Στους φεγγίτες η έξοδος
(σπουδή στο φως σου)
Ο ποιητής Δημήτρης Παπακωνσταντίνου ανήκει στη γενιά των λογοτεχνών που αποτυπώνουν με ειλικρίνεια και ψυχραιμία τη δυστοκία της εποχής και γράφουν με ευθύνη και διαύγεια, καθώς διαπιστώνουν ότι η σήψη δεν πρόκειται να διορθωθεί ως δια μαγείας. Και βεβαίως στη γενιά που γνωρίζει πως η ποίηση οφείλει, σε συνέργεια με τις λοιπές μορφές τέχνης, να αποτελεί προπύργιο και αρωγό στη νέα προσπάθεια για δημιουργία δεξαμενής σκέψης, απαραίτητης για τον σύγχρονο άνθρωπο.
[…] Εν τέλει, έστω και ως μεγάλο, εκτενές και πολύπλευρο μονοποίημα, η σύνδεση του κεντρικού νοήματος του «Στους Φεγγίτες η Έξοδος» με την έννοια της στιγμιαίας σύλληψης ενός φύλλου που πέφτει και μαζεύεται με άλλα φύλλα ως την αποσύνθεσή τους, θυμίζει την τεχνική της δημιουργίας ενός συμπυκνωμένου χαϊκού κατά την ιαπωνική τεχνοτροπία, όπου η σύλληψη μιας στιγμής δύναται να συμπυκνώνει συμπαντικής διάστασης νοήματα. Ο αναγνώστης καλείται να αποσυμπιέσει και να ταυτιστεί με τον περιπλανητή σε μια άκρως ενδιαφέρουσα πορεία προς το φως των φεγγιτών.
Χρίστος Λ. Τσιαήλης
Εκπαιδευτικός-Λογοτέχνης-Θεατρολόγος
κύματα-κύματα ξεσπώ, πέτρες κοιλαίνω
μολύνομαι, βαλτώνω, καθαρίζομαι
πέφτω βροχούλα δροσερή κι όλα τ’ αγιάζω.
θέλεις μονάχα να ’σαι δέντρο
για να ψηλώνεις, να λυγιέσαι, να επαίρεσαι.
Νίκες μικρές να καμαρώνεις, τ’ άσπρα ανθάκια σου
μικρούς θανάτους να θρηνείς, φύλλα πεσμένα.
τον ξυλοκόπο που στη ρίζα σου κοιμόταν.
λύνουν τα χέρια και στον άνεμο ξαπλώνουν.
Πώς λαμπυρίζουνε στο φως, πώς στροβιλίζονται
στον τελευταίο τους χορό πώς γαληνεύουν.
δεν είναι θρήνος που Φθινόπωρο τα βρήκε.
Πουλιών φωνές παραμιλούν, ανέμων τάματα
μέσα στον ύπνο που γλυκά-γλυκά τα παίρνει.
κατάδυση αργή προς τα ναυάγια
κι οι πεταλίδες γλιστερές στις λαμαρίνες −
μάτια ξυπνούν μες στα σκοτάδια μου
και σβήνουν
μέρες παλιές που ξεθωριάσανε και χάθηκαν
ξέφτια, πολύχρωμες κλωστές, φθηνά σαρίδια:
στο πίσω μέρος της αυλής στα πρωτοβρόχια.
από τον πιο βαθύ βυθό νησί ακέραιο
με τα λιμάνια του ν’ αστράφτουνε στο φως
με τα σοκάκια του στους τέσσερις ανέμους
σαν την πατρίδα που ξεχάσαμε − οι άμυαλοι −
στην εξορία του Θεού, θα το θωρούμε
σαν την Ιθάκη καθενός και θα σκουπίζουμε
με τις παλάμες ανοιχτές τα δυο μας μάτια.
τα βάσανά μας κωμικά και θα γελάμε
γιατί οι θλίψεις της ζωής κι οι χίλιες έγνοιες της
παιχνίδια θα ’ναι παιδικά, χαριτωμένα.
γνώση κατόπιν εορτής, τόσ’ ανωφέλητη,
κι ούτ’ άλλα βήματα μπροστά ούτ’ άλλα
θαύματα:
Το τέλος της διαδρομής άκρη του χάρτη).
Δίγλωσση έκδοση
Μετάφραση στα αγγλικά: Κασσιανή Μαρτινάκη
Πρόλογος: Χρίστος Λ. Τσιαήλης
Πεζογραφία:
Νυχτοπερπατήματα, νουβέλα (24γράμματα, Αθήνα 2017)
Μικρή Περιήγηση (Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη 1996/ Εντύποις, Αθήνα 2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου