Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

Κική Δημουλά, "Το τελευταίο σώμα μου"




ΕΛΑΝΘΑΝΕ


Ότ’ ήμουνα ένας άνθρωπος
που όλο με σκυμμένο το κεφάλι
με περπατάγανε οι δρόμοι,
αυτό πράχθηκε φανερά σας.
Σας το αφήνω. Απάνω του λοιπόν,
αποκεφαλίστε το,
μοιράστε το σ’ όσες υποτιμήσεις θέλετε
−πως γην και ύδωρ έδωσα σε φόβους
και σήκωσε κεφάλι η ηττοπάθεια−,
ρίξτε το ολόκληρο
σ’ όσες αδιαφορίες σας κι άλλο πεινάνε,
πετάξτε το σε δυο παλιογραμμούλες τύμβο.

Όμως πως σκύβοντας
ατένιζα ουρανό,
αυτό δεν θα τ’ αγγίξετε.
Επράχθηκε κρυφά σας,
το έκρυψα καλά
στην ασφαλή του κεφαλιού μου
τη λιμοκτόνα στάση.

Σκύβοντας ουρανό ατένιζα.
Που έφτιαξα από πτώσεις.
Μαζεύοντας σπυρί σπυρί
ό,τι δεν αφομοίωνε το ύψος.

Έζησα,
τεντωμένο δίχτυ από κάτω,
να συγκρατώ, να περισώζω
λογής λογής διάττοντες αυτοκτόνους,
τα φωτεινά τους υπολείμματα,
εκεί που όλο και χάνει ύψος,
όλο και πιο πολύ αποχρυσώνεται
της μολυβιάς τους η κραυγή
και λυπηρά απολεπταίνει η αιχμή
της εξαφάνισής τους.
Έζησα,
τεντωμένο δίχτυ από κάτω,
να σώζω λυπηρότητες,
κραυγών αποχρυσώσεις,
αιχμών τα φωτεινά υπολείμματα,
εξαφανίσεων αιχμές.
Έζησα,
συνταιριάζοντας τις πτώσεις
με τις παράταιρες αιτίες τους,
για να μην πάει χαμένο το χαμένο.

Αυτό δεν θα τ’ αγγίξετε.
Είναι από εύφλεκτο εγώ,
θα με τινάξει όλη στον αέρα σας.





ΤΟ ΠΛΗΣΙΕΣΤΕΡΟ


Κάτι πρωτόβγαλτα ως φαίνεται
στον κόσμο και τους νόμους του πουλάκια
κι εντούτοις ήδη κουρασμένα
γιατί δεν είναι τα φτερά
άπτωτη εύνοια και προνόμιο,
ρωτούν εμένα, ποιον, εμένα,
πού ειν’ το πλησιέστερο κλαδί
για ν’ ακουμπήσουν.
Δεν είμαστε καλά. Αν ήξερα εγώ
πού ειν’ το Πλησιέστερο
ότι έχει και βαθμό συγκριτικό
το ανύπαρκτο Πλησίον,
θα ’τρεχα να το πιάσω πρώτη εγώ,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγαν πουλάκια
δίκαια και προτεραιότητες
− κλαδιά σπασμένα το αλληλέγγυο.
Ας πάνε τα πουλάκια
τη μεγάλη Πείρα να ρωτήσουν
ν’ ακούσουν ό,τι είπε και σ’ εμένα
όταν ξεθεωμένη από κούραση άφτερη
τη ρώτησα πού είναι ν’ ακουμπήσω
το πλησιέστερο κλαδί.
Δεν είμαστε καλά είχε καγχάσει
η μεγάλη Πείρα: αν ήξερα εγώ
πού είν’ το Πλησιέστερο
θα ’τρεχα να το πιάσω πρώτη,
όλο κι απαραχώρητο,
κι ας ψόφαγες εσύ
γιατί το πλησιέστερο κλαδί
είναι ο θάνατος σου η ζωή μου.





ΒΡΟΧΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ


Εγώ, όταν θα μεγαλώσω
θα γίνω Σεπτέμβρης, έλεγε ο Αύγουστος.

Έβρεξε δω λιγάκι.
Δοκιμαστικά, σαν έλεγχος
αν λειτουργούν καλά οι πτώσεις.
Όπως χτυπάνε κάθε τόσο
ξαφνικά οι σειρήνες, δοκιμαστικά,
αν λειτουργεί καλά
ο τρόμος του πολέμου.
Ελάχιστη βροχή,
ίσα που την πλατάγισε στο στόμα του
το χώμα τη σταγόνα
–καθώς δοκιμαστής κρασιών–,
μόλις που πρόλαβε η υγρόεσσα ευωδιά
παραπονιάρα να τριφτεί
πάνω στα περιβόλια.

Δέναν οι παραθεριστές
στις σχάρες των αυτοκινήτων την Αθήνα,
μαρσάραν τις βαλίτσες τους και φεύγαν.
Πεθαίναν απ’ τη ζήλια τους τα σπίτια
κοιτώντας τα τροχόσπιτα
στην Εθνική Οδό του Σεπτεμβρίου.
Απ’ τ’ ανοιχτά παραθυράκια τους,
μικρά όσο ένα σάντουιτς ματιάς,
κουρτινάκια φτερακίζαν κατά έξω,
νάιλον γλάροι εμπριμέ, δεμένοι.
Λοξά στημένη
νανούριζε τα τέλια της
μια κιθάρα ηλιοκαμένη.

Ευτυχώς βελτιώθηκε
το βιοτικό επίπεδο της βάρκας.
Γίνανε βάρκες κατοικίδιες
– αστυφιλία των σκαριών.
Αστραφτερές, εξωλέμβιες,
πάνω στα τρέιλερ κουρνιασμένες,
ακολουθούν τ’ αφεντικά τους,
σκυλάκια ράτσας
χωρίς καθόλου τρίχωμα θαλάσσης.
Γαύροι πηδάνε κατά πάνω,
μια τελευταία ασημένια περιέργεια.

Κάτι θα την πονέσει απόψε τη βραδιά
γι’ αυτό το προς το τέλος.
Αν έχει ξαστεριά
θα πιει κάποιο παυσίπονο αστέρι.

Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο.
Μήπως και ξαναβρέξει.
Να σε ξεπλύνω λίγο.
Είσαι μες στην αλμύρα και τ’ αλάτια
από τότε που ήμουνα θάλασσα.





ΣΥΝΔΡΟΜΟ
Κοιτάζοντας τον πίνακα του Πικάσο «Το Όνειρο»



Έχω κρεμάσει αυτόν τον πίνακα σαν δόλωμα
στη συμπαγή επιπεδότητά μου
μήπως τσιμπήσει τανυσμός γκρεμιστής,
τον έχω σαν φουρνέλο
μη και την ανατίναζε συθέμελα
τη συμπαγή επιπεδότητά μου.

Καθιστό κοιμάται το κορίτσι.
Καθιστός
απαγκιάζεις καλύτερα στο σώμα σου,
είσαι πιο έτοιμος να γίνεις πιο δικός σου:
να ονειρευτείς.
Του υπερβατικού η ανατομία
επέτρεψε στο σώμα
αυθαιρεσίες σάρκινες.
Κοιμάται το κορίτσι
ενώ πίσω απ’ το χαλαρό φουστάνι της
ο ένας μαστός ανατέλλει
για να θηλάσει η λαίμαργη αφαίρεση.

Σπασμένη του λαιμού η αντίσταση
και το κεφάλι, απελεύθερο,
σαν γελαστό αυτί ακούμπησε στον ώμο
που, περιγελαστής της συμμετρίας,
είναι πολύ πιο υψωμένος απ’ τον άλλο,
στοιβάδα τόλμης.
Την ύπαρξή του αφουγκράζεται το κορίτσι:
παράνομες κλεφτές μετακινήσεις,
μια μετατόπιση του Είναι
λίγο πιο δω λίγο πιο κει,
θέσεις που ανεφοδιάζονται με θέσεις.

Η μύτη, πράσινη χαρακωτή γραμμή
που προσπερνάει αδιάφορη το τέλος της,
χύνεται ανάμεσα στα μάτια και το μέτωπο,
χάνεται μέσα στα μαλλιά,
αγγείο αιμοφόρο του ενδόμυχου.
Μισό χαμόγελο στη θέση του
τ’ άλλο μισό ψηλότερα,
ασυμμετρίας μειδίαμα·
σαν ένα στραβοπόδαρο σκαμνάκι,
εκεί για να πατήσουν και να βγουν
από τις τουλπανένιες άμαξες
οι τουλπανένιοι επιβάτες:
τα όνειρα του κοριτσιού.

Της πολυθρόνας τα μπράτσα
υποσυνειδίζονται: λυγίζουνε σαν χαλαρό
αγκάλιασμα στου κοριτσιού τη μέση,
γιατί το ξέρουνε ακόμα και οι πολυθρόνες
πως όποιος ονειρεύεται δονείται
κι υπάρχουνε και όνειρα
που σε πετάνε χάμω.
Εμένα η μύτη μου
τελειώνει ακριβώς στο τέλος της.
Δεν πάει αίμα στο ενδόμυχο.
Κι οι ώμοι μου
συμμετρικά πεσμένοι και οι δύο.


Καιρό έχω να μιλήσω για όνειρα
καιρό δεν έχω
όνειρα δεν έχω,
συμμετρική ανέχεια.
Οι ώμοι μου
συμμετρικά πεσμένοι και οι δύο.
Κι ότι αντέχω τέτοια ανέχεια
λέω μην είναι όνειρο.
Μην είναι όνειρο
πως όνειρα δεν έχω.
Όνειρο να ’ναι
κι ας μην με γυμνώνει από όνειρα.

Όνειρο να ’ναι,
σπόρος να περιφέρεται στον ύπνο μου
κι έχει ο Θεός για μήτρα.
Το πίνω κι ας μην είναι πόσιμο,
έστω τη λέξη να ονειρεύομαι
και δεν ρωτάω καμιά Εξακρίβωση
αν είναι όνειρο πως όνειρα δεν έχω.
Για να μιλήσει η κάθε Εξακρίβωση
θέλει να πληρωθεί με όνειρα.
Κι όνειρα να πληρώνω
μια ακόμα Εξακρίβωση
δεν έχω.

Η μητέρα μου Ώθηση πέθανε νέα
κι ο πηλός που είμαι, ο πηλός που είμαι,
με πιέζει να σπάσω.
Ώς πότε, λέει, θα θυσιάζεται ο θάνατος
για να ζεις εσύ.
Κι όνειρα δεν έχω να πλάσω
πήλινη περιφρούρηση της ύλης μου.


Και τι σημαίνει όνειρο;
Τι δηλαδή δεν έχω;
Θα ’ναι αυτό
που θέλει να ’χει μέσα του ο πηλός
για να μη σπάζει,
θα ’ναι οι τουλπανένιοι επιβάτες
στις τουλπανένιες άμαξες.

Όνειρο σημαίνει
φτερούγα ύπνου από κερί
που ήλιο ερωτεύεται και λιώνει,
φύλλα που θαυμαστά ισορροπούν
σα να πατάνε σε κλαδιά
ενώ το βλέπεις καθαρά
πως δεν υπάρχει δένδρο,
ν’ ακούς να τραγουδάνε χίλια ναι
απ’ το λαρύγγι του όχι.

Όνειρο σημαίνει
να μην υπάρχουν σύνορα
κι οι βλοσυροί καχύποπτοι φρουροί τους.
Ελεύθερα να μπαίνεις σ’ άνθρωπο
κι ούτε τις ει, ούτε τις οίδε.

Δεν ήρθε κι ένα απόγευμα
που να μη γίνει βράδυ.
Και όνειρο σημαίνει
να έρθει κι ένα απόγευμα
που να μη γίνει βράδυ,
να έρθει κι ένα όνειρο
που να μη γίνει άνθρωπος,
να έρθει κι ένας άνθρωπος
που να μη γίνει όνειρο,
τις οίδε, τις ει.

Ξανοίχτηκα πολύ σε ορισμούς
κι είν’ επικίνδυνο να κλαις χωρίς πυξίδα.

Φύλαγέ μου, Θε μου, τουλάχιστον
όσα έχουν πεθάνει.





ΑΙΡΕΤΙΚΕΣ ΟΥΣΙΕΣ


Σε διαιωνίσαμε Μητέρα
θα μού μηνύσουν αύριο τα παιδιά μου:
δώσαμε στα παιδιά μας τ᾿ Όνομά σου.

Άγνωστους προμηθεύουνε
στο Άγνωστο τα Ονόματα.

Δεν ξέρει τίποτα για μένα το Όνομά μου.
Το σώμα μου,
για κάθε χωριστή στιγμή που το επαλήθευε,
φορούσε κι άλλο όνομα,
αστραφτερά και κοφτερά καινούργιο.
Και την ψυχή μου άλλο όνομα,
κάθε φορά αλλιώτικο, την έσερνε
κάθε φορά στην αναβάπτισή της
σ᾿ ακόμα περισσότερο ψυχή.
Στο ίδιο ποτέ δεν πήγα με ίδιο όνομα
και στο άλλο πήγα με πολύ καλύτερό του.
Ονόματα ξόρκια
να μη με πιάνει το κακό μάτι τής ευκολίας:
η μια πληγή την άλλη μου πληγή
να μη την αντιγράφει,
η κάθε μια δικό της να χαράζει αγιάτρευτο.

Ξόρκια, για να μπορώ
από μικρής βελόνας τρύπα να περνάω
το απόλυτο, χοντρό σχοινί.
Ραβδοσκόποι ονόματα,
που έβρισκαν σε βάθος ποιο
πηγάζω αληθινή
και με διατάζαν γίνε.

Ναι, ναι, εμένα που με βλέπατε
ήσυχα ήσυχα να τρίβομαι σε ψίχουλα
και να ταΐζω κάθε μέρα τις δουλειές σας,
πολυφωνάχτηκα αλλεπάλληλη
και πολυκυματίστηκα σ᾿ ονόματα αφρισμένα.

Δεν ξέρει τίποτα απ’ αυτά το Όνομά μου.
Είναι απλά μια ηχομόνωση,
να μην ακούτε πως ουρλιάζει ο μέσα άλλος
όταν τον τρώνε τα αγρίμια οι αλλαγές του.
Οι αναβαπτίσεις τής ψυχής
κάθε φορά σε περισσότερο ψυχή,
δεν είναι ευδαιμονία κατευθείαν.
Πρέπει πρώτα να βυθιστείς ολόκληρος,
ώρες, μέρες, μπορεί και χρόνια,
ολόκληρος, και το κεφάλι μέσα,
στη φρικαλέα τελετή τής ασφυξίας.
Κι αν αντέξεις.

Κι αυτά είναι για να σωπαίνονται απόλυτα,
θάνατος σιγαστήρας να τα παίρνει,
να φεύγουνε μαζί μας αδιαιώνιστα
πίσω από το Πρόσχημα-Όνομά μας,
που μια ζωή κρατάει τσίλιες
ενώ αλλού παίζεται το παιχνίδι.
Στέκει εκεί σαν υδρορροή
σε μέρος που δεν βρέχει.

Άγνωστους προμηθεύουνε
στο Άγνωστο τα Ονόματα.





Από τη συλλογή «Το τελευταίο σώμα μου», 1981.
Πηγή: «Κική Δημουλά, Ποιήματα», εκδ. Ικαρος, δ΄ έκδοση, 2002.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου