 
στα παρασκήνια
 
των εαυτών μας,
 
Δεν ξέρουμε αν κάποτε θα βγούμε απ’ τον
Καθρέφτη,
 
Όμως δεν ξέρουμε εξίσου ποιος απ’ τους
Δυο μας
 
είναι ο αληθινός
 
Ποιος απ’ τους δυο μας είν’ ο δικαιούχος
Του ενός και μόνον εαυτού,
 
είπε ο πρωτότοκος
 
Σπεύδοντας αμέσως μία παρατήρηση
Να κάνει για τον τρόπο που διένεμε
 
ο ρεσεψιονίστ
 
Τα αφημένα παλτά και τις καμπαρντίνες
Παραπλεύρως της κοιμισμένης φωτιάς
 
και αποσύρθηκε στο δωμάτιό του
 
Που είναι αλήθεια ότι δύσκολα
Εντοπιζόταν πλέον ανάμεσα
 
Στα ετοιμόρροπα σεληνιακά δώματα
Της προϊστορίας
 
 
 
 
 
Ο ΙΣΤΟΣ ΤΗΣ ΟΜΙΛΙΑΣ


Μόργκενσεν, έλεγε βαριά ο γέρος στον
Πρωτότοκο μες στην σπηλιά του ονείρου,
 
Ο κόσμος κλίνει προς την εσπέρα του ξανά
Απόψε, και οι σταγόνες της βροχής οι που
 
μία μία
 
Πέφτουν απ’ την φλογόσημη σήραγγα του
Ουρανού προς το μυαλό του ανθρώπου,
 
Βυθίζουν ακόμα πιο πολύ την πλάση στην
Αρχαία οπτασία της δικής της λησμονιάς,
 
Οι αιώνες που έφυγαν μακριά, Μόργκενσεν,
Τίποτε περισσότερο από μια κατακράτηση
 
φωτός
 
στο
 
έρεβος της ομιλίας,
 
Και ποιος μέλλεται να εγερθεί κάθε φορά
Ο ζωντανός από τους πληθυσμούς, τούτο,
 
Σου λέγω αλήθεια, πως είναι μόνον μία
Εύθυμη αστραπή στον απέραντο ζόφο
 
του
 
παρωνύμου
 
είναι
 
Μία εκχέρσωση χρόνου προς όφελος της
Αιωνικής χαράς των δελφινιών, όταν στις
 
Ημικύκλιες πτήσεις τους πάνω απ’ τα νερά
Σαρώνουν το πέλαγος της αμφιβολίας και
 
Καθιστούν ακόμα τον άνθρωπο εγκάτοικο
Της μακράς σιωπής του θεού, όμως αυτήν
 
τη
 
φορά
 
με μια νέα σιγουριά,
 
Τίποτε δεν υπάρχει αν δεν ομιλείται και
Μηδέν εκ των πραγμάτων φαίνει χωρίς
 
την λάμψη
 
του λέξασθαι,
 
Μόργκενσεν,
 
Ότι το όνομά σου δείχνει πως είσαι
Ο υιός της αυγής του κόσμου, ωστόσο
 
Εσύ περιφύεσαι ακόμη τους σκοτεινούς
Βλαστούς του λόγου σε λίθινους τάφους
 
Οι που τα μυστικά τους ποτέ δεν κρατούν
Για πολύ, ιδού, πρόσεξε μόλις δίπλα σου,
 
Μια σαύρα που προσπαθεί να γλιστρήσει
Από τον βράχο που κάθεσαι, αυτός είναι
 
Ακόμα ο κτιστός άνθρωπος στον χρόνο,
Ένας αναρριχητής και καθεύδων σε μια
 
Πρωτοφανή παραίσθηση ζωντανού ονείρου
Με μόνη τη συμπαγή πειθώ στερεότητας και
 
διάρκειας
 
Το άχραντο μυστήριο της ομιλίας, ο κόσμος
Συνεχίζει ακόμα να υπάρχει επειδή ομιλούμε
 
Μόργκενσεν,
 
Έλεγε ο γέρος στον πρωτότοκο και του έδειχνε
Την οροφή της σπηλιάς απ’ όπου ο δεύτερος
 
Έσχε σαφέστατα την εντύπωση κάποια στιγμή
Πως εισέβαλαν λέξεις γυμνές, με αστραίο φως
 
Που δεν αντιστοιχούσαν σε κανένα ον, μα και
Ο γέρος ήταν παράξενος, γιατί τον καλούσε με
 
Αυτό το όνομα, τούτο ήταν πιο αλλόκοτο και
Από την ξαφνική αίσθηση που τον κατέσχε
 
Πως ο κόσμος ολόκληρος μαζί με τη σπηλιά
Έμπαινε σ’ ένα σύννεφο ομιλίας, άκουγε από
 
Παντού λόγια ανθρώπων που στη θορυβώδη
Μείξη τους ξεκολλούσαν κάθε φορά και από
 
Έναν όροφο του ειδέναι, αφήνοντας μια νέα
Φωταψία στα μάτια του, γύρισε τότε προς τον
 
Γέρο και δεν έβλεπε μήτε σπηλιά και μηδέ τις
Εσωδαίμονες λίμνες, ενώ ο ίδιος κρατείτο από
 
Μια λαβή ενός τραμ που τον μετέφερε μέσα
Στην πόλη, και ο γηραιός συνομιλητής του,
 
αυτός
 
Ήλεγχε
 
τα εισιτήρια των επιβατών,
 
Κοίταξε προς το βάθος του κόσμου, Μόργκενσεν,
Του ψιθύρισε η φωνή του γέρου, και πρόσεξέ την,
 
Αυτή είναι η γριά-Λενόβκα, ρήγμα της τρέλας
Μέσα στην νομιμότητα του όντος, οι εποχές την
 
Άφησαν να περιφέρεται από βαγόνι σε βαγόνι
Ζητώντας και η ίδια τι δεν είναι πλέον σε θέση να
 
Γνωρίζει, του έλεγε, ενώ ο πρωτότοκος ένιωθε
Την βαρεία μοίρα της γυναίκας που έσταζε επ’
 
Αυτής ωσάν η πτώση του αργού θανάτου, όταν
Πυορροεί στα απομείναντα εκτάρια ζωής τη
 
Με δίχως ελπίδα
 
ελπίδα,
 
Ναι ναι, ξερόβηξε ο γέρος δίπλα του, αυτή είναι
Σου λέω η Λενόβκα, ύαινα του ανθρώπου και
 
Κατάρα για τον εαυτό της μόνον, είναι τόσο
Γηραιά όσον η δημιουργία, και τόσο τρελή όσο
 
Και ένας σκουριασμένος γάντζος θαμμένος στην
Άμμο που αναμένει τον απρόσεχτο περαστικό,
 
Βλέπω μόνο μια τυπική κυρία προχωρημένης
Ηλικίας, του είπε τότε ο πρωτότοκος, τίποτε το
 
Περισσότερο η λιγότερο, θα μπορούσε να είναι
Η θεία της ανθρωπότητας και αν όχι, τότε ίσως
 
Το ξεχασμένο στάχυ του ιμέρου στα μετόπισθεν
Της ύπαρξης, όμως είναι απλά ένα αδειασμένο
 
σαρκίο
 
στα
 
τραμ του χρόνου
 
Και μια θολή ανταύγεια ζωής στους πυλώνες
Της αποφθοράς των παρόντων καθώς αυτά
 
Κατατρώγονται από ανήκουστες σκέψεις που
Ο λόγος των ανθρώπων ποτέ δεν φανερώνει,
 
Είναι τέτοιο απόρριμμα από το εύρυθμο θάλλος
Της ζωής αυτή η γυναίκα, όσον παράταιρα δεν
 
ηχεί
 
Ακόμα η πιο άγνωστη ιστορία των σκέψεων του
Ανθρώπου, είπε ο πρωτότοκος και πρόσεξε τη
 
Γριά-Λενόβκα που κοιτούσε σαν σε όνειρο τους
Διπλανούς της, ζήτησε μάλιστα από έναν να της
 
Πει ποιο το όνομα της πόλης, και άκουσε τότε
Χιλιάδες στόματα να της απαντούν, Λενόβκα,
 
Λενόβκα, η πόλη δεν έχει όνομα, για σένα θα
Είναι πάντα η πολιτεία του θανάτου, ότι από
 
Τα αποφάγια της ζωής μεν τρέφεσαι, σε ζωή
Ωστόσο δεν τ’ αφομοιώνεις ποτέ, και ιδού, της
 
Έλεγαν τα στεντόρεια χείλη του σύμπαντος με
Άγριο ύφος, δεν έμεινε για σένα πλέον νόστος,
 
Μόνο η καταδίκη ενός τραμ που κινείται τόσο
Αργά, όσον γρήγορα τρέχει η νύχτα να σε λάβει
 
για
 
πάντα
 
δική της,
 
Δική της για πάντα Λενόβκα, της έλεγαν ξανά
Οι φωνές και καταβαρύνονταν απότομα ωσάν
 
Μεγαλίθοι που σωριάζονταν σε ένα εκατομμύριο
Αβύσσους και σπάζαν σε χοντρά τεμάχια άλγους
 
και
 
μαχόμενης ακόμα
 
παραφροσύνης,
 
Λενόβκα, άκουσε να της λέει από δίπλα της και
Ο παράξενος γέρος, ώρα να κατέβεις, και της
 
χαμόγελασε
 
με νοηματική
 
φρίκη,
 
Ώρα να κατέβεις Λενόβκα,
 
Και την οδήγησε αγκαζέ προς την έξοδο ενώ
Οι παραφωνές της ομιλίας μέσα στα αυτιά
 
του
 
πρωτότοκου
 
τον οδηγούσαν
 
Για άλλη μια φορά σε έναν άλλον όροφο του
Πραγματικού, είχε αυτή την φορά την οξεία
 
εντύπωση
 
Πως ίπτατο μέσα στους αχανείς εγκεφάλους
Των ανθρώπων και έβλεπε καθαρά τις λέξεις
 
Των σκέψεών τους, καθώς παλεύαν να βγουν
Ή να μη βγουν έξω από τα οστέινα σπήλαια,
 
Και πρόσεχε τις φράσεις τους την στιγμή που
Διετυπώνοντο, σχεδόν δεν απείχαν πάνω από
 
Ένα δύο χάσματα χρόνου από την έξοδο στη
Βοή του κόσμου· ενώ τα στόματά τους ήταν
 
φανερό
 
Πως ανοιγόκλειναν άηχα σαν ανήκαν σε
Αυτόματα μιμητικά ανθρώπων και όχι στους
 
Κατόχους τους, η δε ταραχή που του επέφερε
Η παρακολούθηση της ομιλίας καθ’ ον χρόνον
 
Ακριβώς επέσχιζε τα θολά σκότη της μήτρας
Του κόσμου, τον έκανε να στραφεί προς το
 
χώμα
 
Κοιτάζοντάς το επίμονα, σε μια προσπάθεια
Να αρπαχτεί ξανά από την ηδεία βεβαιότητα
 
μιας
 
πιο κοινής
 
αλήθειας,
 
Όμως ένοιωθε πια πως πετούσε μόνο σε έναν
Εγκέφαλο κι εκείνου τις λέξεις ακολουθούσε,
 
και αυτός
 
ήταν
 
ο δικός του εγκέφαλος,
 
Αναζητώ εδώ και ώρα τον σερβιτόρο αλλά
Φαντάζει να έχει εξαφανιστεί από παντού,
 
Άκουσε τη γνώριμη φωνή του Ντράγκο από
Δίπλα του, ενώ ο ίδιος καθότανε αναπαυτικά
 
Στη μεγάλη σάλα του ξενοδοχείου και δεν
Έβλεπε πουθενά τον γέρο, τη σπηλιά, και
 
Ακόμα, το τραμ και τη γριά-Λενόβκα, είμαι
Ο εκκρεμής των ημερών, είπε τελικά ενώ ο
 
Σωσίας του τον κοιτούσε απορημένα, αλήθεια
Σου τονίζω, Ντράγκο, τίποτε σε αυτό τον οίκο
 
Δεν είναι μια προφάνεια για τον εαυτό του και
Μηδέν εκ των όντων που δεν λαγοκοιμάται στη
 
Σιγανή φωτιά της μεταμόρφωσης, είμαστε μια
Επίμαχη ορατότητα νότια του παραδείσου, ένα
 
Κομμάτι ομιλίας από φωτιά και πάγο που απλά
Προσπαθεί να συντηρήσει τον κάματο της ζωής
 
Προς έτερον όφελος, προς την μακροκαθεδρία
Μιας στιγμής αρπαγής του πυρός μπροστά στα
 
Έκπληκτα μάτια μας και από τα δικά μας χέρια,
Κάτω από ένα φως που συγκρατεί το κόσμο σε
 
έναν
 
ενιαίο
 
ίλιγγο
 
Μεσημβρίας και μεσονυχτίας μαζί στα άδεια
Οστεοφυλάκια των λέξεων, τι βρίσκεται πέρα
 
Από τους ήχους των, αυτό Ντράγκο, είναι μια
Παλινωδία στα καμπανοστάσια του φαίνεσθαι,
 
Και τι θα απομείνει, όταν κάποτε θα παύσουν
Ν’ αγκιστρώνονται από τα όντα τους, και αυτό
 
Έχω την εντύπωση, Ντράγκο, πως μας άγει μια
Ώρα αργότερα στην τελεολογία της αφθαρσίας,
 
Ότι σε προχωρημένη νύχτα επηγέρθη ο κόσμος
Της απτής ομιλίας, και έως σήμερα στιλβοκοπεί
 
το
 
άπειρο
 
του ηλίου
 
Μοιράζοντας λέξεις στα πετεινά του μυαλού
Που με αυτές στα ράμφη τους, πετούν πέρα
 
Μακριά
 
τόσο
 
κοντά
 
Όσον ποτέ του δεν θα μπορέσει να λογίσει ο
Πολιτισμός, Ντράγκο, αυτό το λυμένο στη
 
Θάλασσα πέπλο που θρυλείται πως κρύβει
Μόνον μία λέξη από πίσω του, ή που άλλη
 
δεν
 
είναι
 
παρεκτός
 
Εκείνης που σημαίνεται από την καταδρομή
Της χρυσόμαυρης βασιλείας του αιώνα στα
 
Λιοστάσια της ανάμνησης και της αφύπνισης
Εν τω μέσω του διαφανούς ναού της αληθείας
 
Ο άνθρωπος είναι προορισμένος να μην πάσχει,
Ντράγκο, και ο ποιητής, αυτός δεν είναι παρά
 
Ο Ιητήρ της Ιστορίας που για ένα μόνο πράγμα
Κατέστη βέβαιος έως σήμερα, ότι τα όντα είναι
 
γεννημένα
 
για την σωτηρία τους
 
και όχι την καταστροφή τους,
 
Πάσα άλλη σκέψη είναι, απλά, χάσιμο χρόνου
Όταν δεν είναι χάσιμο στα χαρτιά της μοίρας
 
που ψάχνει για άνοστη εκδίκηση,
 
Έλεγε ο πρωτότοκος και το βλέμμα του έπεσε
Τυχαία στην είσοδο του ξενοδοχείου στο που
 
Με κάποια μικρή ταραχή διεπίστωσε πως οι
Δύο μορφές που περιμέναν από ώρα να έλθει
 
Ο ρεσεψιονίστ να τους παραλάβει ήταν κάτι
Παραπάνω από γνώριμές του, το ζευγάρι των
 
ηλικιωμένων
 
Που κοντοστεκόταν στην πόρτα, φάνταζε να
Έχει επιστρέψει από τη χώρα της κενότητας
της δικής του κοινής μνήμης
 
−μα ναι, ο γέρος και η Λενόβκα−,
 
Καθήστε, τους λέγαν, μα αυτοί σαν ζαλισμένοι
Από τον ίδιο τον θεό της μεσημβρίας λέγεται
 
Πως ακόμα
 
Προσπαθούσαν να θυμηθούν που είχαν βάλει
Τις ζωές τους, ψάχναν ξανά μες στις αποσκευές
 
Όμως δεν εύρισκαν τίποτε εκεί
 
εκτός από δυο
 
εισιτήρια για το τραμ στη πόλη διαιωνίως
 
Που επέμεναν να τα παρουσιάζουν όχι ακριβώς
Ως οι ταυτότητές τους, αλλά μάλλον ως τα δελτία
 
παραλαβής τους
 
Από την μακρά, ατέλειωτη δόξα της ζωής
Στην ίδια πάλι γνώριμη εξορία του Λόγου
 
την
 
Τόσο μα τόσο απόμακρη ώστε να καταλήξει
Στο τέλος σε πηλώδη σάρκα, σε εκείνον τον
 
παραδόξως εμφανιζόμενο
 
άνθρωπο
 
ενώπιον της μάγισσας δημιουργίας
 
 
 
 
 
Από την ποιητική ενότητα «Ο σωσίας», ΑΩ Εκδόσεις, 2023.





Ο Διονύσιος Πλατανιάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1964. Σπούδασε για ένα διάστημα στη Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά γρήγορα ασχολήθηκε με τη μελέτη της γλώσσας και της φιλοσοφίας. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευθεί στα περιοδικά Πλανόδιον, Χάρτης, Oστρακο, Σπείρα, Μανδραγόρας, Ελί-τροχος, Νέο Επίπεδο, Ψυχάδι, Ποιητική, Ο Σίσυφος κ.ά., ενώ το 2008 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Πλανόδιον» η ποιητική ενότητά του «Οι Τρώες». Eχει συγγράψει μια Παγκόσμια Μυθολογία που εκδόθηκε από τις εκδόσεις του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (2004). Το 2018 κυκλοφόρησε το ποιητικό βιβλίο του με τίτλο «Το όρος της ομιλίας και οι χοροί των νεκρών» (εκδ. 24 Γράμματα). Το τελευταίο ποιητικό βιβλίο του κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΩ και φέρει τον τίτλο «Ο σωσίας».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου