Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

Οδυσσέας Ελύτης, "Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά"




ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ


Πρέπει να ’ταν των Βαΐων τ’ ουρανού     επειδή και τα πουλιά κατέβαιναν μ’ ένα κλαδάκι πράσινο στο ράμφος     και στον ύπνο μου

Ένα κορίτσι δίχως λόγο είχε σταθεί     κι άφηνε το μπλουζάκι του ξεκούμπωτο

Γυαλί στο φως     και μέσα του πλακάκια της κουζίνας όσο το μάτι μου έπαιρνε     ανεμίζοντας τούλια μια κορμοστασιά     διπλή απ’ το σπίτι σε ύψος με τα δάχτυλα στο πόμολο το αόρατο

Νταγκ λάμψη αέρας     νταγκ λάμψη αέρας     ασταμάτητα     Όπως ύστερα που κάποιος άγιασε και τα καινούρια φαίνονται κι εκείνα σαν παλαιά

Και τα παιδιά που γύριζαν από το πετροκάραβο με τα χταπόδια     κι οι γυναίκες απ’ το ελαιοτριβείο     κι η φωνή του γαϊδάρου ξημερώματα πάνω από τα μποστάνια     πόσα χρόνια     πόσους αιώνες

«Αναντάμ μπαμπαντάμ» έλεγε η μάνα μου     και το χέρι της το αρθριτικό σταματούσε σαν φύλλο της μπεγκόνιας

Τέλος     Κι οι μνήμες παν κι αυτές πίσω απ’ τα πράγματα να τα προφτάσουν     Όπου τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια

Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους η μέρα που κανείς δεν είπε να βαρυγκομήσει     αλλ’ οργιές ανοιχτά στα φυλλώματα φέγγανε     στιλπνά λεμόνια ηλιίσκοι των αιθέρων.





Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ ’ΦΕΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΑΣ


Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου αναλογίστηκα που πάω     κι είπα     για να μη μ’ έχει του χεριού της η ερημιά     να βρω εκκλησάκι να ’χω να μιλήσω.

Η βοή απ’ το πέλαγος μου ’τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό     και μου άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό στις Ευτυχίες     Όμως τίποτα κανείς

Μόνο πύρωνε τριγύρω της αγριελιάς η μαντοσύνη

Κι όλη    στο μάκρος της αφρόσκονης     έως ψηλά πάνω από το κεφάλι μου η πλαγιά     χρησμολογούσε και σισύριζε     με τρεμίσματα μωβ μυριάδες και χερουβικά εντομάκια     Ναι ναι συμφωνούσα     οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε     Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε

Όπου     απάνου κει     από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη     φάνηκε     να κερδίζει σε ύψος     κι όμορφη που δε γίνεται άλλο     μ’ όλα τα χούγια των πουλιών στο σείσιμό της     η κόρη που ’φερνε ο Βοριάς κι εγώ περίμενα

Κάθε οργιά πιο μπρος     με το που απίθωνε στηθάκι να του αντισταθεί ο αέρας     κι από μια τρομοκρατημένη μέσα μου χαρά που ανέβαινε ώς το βλέφαρο να πεταρίσει

Άι θυμοί κι άι τρέλες της πατρίδας!

Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μες στον ουρανό     κάτι σαν άπιαστα του Παραδείσου σήματα

Πρόκανα μια στιγμή να δω     μεγαλωμένη τη διχάλα των ποδιών     κι όλο το μέσα μέρος     με το λίγο ακόμη σάλιο της θαλάσσης     Ύστερα μου ’ρθε η μυρωδιά της     όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια γιάμπολη

Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί     Που μια ιδέα μου είχε γίνει αθάνατη.





ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ


Έφερνα γύρους μες στον ουρανό και φώναζα

Με κίνδυνο ν’ αγγίξω μια ευτυχία

Σήκωσα πέτρα και σημάδεψα μακριά

Μιλημένη από τον ήλιο η Μοίρα

Έκανε πως δεν έβλεπε

Και το πουλί του κοριτσιού πήρ’ ένα ψίχουλο θαλάσσης
        και αναλήφτη.





ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ


Να ’χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ’ το παράθυρο έξω!     Να τσακίσω εκείνο που δε γίνεται!     Κορίτσι που από το γυμνό σου στήθος     σαν από σχεδία κάποτε μ’ έσωσε ο Θεός

Και ψηλά πάνω απ’ τα τείχη με την ημισέληνο με πήγε     μην κι από δική μου
 
Ακριτομύθια φανερωθείς     και οι Τύχες σε βάλουν στο σημάδι     Όπως κι έγινε     Γιατί τέτοια θέλει κι αγαπά η ζωή που εμείς άλλου πιστεύουμε πως είναι

Κι από τ’ άλλο μέρος της αγάπης     από τ’ άλλο μέρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου     αβάσταχτα περισφιγμένο     κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρκός     σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανάψει και ξυπνήσουμε

Ίσια     ναι     πάει ο χρόνος     αλλ’ ο έρωτας κάθετα     και ή κόβονται στα δύο     ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ     Αλλ’ αυτό που μένει σαν

Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια     και η αράχνη     κι έξω στο κατώφλι

Ο λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει     πιθανά φαίνονται όλα     και προπάντων τα βουνά της Κρήτης που μικρός τα ’χα στο χιόνι και τα ξαναβρήκα δροσερά     μα τι σημαίνει

Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής     πάλι ο ήλιος γέρνει κι είναι ολόγυρα σου

Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες     όπου ακόμη κατεβαίνουνε τα σύννεφα να φάνε χόρτο     λίγο πριν για πάντα σκοτεινιάσει

Σαν να πήραν τέλος οι άνθρωποι     και να μην έχει μείνει άλλο τίποτα καίριο να ειπωθεί.





ΔΩΡΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ


Ξέρω πως είναι τίποτε όλ’ αυτά     και πως η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο

Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας

Κι η πατρίδα     μια τοιχογραφία μ’ επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές     που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή     και δίνεις λόγο

Σ’ ένα πλήθος Εξουσίες ξένες     μέσω της δικής σου πάντοτε

Όπως γίνεται για τις συμφορές

Όμως     ας φανταστούμε σ’ ένα παλαιών καιρών αλώνι που μπορεί να ναι και σε πολυκατοικία     ότι παίζουνε παιδιά     και ότι αυτός που χάνει

Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς     να πει στους άλλους και να δώσει μιαν αλήθεια

Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό

Δώρο ασημένιο ποίημα.





Από τη συλλογή «Το Φωτόδεντρο και η δέκατη τέταρτη ομορφιά» (1971).
Πηγή: «Οδυσσέας Ελύτης - Ποίηση», εκδ. Ίκαρος, 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου