Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

Στέλλα Δούμου, "Βαθιά στον κύκλο ν’ ασημίζει"





Boule de neige


Τις μέρες γελώ σαν να ’μαι κάποιος άλλος. Αγαπώ όπως πονά κανείς όταν του βγάλουν όλα του τα νύχια.
Στο μισοσκόταδο κυματίζω. Μου λείπει μία σταθερά.
Κι όμως στη φωλεά των αναπνοών μου, στον γυάλινο ουρανό του νου
υπάρχει πάντα κάτι κι αναδεύεται με την επίφαση μιας παρηγορητικής θωπείας.
Όταν ανοίγω την κολόνια σου, βγαίνει ήλιος αναμνηστικός σε δάσος κέδρων.
Επικάθεται στους πόρους μου. Για λίγο, σου μοιάζω.
Βρίσκω ένα κουμπί απ’ το πουκάμισό σου. Το γυρίζω μηχανικά σαν το κουμπί του ραδιοφώνου. Σε κάθε σταθμό που βρίσκω, σε περιμένω και χιονίζει.
Ανοίγω την ομπρέλα κι επιθυμώ το ρήμα εκείνο που μεταμορφώνει τη στάχτη σε άνθρωπο. Εφεξής όλες οι επιφάσεις θα περιγράφουν μια ήττα στην εκφορά του έρωτα. Ακόμα κι αυτές που μιλούν για το γλυκό χιόνι των αεί ευτυχισμένων τόπων σε κώδωνα κενού.
Τα ποιήματα, ας πούμε, είναι γυάλινες σφαίρες boule de neige που κάθε φορά πέφτουν και γίνονται θρύψαλα.
Μοιάζουν στο μισοσκόταδο, με μάτια λαμπερά που με κοιτάζουν.
Η μεταφυσική θα είναι ένα ακόμα τέχνασμα
Για ν’ ανασαίνεις.
Και ν’ ανασαίνω.





Τα βαλς των ηττημένων


Φυσάει ένας Μάρτης όλο κόκαλα
Μουδιάζουν τα παράθυρα
Στο σβέρκο το σπάσιμο της βροχής
Γαλάζια κρίνα παντού
Το όνομά σου γυαλίζει με λεπτομέρεια σταγόνας
Σιγεί με πειθώ σκοταδιού μέσα στο Άκου του βλέμματος.
Η διαγώνια ύφανση της νύχτας
Ξεγελά τις αποστάσεις και
Νομίζω πως ανεπαίσθητα κεντρώνεις έναν δρόμο
Με βήματα και ψιθυρίσματα.
Αχ, ίλιγγος στην ακοή το χεράκι σου
Που ψέλνει την αντάρα του χαδιού
Εφτά νερά σηκώνονται για να περάσεις
Εύρωστος, χωμάτινος, διηνεκής κι εγώ
Σε χαιρετώ που εκπληρώνεσαι σαν το ξημέρωμα
Μετά από νύχτα κατασκότεινη.

Ύστερα, θρομβώνει μια στιγμή που όλα χάνονται.
Τα βαλς των νικημένων αχνίζουνε σκουριά.
Αυτό, πέρα από κάθε αμφιβολία.





Ζήτημα αίσθησης


Είναι μια κίτρινη μέρα
Από αυτές που μοιάζουν με καψαλιασμένους φοίνικες
Στην έρημο
Από αυτές που ξέρεις ήδη πως κάποιος έχει πεθάνει
Μα δεν γνωρίζεις ποιος
−άλλωστε τόσοι θάνατοι κάθε λεπτό στον κόσμο.
Αφού πιεις τον καφέ σου
Μπορείς να φυτέψεις στον κήπο κίτρα ή φρούτα του πάθους
Μπορείς να λύσεις ένα γρίφο ή ένα σταυρόλεξό
Καθισμένος κοντά στο συντριβάνι μινιατούρα
Που έφτιαξες πρόπερσι
Ή να σιγανοσφυρίξεις έναν σκοπό, έτσι απλώς, έναν σκοπό
Κοιτώντας μια μέλισσα που γυρίζει
Και επικάθεται και γονιμοποιεί
Τα μελλοντικά άνθη της φυσικής ιστορίας
Και μετά να γυρίσεις στο δωμάτιο
Να γράψεις μια βροχή
Από φθαρτές λάμψεις, σε χαρτί μεταξωτό
Κι αργά-αργά ν’ αρχίσεις να καλείς
Τα ονόματα των πεθαμένων αυτής της μέρας
Που μόλις άρχισε και είναι κίτρινη
Σαν καψαλιασμένος φοίνικας
Στην έρημο.





Στο χεράκι σου που λάμπει
το θυμίαμα του βρύου


Θα ’θελα να κατέβω στον Δεκέμβρη σας
Και χωρίς δικαιολογία
Να πάρω τα χέρια σας που είναι χλωμά,
Τα χλωμά σας χέρια να πάρω
Να τα βυθίσω σε Ιούληδες νερούς, σε μέλι Αυγούστων
Τα χέρια σας
Πέτρα να στύψουν να τους δώσω, ρόδων αίμα ζεστό
Οψιδιανούς και φεγγαρόπετρες
Χάδια, ρόδια, φιλιά πυρά
Ζυμάρι και κάντιο να τους δώσω,
Λάδι απ’ το κερί που ανάβει στον λευκό τους κόσμο.
Να τους δώσω αγαπημένη μου νεκρή
Το ζωντανό τους χώμα, είπε
Στη ραγισμένη ταφόπλακα επάνω
Ο Γιαννούλης Χαλεπάς στην πέτρινη ακριβή του
Λίγο προτού τον ενταφιάσουν
Με τους ολοζώντανους νεκρούς
Του Ψυχιατρείου Κέρκυρας.





Σε θυμάμαι Μητέρα, να ψάχνεις
όνομα και τόπο να σταθείς

                          Στον Αλέξη Γρηγορόπουλο


Σε θυμάμαι Μητέρα, να ψάχνεις όνομα
Και τόπο να σταθείς όταν
Ριπές από άλιωτο φεγγάρι
Γαζώνανε το κόκαλο
Και μες στη φλέβα χτυπούσε σύγκρυο
Από άγνωστη θύελλα.


Σε θυμάμαι Μητέρα, να ψάχνεις όνομα
Και τόπο να σταθείς όταν
Άλαλος ουρανός μ’ έκανε εξάψαλμο σφυγμό
Στα ερειπωμένα σπλάχνα κομητών
Και δίφθογγο θεό στο αδειανό σου στόμα.


Άθροισμα είμαι ολόλευκο
Κυλιέμαι αθώος σε φέγγη.





Εντροπία


Μίσχοι αμυγδαλωτών σφυγμών
Και βύσσινο αίμα
Σε ανορθόδοξα τέμπλα Σεπτέμβρη ουρανού
Σαλεύει ο χρόνος υπό μάλης
Στον γύψινο όρθρο μια ρωγμή:
      η παρθενία της σιωπής
Η πιθανότητα να αναστηθείς
Είναι όση του αγριόχορτου η λεπτομέρεια
Στο καλογυαλισμένο σύμπαν.

Η πιο μαβιά εξίσωση εσύ
λάμνεις στην εντροπία.





Από τη συλλογή «Βαθιά στον κύκλο ν’ ασημίζει», εκδ. Κουκκίδα, 2024.
Εικόνα εξωφύλλου: Φωτεινή Χαμιδιελή.




Η Στέλλα Δούμου γεννήθηκε στην Αθήνα και κατάγεται από τη Μάνη. Πέρασε τα νεανικά και μαθητικά της χρόνια στην Αθήνα, σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού. Ασχολείται με τη δημιουργία κοσμήματος. Γράφει ποίηση, ποιητική πρόζα και πεζά σε μικρή φόρμα. Κείμενά της δημοσιεύονται σε έντυπα και ηλεκτρονικά περιοδικά.

Εργογραφία:
Χαμηλές οκτάβες (Φαρφουλάς, 2013) Α΄ βραβείο Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός»
Έρως αρόδο (Κουκούτσι, 2015)
Χρονορυχείο (Θράκα, 2017)
Το άλογο που έγραφε (Σμίλη, 2020)
Βαθιά στον κύκλο ν’ ασημίζει (Κουκκίδα, 2024)

Συμμετοχή σε συλλογικές εκδόσεις:
diP generation (Θράκα, 2016)
diP generation (Μανδραγόρας, 2017)
Παράξενες ιστορίες με γάτες (Κύμα, 2018)
Εφ’ ενός γίγνεσθαι; 2 (Ρώμη, 2021).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου